Η γιαγιά Ματίνα, γεννήθηκε το 1914, στο χωριό Αλιφείρα του Νομού Ηλείας, και μεγάλωσε σε μία φτωχή οικογένεια με άλλες τέσσερις αδερφές κι έναν αδερφό. Ήθελε να γίνει δασκάλα, γιατί της άρεσαν πολύ τα γράμματα, αλλά ο πατέρας της την σταμάτησε με το ζόρι από το σχολείο όταν τελείωσε την Τρίτη δημοτικού για να γίνει μοδίστρα. Πάντα, ακόμα και τώρα, το λέει με μεγάλο καημό και κουνάει το κεφάλι της. Και σαν απωθημένο, μέχρι πριν 3 χρόνια που ζούσε και ο παππούς έγραφε, χωρίς ορθογραφία και σύνταξη, σκέψεις, όνειρα, την καθημερινότητα, παραμύθια που μας έλεγε όταν ήμασταν μικροί και δημοτικά τραγούδια. Τα δημοτικά τραγούδια της έφτασαν να γίνουν μεταπτυχιακή εργασία. Τα τραγούδησε, ηχογραφήθηκαν και η εργασία πήρε άριστα, σε πανεπιστήμιο στο Αννόβερο.
Παντρεύτηκε με προξενιό φυσικά, το Χαράλαμπο –Λάμπη τον φώναζε-, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Λάμπης έφυγε για το Αλβανικό Μέτωπο και η γιαγιά έζησε όλα τα γεγονότα της κατοχής, τα οποία ακόμα και σήμερα, περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Επικοινωνούσαν με γράμματα που όλα ξεκινούσαν με το «Υγείαν έχομεν και υγείαν ποθούμε δια εσάς». Τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισε ο παππούς, με κομμένα τα δάχτυλα των ποδιών και η γιαγιά στάθηκε δίπλα του, μέχρι που ο Λάμπης στάθηκε στα πόδια του –μέχρι τα 97 περπατούσε με τη μαγκούρα του και μετρούσε τα βήματα, σαν να είχε βάλει από τότε στοίχημα με τον εαυτό του, ότι δεν θα άφηνε την αναπηρία αυτή να του στερήσει καμία βόλτα-.
Το '50, μαζί με τρία παιδιά, ήρθαν στην Αθήνα, στο Χαιδάρι και η γιαγιά, με τα ίδια της τα χέρια, έφτιαξε σιγα-σιγά σπίτι και πρατήριο άρτου, που μετά έγινε ψιλικατζίδικο. Μεγάλωσε και σπούδασε τρία παιδιά μαζί με τον παππού, με τα απολύτως απαραίτητα, και μετά επτά εγγόνια, με την ίδια αγάπη. Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε μαζί τους, όλα τα ξαδέρφια –τα 5, γιατί τα άλλα 2 ήταν μεγαλύτερα-. Πώς μας έφερνε βόλτα δεν ξέρω. Φεύγαμε με τα ποδήλατα, κάναμε φασαρία το μεσημέρι, τσακωνόμασταν, δεν βγαίναμε από τη θάλασσα, πειράζαμε τον παππού, απορώ πώς μας άντεχε. Σηκωνόταν κάθε πρωί στις 6, ντυνόταν –ποτέ δεν κυκλοφορούσε με νυχτικό, ακόμα και τώρα, ξυπνάει και διαλέγει τα ρούχα της-, έφτιαχνε κότσο τα μαλλιά της με 3000 τσιμπιδάκια, που τα έβαζε πάντα τόσο αριστοτεχνικά, που δεν τα έβλεπες και ξεκινούσε τις δουλειές της μέρας. Μαγείρευε, έπλενε σε μία λεκάνη όλα μας τα ρούχα, μας πήγαινε στην παραλία, μας μάζευε για φαγητό, ξάπλωνε λίγο, και το απόγευμα σιδέρωνε βλέποντας Λάμψη και καταριόντας το Γιάγκο Δράκο, μέχρι να έρθει το βράδυ και να εφεύρει κάποια τρομακτική ιστορία για να μας καταφέρει να μπούμε μέσα από νωρίς. Συχνά μας φώναζε κοντά της και μας έλεγε «Ελάτε να σας δώσω μία ορμήνεια» και πάντα μας έλεγε πράγματα του στυλ «να είστε αγαπημένοι», «να προσέχετε αυτό, εκείνο» και άλλα τέτοια.
