Jim Morrison, επιχειρηματίας ή καλλιτέχνης;

Jim Morrison, επιχειρηματίας ή καλλιτέχνης; Facebook Twitter
0

Ενδεχομένως, σε αυτή την περίπτωση,  η απάντηση να μοιάζει εύκολη. Ο Jim ήταν θεός!

Οι Sex Pistols όμως;

O Johann Wolfgang von Goethe;

O Beckett;

Είναι εταιρεία οι Rolling Stones, ναι ή ου;

Υπάρχουν γκρίζες ζώνες μεταξύ τέχνης και οικονομίας;  Ή μάλλον για να είμαστε επιστημονικά πιο ακριβείς, μεταξύ τέχνης και καπιταλισμού;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η επιστήμη των οικονομικών -ο θεός να την κάνει επιστήμη- ασχολείται με τη μελέτη της διαδικασίας  παραγωγής και διανομής αγαθών. Αυτό όμως δεν είναι καπιταλισμός, sorry, ελεύθερη οικονομία ήθελα να πω. Επιτρέψτε μου να χρησιμοποιώ τον όρο καπιταλισμός, είναι πιο εμπορικός. Στο τέλος του άρθρου θα πλύνω με betadine τα χέρια μου. Σας καλώ να πράξετε ομοίως.

Η  διαδικασία παραγωγής και διανομής αγαθών, δηλαδή η οικονομία,  είναι παλιά, όσο σχεδόν η ιστορία και ο Μητσοτάκης! Ο καπιταλισμός, από την άλλη, ξεκίνησε πριν περίπου 500 χρόνια -και πολλά σας λέω-  και χαρακτηρίζεται από την θεμελιώδη αρχή της συνεχούς συσσώρευσης και μεγέθυνσης, η οποία ενίοτε υπονομεύει άλλες αξίες.

Τα πάντα εντός του πλαισίου που υπαγορεύει ο καπιταλισμός μπορούν να  μεταφραστούν σε τιμές, κέρδη, ζημιές.

Η τέχνη, θα μου πεις, αντιτίθενται  εξ ορισμού και εκ καταγωγής  σε αυτή την ιδέα,  αναπαριστά την πρωτοτυπία, τη μοναδικότητα, επιδιώκει να αποτυπώσει το άρρητο.

Ορκίζομαι στα πλαστικά στήθη των αδελφών Kardashian!

Το παράδοξο είναι ότι  ενώ η τέχνη εναντιώνεται ή μάλλον αμφισβητεί  τις αρχές του «παιχνιδιού», αποτελεί και η ίδια παράγωγο, το οποίο υπόκειται στους νόμους του κεφαλαίου, της προσφοράς και της ζήτησης.

Αφήστε δε, που ως ένα σημείο, έχει ανάγκη αυτό το πλαίσιο της αφθονίας για να ανθίσει.

Θα μπορούσαν το Hollywood,  η Θώδη, τα Bolshoi, να παράξουν τέχνη χωρίς τη σπατάλη πλεονάζοντος  κεφαλαίου; Χωρίς την υπόσχεση ότι θα επιστρέψουν, με κάποιο τρόπο τους πόρους που χρησιμοποίησαν για να  παράξουν;

Ενδεχομένως, δεν ξέρω να σας απαντήσω.

Η συζήτηση, επί του θέματος, άρχεται με τους Theodor Adorno και Max Horkheimer, οι οποίοι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, κάνουν λόγο για  «βιομηχανία της τέχνης».

Ο Adorno διατυπώνει τη γνώμη ότι στις παρούσες συνθήκες,  τόσο η τέχνη, όσο και η κουλτούρα έχουν πλήρως απορροφηθεί από το  κυρίαρχο οικονομικό σύστημα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η βιομηχανία της τέχνης, αυτό που αποκαλούμε επαγγελματική τέχνη,  έχει πλέον διττή υπόσταση:

Αποτελεί κλάδο των νέων βιομηχανιών, της μαζικής παραγωγής και διανομής, οι οποίες εδραιώθηκαν τον 19ο αιώνα.

Εκπορεύεται  από την παράδοση της τέχνης, έχοντας στο μεταξύ όμως χάσει, την «ιερότητά» της.

