Θαν την τσακίσω εγώ τη νοσταλγία σου
Νίκος Εγγονόπουλος
Καμία ταραχή, αναστάτωσις ουδεμία: κανένα τσάκισμα, καθότι δεν πρόκειται για νοσταλγία, όχι, δεν είναι χρόνος χαμένος που τον αναζητούμε, δεν είναι δευτερόλεπτα που τα επιμηκύναμε (αν ήμασταν σε κάτι διδάκτορες και μαιτρ ήταν στο τάνυσμα των μονάδων του χρόνου, στη διαλεκτική της διάρκειας), δεν είναι άγριες μέρες και ακόμα πιο άγριες νύχτες που ξαναφέρνουμε στο νου τώρα που, τάχατες, ήμερος έγινε ο ίμερος – όχι, η αγριάδα εξακολουθεί να μαίνεται όσο μαινόταν, κι εμείς, οι παρέες που σώζουμε το νόημα και στραπατσάρουμε ό,τι κάνει σαράβαλο τον άνθρωπο, τη διάσταση της δημιουργίας, δηλαδή, παραμένουμε παρέες παλλόμενες όσο και στη Δεκαετία του Ογδόντα. Τότε, όπως και τώρα, περιπλανιόμασταν στο Τρίγωνο της Λυτρωτικής Ακολασίας, που σημαίνει Κυψέλη, Εξάρχεια, Κολωνάκι, φανατικά/ευλαβικά/πεισματικά πιστοί στην Κολασμένη Αγρία Τριάδα Χαρτί/Βινύλιο/Σελυλόιντ, μιας και χωρίς τη μουσική και δίχως τον κινηματογράφο η λογοτεχνία, η Ποίηση καλύτερα, δεν μας τρέλαινε τόσο με τις περιδινήσεις της στην ψυχονοητική υπόσταση του ανθρώπου, όχι, θέλαμε το τρελό βλέμμα του Denis Hopper στον Αμερικανό Φίλο του Wenders για να κάνουμε τα τροχαδάκια μας στο αμερικανικό noir και στα σκοτεινά τοπία της Patricia Highsmith και βεβαίως αυτά, και κάμποσα άλλα, απογειώνονταν μέσα από τη μέθεξη της jazz σε κοκτέιλ με τα αφηνιασμένα, και τόσο νηφάλια μαζί, βραδεμβούργια του Ιωάννη Σεβαστιανού, γι’ αυτό ήταν οι παρέες στη Δεκαετία εκείνη, τη δεκαετία που στην εκτύλιξή της διαβάζαμε alles zusammen Δημήτρη Νόλλα και Malcolm Lowry, Ιώσηπο Μοισιόδακα και Guy Debord, Νίκο Καρούζο και Jack Kerouac, ενώ χωνόμαστε στο Studio του Σωκράτη Καψάσκη (που, ειρήσθω εν παρόδω μετέφρασε το Ulysses του James Joyce ), στην Αλκυονίδα της Ιουλιανού, και στην Αελλώ της Πατησίων, για να δούμε, παρέα όλοι, από δέκα και πάνω τη φορά, το Σημασία έχει ν’ αγαπάς του Αντρέι Ζουλάφσκι, το Love Stream του λατρεμένου μας και τότε και τώρα Τζόνι Κασσαβέτη, ή του Ταρκόσφκι τα Άπαντα, για να πάμε μετά να συζητήσουμε θυελλωδώς για βιβλία/μουσικές/ταινίες στο Aurevoir, το αγέραστο American bar που έστησε υπέροχα ο Αριστομένης Προβελέγγιος, διότι στη Δεκαετία του Ογδόντα ήμασταν η παρέα της Ποίησης, του Πενταγράμμου, της Παμπ, του Σινεμασκόπ, της συλλογικότητας που δεν συνθλίβει, απεναντίας αποθεώνει, την ατομικότητα, ψηφίδες καθώς είναι οι παρέες και σιάχνουν θεσπέσιο μωσαϊκό, και ωθούν ολοένα και πιο πολύ στην