Και στην Αθήνα, εκείνη μας πρόσεχε, στο σπίτι στο Χαιδάρι. Τα μεσημέρια όταν ξάπλωναν με τον παππού να ξεκουραστούν, παίρναμε κρυφά τα κλειδιά από το ψιλικατζίδικο, -που τα έβαζε ο παππούς στην ντουλάπα- και κατεβαίναμε κάτω και τρώγαμε κρυφά Δρακουλίνια, Πακοτίνια, σοκολάτες και Big Babol, μέχρι που μας έπαιρνε χαμπάρι η γιαγιά, και μας μάλωνε, με απειλές τύπου: «άμα θα ξυπνήσει ο παππούς θα δείτε!». Καμιά φορά, για να μας αποσπάσει από τη συνήθεια να βασανίζουμε τον παππού, μας φώναζε στην κουζίνα για να φτιάξουμε κεικ πορτοκάλι. Μίξερ, δεν χρησιμοποιούσε. Πέταγε όλα τα υλικά σε μία λεκάνη και τα ανακάτευε με το χέρι, και μας άφηνε να δοκιμάζουμε από το μείγμα. Όταν ερχόταν σπίτι, πάντα μας έφερνε σοκολάτες υγείας Παυλίδης, κάτι μικρές, και μπισκότα Μιράντα, και καμιά φορά μας έφτιαχνε ελληνικό καφέ για να τα βουτάμε μέσα.
Έχει ζήσει πολλά η γιαγιά, και καλά και κακά. Γάμους, δισέγγονα, οικογενειακές επιτυχίες και άλλα πολλά. Πέρασε αρρώστιες, ταλαιπωρήθηκε, έχασε τον αδερφό της και με τα χρόνια έφυγαν και οι αδερφές της, ο Λάμπης και το ένα της παιδί... Τώρα τελευταία ξεχνάει, γυρίζει πίσω, νομίζει ότι είναι στο χωριό, και μετά πάλι θυμάται. Μία μέρα γύρισα και την βρήκα να κλαίει γιατί δεν της έχουμε πει ότι πέθανε ο Λάμπης. Και μετά είναι πάλι κανονική και λέει όσα θυμάται, κουνάει το κεφάλι της και αναρωτιέται αν την ξέχασε ο Θεός. «Βαρέθηκα ρε παιδάκι να ζω, τι άλλο να κάνω;». Παρ' όλα αυτά, εξακολουθεί να ντύνεται ωραία, να ζητάει να της φτιάξουν τα μαλλιά κότσο, να ζωγραφίζει και να κεντάει. Δεν γράφει πιά, γιατί δεν βλέπει καλά, αλλά όλα της τα γραπτά –άπειρα βιβλία, ακόμα κι ένα σενάριο τύπου Λάμψη- τα φυλάει και τα ξεφυλλίζει συχνά. Μας τα δίνει να τα διαβάσουμε περήφανη που είναι δικά της. Και σε οτιδήποτε δικό της, ακόμα και στις ζωγραφιές, υπογράφει από κάτω με παιδικά γράμματα «Ματίνα».
*Πρόσφατα προβλήθηκε ένα ντοκιμαντέρ στο 2nd Champaign Greek Film Festival στο Σικάγο, δημιουργία της Στέλλας Αλισάνογλου με τίτλο «Η Επίσκεψη/The Visit». Σ' αυτό η γιαγιά Ματίνα, μιλάει για τη ζωή της, τον πόλεμο και τις δυσκολίες, με σκόρπιες σκέψεις και αναμνήσεις, την ώρα που ζωγραφίζει. Και γι' αυτό πήρε βραβείο, και συγκεκριμένα το Special Jury Award, με το σχόλιο: to 98 year old Ms Stamatina Papageorgiou (narrator of The Visit by Stella Alisanoglou) as an outstanding representative of the courageous generation. Εκπρόσωπος μίας θαρραλέας γενιάς. Το έχει στο κομοδίνο της, δίπλα από τη φωτογραφία του Λάμπη. Κι αν την ρωτήσεις τι είναι αυτό, σου λέει «Ξέρω 'γω παιδάκι; Για κάτι μου έδωσαν βραβείο». Πριν λίγες μέρες έκλεισε τα 99 και συνεχίζει.
σχόλια