Αν  κατάλαβα καλά,  αυτός θεωρεί ιερούς τον Shakespeare και τον Αισχύλο  αλλά όχι τουςNew Kids on the Block ή την Πέγκυ Ζήνα;

Μπορεί βέβαια να κατάλαβα λάθος αλλά εγώ μεγάλωσα τρώγοντας Δρακουλίνια! Όχι, δεν είναι καθόλου άσχετο.

Αυτό πάντως που αφήνει ο μακαρίτης να εννοηθεί, είναι ότι η  βιομηχανία της  σύγχρονης τέχνης  βρίσκει το πλήρες νόημά της όταν αφομοιώνεται από το εκάστοτε οικονομικό σύστημα, στην περίπτωση μας, τον καπιταλισμό.

Ένας άλλος θεωρητικός  του 20ου αιώνα, ο Walter Benjamin, καταδυόμενος στο παρελθόν, για να διερευνήσει τη σημασία του αντικείμενου της τέχνης  κατέληξε, πως παλαιότερα, η ιερότητά  ενός έργου προέκυπτε κυρίως από τις λατρευτικές και υπερφυσικές ιδιότητες που του αποδίδονταν και το έκαναν να μοιάζει μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Μια τοιχογραφία (η οποία ίσως αναπαριστούσε στιγμιότυπα από κάποιο κυνήγι) σε κάποια νεολιθική σπηλιά, παρά την απλότητά της, έπαιρνε σχεδόν πάντα, ασύλληπτες διαστάσεις στο φαντασιακό των προγόνων μας. Η τέχνη γινόταν αντιληπτή σαν θεϊκή παρέμβαση.

Η ανακάλυψη της τυπογραφίας και της μαζικής παραγωγής όμως, έφεραν επαναστατικές αλλαγές, τόσο στη δομή, όσο και στο περιεχόμενο της καλλιτεχνικής παραγωγής και κατανάλωσης.

Γιατί;

Κυρίως επειδή η παραγωγή της τέχνης ήταν ως  τότε εξαιρετικά ακριβή και δύσκολη.

Μέχρι σχετικά πρόσφατα, για να ακούσεις Strauss έπρεπε να πας στη Βιέννη και για να δεις Rococo δεν είχες άλλη επιλογή από το να  καβαλήσεις το άλογό σου και να πεταχτείς στο Παρίσι,  για να μην αναφέρω καν τη  δυσκολία του να απολαύσεις  μια τοιχογραφία  στα σπήλαια των Άνδεων, αν ήσουν homo sapiens από τη Ζαχάρω.

Οι μηχανές όμως, μετέτρεψαν σε διάστημα μερικών αιώνων, την τέχνη,  σε φθηνή και μαζική από ακριβή και δυσπρόσιτη, μέσω της αναπαραγωγής.

Ο εκμοντερνισμός των μηχανών  άνοιξε προοπτικές για την εμπορική  εκμετάλλευση και την οικουμενική διάδοση της τέχνης, όπως ακριβώς έκανε και με τη συμβατική παραγωγή. Η βιομηχανοποίηση της κουλτούρας, βέβαια, δεν ήταν  απλά θέμα εμπορευματοποίησής της αλλά κυρίως οργάνωσης του πολιτιστικού προϊόντος σε μαζικές κλίμακες.

Από τα παραπάνω,  καθίσταται σαφές,   ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις είχαν επίδραση  στη φόρμα της τέχνης αλλά μήπως το ίδιο δεν συνέβη και  με το περιεχόμενό της;

Από το γραμμόφωνο, στο Napster   και από εκεί στον πλασιέ με τις «μαϊμούδες».

Ο καλλιτέχνης των καιρών μας γνωρίζει πως με λίγο ταλέντο και  άπειρη τύχη θα φτάσει η χάρη του στα πέρατα της οικουμένης. Ότι κατάφερε ο Μέγας Αλέξανδρος τώρα πια θα μπορούσε και ο ίδιος.

Προ της πρόκλησης, οι καλλιτέχνες, προσπάθησαν να προσαρμοστούν στα γούστα ενός κοινού πιο παγκόσμιου, έγιναν πιο οικουμενικοί, πιο mainstream.

