“We’re setting fire to our insides for fun…”
Κυριακή πρωί. Μέρας τεμπελιάς και ξεκούρασης. Η μέρα που, όταν ξυπνάς μόνος σου, φτιάχνεις πρωινό μόνος σου, τρως μόνο σου, γεμίζεις το μυαλό σου με ανούσια προγράμματα της τηλεόρασης, καίγεσαι ασταμάτητα στον υπολογιστή, σε κάνει να νιώθεις ότι τίποτα δεν θα γεμίσει το κενό που νιώθεις. Καμιά έξοδος, κανένα ποτό, κανένα φαί, κανένα κρεβάτι του προηγούμενου βραδιού.
Ίσως δεν είμαστε φτιαγμένοι να ζούμε ανά δυάδες. Όμως ακόμα και οι πιο ανεξάρτητοι, οι πιο μοναχικοί, ξυπνούν μια μέρα και αναζητούν αυτό που τους λείπει. Μήπως με μια αγκαλιά, ένα φιλί για πρωινό ξύπνημα θα ένιωθαν καλύτερα; Αυτό που τους λείπει είναι η συντροφικότητα ή απλά νομίζουν ότι τους λείπει, βλέποντας όλους τους υπόλοιπους να «ζευγαρώνουν»;
Πόσο θα ήθελαν όμως έτσι για αλλαγή να κοιμούνται και να ξυπνούν με την παρέα κάποιου που νοιάζονται. Υπάρχουν κι αυτοί που μέσα από πρόσκαιρες σχέσεις προσπαθούν να μιμηθούν αυτά που νομίζουν ότι κάνουν οι ερωτευμένοι. «Να κάπως έτσι δεν ξυπνάνε στις ταινίες; Η κοπέλα, στην αγκαλιά του αγαπημένου της, κοιμάται γαλήνια και αυτός της ετοιμάζει ένα καφέ. Και κάθονται στο κρεβάτι όλη μέρα, συζητάνε, γελούν..Ας το κάνω κι εγώ. Να κι αυτός το ίδιο προσπαθεί να κάνει. Με φιλάει στον ώμο, στην πλάτη, κάθεται και με κοιτάει όταν κοιμάμαι, με αγκαλιάζει… Γιατί;»
Και τα προβλήματα ξεκινούν όταν αρχίσεις να ψάχνεις αυτό το γιατί. Άνθρωποι που δεν ανοίγονται, που σκορπάνε τον εαυτό τους, που «δεν θέλουν σχέση, απλά να κάνουμε πράγματα μαζί», που δεν ξέρουν που πάνε και που ξημερώνουν, που παίζουν με αισθήματα και ανθρώπους, ακόμα κι αυτοί (ιδίως αυτοί), ίσως να κρύβουν τις βαθύτερες ανασφάλειες, τη βαθύτερη μοναξιά. Ίσως να χουν πληγωθεί. Κάπου το προσωπείο του γκόμενου «σπάει», είναι εκείνη η στιγμή που θα γελάσει με το αστείο σου και τις γκριμάτσες που κάνεις, είναι τότε που θα σου πιάσει το χέρι στο δρόμο, τότε που θα σου χαμογελάσει ειλικρινά, θα σε φιλήσει στο μάγουλο.
Δεν είναι όμως δική σου δουλειά να παίξεις τον ψυχολόγο και τον οσιομάρτυρα που βασανίζεται και «θα τον αλλάξει». Δεν είναι δική σου δουλειά να το παίξεις η μητέρα και η γκόμενα μαζί, που θα τον κάνει να εμπιστευτεί ξανά και να αφήσει πίσω τον «κακό του εαυτό». Μπορείς να το κάνεις, πιστεύοντας ότι αξίζει την προσπάθεια, ότι το κάνεις από έρωτα και άλλα τινά. Αν θες να αναλωθείς, αν θες να φας τα μούτρα σου, προσπάθησε. Μετά όμως θα μουτζώνεσαι. Μην πεις ότι δεν στο πα.
Παλιά το γράψιμο σε ανακούφιζε, παλιά νόμιζες ότι έγραφες καλά. Τώρα σε πιάνουν τα κλάματα, χωρίς λόγο, πάλι. Τώρα ζαλίζεσαι. Γιατί μένεις ακόμα εδώ; Γιατί η πρώτη σου δουλειά να μη σε γεμίζει; «Μάζευε εμπειρίες σου λένε» Μαζεύεις εμπειρίες που δεν θέλεις, που δεν τις ζήτησες. Τίποτα δεν είναι όπως το φανταζόσουν όταν ήσουν μικρή. Δεν θα πρεπε να είναι; Έστω και λίγο..
Δεν πειράζει, το βράδυ θα πας σινεμά, αύριο θα ντυθείς, θα στολιστείς και θα πας στη δουλειά. Όταν βγαίνεις είσαι πρόσχαρη και ευγενική, λες αστεία, οι άλλοι γελάνε. Δεν ξεσπάς στους άλλους ποτέ, μόνο στον εαυτό σου. Σ’ αρέσει, ξεχνιέσαι. Μέχρι να μείνεις μόνος σου. Τότε που δε σε βλέπει κανείς. Τρέμεις αυτή τη στιγμή της μέρας γιατί θα τσαντιστείς, γιατί θα ξανακλάψεις, γιατί θα νιώσεις ενοχές, «σιγά τα προβλήματα» θα πεις, «πώς κάνεις έτσι;».
Μόνο όταν σε παίρνει η μάνα σου τηλέφωνο ξεσπάς, της φωνάζεις. Ίσως αυτή να φταίει, λες. Οι γονείς δεν φταίνε για την πορεία των παιδιών τους; Γιατί σε πιέζει; Γιατί λέει και ξαναλέει ότι «τα πράγματα είναι δύσκολα, δεν έχουμε λεφτά»; ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ. ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ. ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΞΑΝΑΛΕΕΙ.
Όλα τα όνειρά σου αργοπεθαίνουν. Μακάρι να έκλεινα πιο αισιόδοξα. Αν με βλέπατε έξω θα με συμπαθούσατε, θα σας έκανα να γελάσετε. Όχι εδώ όμως. Εδώ δεν περνάω καλά.