Ως και τη μοντέρνα εποχή, η τέχνη δεν ήταν μια αποκομμένη πτυχή της ζωής. Η ιδέα της αυτόνομης (σνομπ) τέχνης ήρθε στο προσκήνιο με τον γερμανό συγγραφέα , Alexander Baumgarten, στα μέσα του 18ου αιώνα και κυρίως με το μεγάλο θεωρητικό της νέας αισθητικής, Immanuel Kant. Πριν από αυτούς η τέχνη  εμπνεόταν και συνδεόταν με την μαγειρική, το κυνήγι, το  design της σπηλιάς.

Αμφότεροι, οι δυο γερμανοί, διαχώρισαν την τέχνη από τον υλικό κόσμο και την καθημερινότητα, την «έκαναν» λιγότερο μυστικιστική αλλά περισσότερο ελιτίστικη, ενώ παράλληλα, επιχείρησαν να διαμορφώσουν μια γενική θεωρία, για την αντίληψη περί τέχνης,  σε αντιδιαστολή προς την πιο περιχαρακωμένη και  οριοθετημένη που ενδημούσε σε κάθε γωνιά του πλανήτη ως τότε.

Μήπως εσείς έχετε την εντύπωση πως τον καλύτερο ηθοποιό της Αντίς Αμπέμπα, τον ήξεραν ή ακόμα και να τον ήξεραν, θα τον καταλάβαιναν ποτέ στην Τεργέστη; Μπα, μην ψήνεστε, δεν παίζει. Ο κόσμος ήταν πολύ λιγότερο συνένοχος στο κοινό γούστο.

Τώρα όμως το όμορφο μετατρεπόταν  αντικειμενική κατηγορία.

Πολλοί διανοητές, ωστόσο, είδαν με καχυποψία αυτή την εδραίωση της καθολικής αισθητικής, η οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από   το γούστο της άρχουσας τάξης. Η αυτονομία της τέχνης και η αποκόλλησή της από  την καθημερινότητα, ταυτίστηκε  περισσότερο με τα ήθη και τις προσλαμβάνουσες της μπουρζουαζίας.

Για να είναι η τέχνη προσιτή στο πιο ευρύ κοινό, η στιγμή της δημιουργίας και αυτή της κατανάλωσης διαχωρίζονταν πια στο χώρο και στο χρόνο. Ο Beethoven θα έπαιζε στη Βιέννη και ο Μήτσος θα τον άκουγε μέσω γραμμοφώνων στη Γαστούνη. Θρίαμβος!

Μόνο που για να φτάσει η τέχνη από την παραγωγή στην κατανάλωση, θα νοθεύονταν υποχρεωτικά από ένα πλήθος Ψινάκηδων,  μεσαζόντων εννοούσα.

Ένα σύνθετο κύκλωμα, το οποίο περιελάμβανε σχεδόν κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, από τα καφέ ως τα μουσεία, μέσω του  οποίου η τέχνη και η κουλτούρα επικοινωνείτε,  ήρθε  στο προσκήνιο.

-Ήταν λοιπόν ο Jim επιχειρηματίας, αυτό θες να πείς;

Αναμφισβήτητα, αλλά αυτό δεν λύνει την σύγχυση μεταξύ του ιδεώδους της τέχνης και του ιδανικού του κέρδους.

Πάρε μια ανάσα σε κούρασα!

Όλα καλά;

Πήγαινε για κατούρημα, περιμένω.

Λοιπόν, συνεχίζω... για λίγο ακόμα. Γρήγορος ήσουν!

Το κράτος  που λες, αντιλαμβανόμενο  την δύναμη της τέχνης, επιδίωξε   μέσω  παρεμβάσεων στην παράδοση, να δικαιολογήσει την ύπαρξή του και  να προπαγανδίσει τη διαφορετικότητά του από το  κάθε γειτνιάζον κράτος. Το κάθε εθνικό  κράτος   προσπάθησε να πάρει πιο σαφή μορφή στη συνείδηση των πολιτών του, να διαφοροποιηθεί εμφατικά, να παγιώσει μια συγκεκριμένη εθνική συνείδηση, εντός των τειχών.

-Να πάρει η οργή, τι σχέση έχουμε εμείς οι Έλληνες με τους Γάλλους;  έχουν αυτοίΣεφερλή;

Πολλοί, πάλι, ήταν εκείνοι, που μετέφρασαν σαν κάτι ευεργετικό, για το κοινωνικό σώμα, τη σύσφιξη των δεσμών, μεταξύ των δυο θεσμών, του  επίσημου κράτους και της κυρίαρχης κουλτούρας.

Πιο συγκεκριμένα, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι μάζες οι οποίες  είχαν κατά το παρελθόν  αποκλειστεί  από την τέχνη, εξαιτίας της  ελλιπούς εκπαίδευσης, του περιορισμένου χρόνου, των μηδενικών  πόρων  αλλά και του πιο εσωστρεφούς χαρακτήρα της ίδιας της τέχνης,  έρχονταν  για πρώτη φορά  σε επαφή με αυτή  την πολυτέλεια, μέσω του  επίσημου κράτους.  Τώρα τι σόι τέχνη ήταν αυτή είναι μεγάλο ζήτημα.

Σκέψου τον πολιτικάντη του τότε, να επιλέγει τι τέχνη αξίζει να δεις, να ακούσεις, να μάθεις, για να διαμορφώσεις εθνική συνείδηση. Εφιαλτικό!

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο J.B. Priestly, το1934 αλλά και ο  Richard Hoggart, το 1957, ήταν από τους πρώτους που είδαν στη διείσδυση που γινόταν μέσω της  μαζικής κουλτούρας  και της βιομηχανίας της τέχνης μια απόπειρα να υπνωτιστούν οι μάζες. Η διείσδυση αυτή λάμβανε χώρα ποικιλοτρόπως, μέσω του ποδοσφαίρου,   της ηχογραφημένης μουσικής, του κινηματογράφου.

Υπήρξαν βέβαια και άλλοι  που διαφώνησαν,  με την υποδούλωση των μαζών μέσω της τέχνης,  γιατί είχαν να αντιπαρατάξουν νέες εκφράσεις  οι οποίες αντιστρατευόταν την παθητική κατανάλωση ή την υποταγή στην κατανάλωση. Τα παραδείγματα της ροκ, της πανκ, των performing  art, τα  graffiti  είναι ενδεικτικά.

Η αλήθεια ήταν στους Sex Pistols.

Τα νέα κύματα των αντισυστημικών  καλλιτεχνών αποδομούσαν τις ιεραρχίες και τις προτεραιότητες προσφέροντας  φθηνή, ανατρεπτική τέχνη η οποία ήταν προσιτή σε όλους. Με αυτό τον τρόπο ισοπέδωναν ως έναν βαθμό  τους κανόνες του κράτους,  της αγοράς και τη σημασία του χρήματος.

Σπασμωδικά βήματα προς την απελευθέρωση της τέχνης είχαν ήδη γίνει, βεβαίως, και προηγουμένως, όταν το μουσείο  Louvre,  το οποίο ήταν το παλάτι του  βασιλιά της Γαλλίας, άνοιξε για το κοινό και λειτούργησε σαν μουσείο, κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με το Hermitage της Αγίας Πετρούπολης, το 1852.

Μη βγει παραέξω αυτό που θα πω!

Η  χρήση της τέχνης, κακά τα ψέματα,  ικανοποιεί, τις περισσότερες φορές δευτερεύουσες ανάγκες.

Παρά τη δεδομένη  διάχυσή  της, εμπόδια δεν παύουν να υψώνονται.

Τι και εάν είναι φθηνότερη  και  προσβάσιμη; H  κατανάλωσή της προϋποθέτει εκπαιδευμένο κοινό.

Η εκπαίδευση, όμως, διαφοροποιείτε ανάλογα με το οικονομικό  status και τις επιρροές του περιβάλλοντος, για αυτό και κάθε οικονομική και κοινωνική ομάδα προκύπτει και αυτό-διαμορφώνεται γύρω από ιδιαίτερα γούστα.

Από αυτό το σημείο και πέρα ξεφεύγουμε, αν δεν το έχουμε ήδη κάνει,  από τα όρια της αντοχής σας.

Απάντηση στην ερώτηση του τίτλου πήρες;

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