Δημιουργικότητα, όπως μαρτυρεί άλλωστε το γεγονός ότι από τις πολλές συνάξεις και τις ακατάσχετες ουζοποσίες στο καφενείο του κυρίου Αλέκου, στη Σόλωνος, απέναντι από το Χημείο, και συζητώντας ατελείωτες ώρες, μες σε καπνούς και σε βρισιές, στήσαμε, από αγάπη σε κάποιους ποιητές και συγγραφείς (Nabokov, Rimbaud, Chandler, Mann, Conrad), τις εκδόσεις Ερατώ, ο Μανουσάκης ο Μανώλης, ο Αρανίτσης ο Ευγένιος, κι εγώ που σας τα ιστορώ, ή πάλι, πλάι και πέρα από του ουίσκυ τη φιάλη, φτιάχναμε περιοδικά μετά μανίας, ο Λάλας το περιοδικό «περιοδικό» (έτσι, με μικρά γραμματάκια και μεγάλα κείμενα), ο Γιάννης Τζώρτζης, ο οποίος μάλιστα μας μύησε στον Raymond Carver και στον Thomas Pynchon, τα θρυλικά τέσσερα τεύχη της θρυλικότατης «Ζάλης», εγώ το περιοδικό λογοτεχνίας & απολαύσεων «Όμως», ο Θάνος Σταθόπουλος, από τότε προσηλωμένος στον μεταλλικό μινιμαλισμό του, το αδιανόητα πρωτότυπο περιοδικό «Κασέτα» (όλο καμωμένο από ηχητικά ντοκουμέντα, με τις φωνές του Μιχάλη του Κατσαρού και τις μουσικές της Λένας Πλάτωνος), και κοπανάγαμε, παρέες, μες στη μέση της Δεκαετίας του Ογδόντα, τα πλήκτρα της γραφομηχανής, γράφοντας ενίοτε όλοι μαζί, το δικό μας Βιβλίο της Ανησυχίας, ξεσκισμένα μελοδράματα να είναι και δανεικοί καημοί, και αίνοι στον οίνο, και εικονοστάσια ανωνύμων αγίων, αλλά και πολυσέλιδα πορτρέτα των Αγαπημένων και τα εκδίδαμε πάντα σχεδόν ταυτόχρονα εμείς της παρέας, στους ίδιους εκδότες, καθώς έτσι δέναμε το ατσάλι της φιλίας, και έτσι μετά προχωρούσαμε στην κατασκευή και καταχώρηση αναμνήσεων, μιας και η ζωή άλλο δεν είναι παρά η επινόηση του μέλλοντός μας και η αναδημιουργία του παρελθόντος και το γόνιμο rock’n’roll circus του παρόντος, για σκέψου, με βιβλία δικά μας στις προθήκες από πιτσιρικάδες, μόλις που είχε βγει απ’ το αυγό η Δεκαετία του Ογδόντα και σκάμε στο κουρμπέτι, μειράκια, ο Τζώρτζης με το βιβλίο του για τον Bob Dylan, ο Μανώλης ο Νταλούκας με το δικό του για τον Jim Morrison, και ο ταπεινός σας ανταποκριτής από τα μέτωπα του πυρός όπου μανιάζει η μάχη της Δημιουργικότητας ενάντια στην Μπαφιασμένη Οκνηρία, το δικό του για την Marilyn Monroe, για φαντάσου, κι ύστερα, μεθυσμένοι και τίγκα στη λογοτεχνία (τίγκα στον Αγιονικοκαρούζο και στην λοκομοτίβα Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης), εκστασιασμένοι από τα αεροπλανικά κόλπα που έκαναν κάτι μυστήριοι παίκτες/ρέκτες του σινεμά (θυμήσου το All that Jazz, φαντάσου μας να ξετρελαινόμαστε με το Αλονζανφάν, δέξου ότι μας διασάλευσε για πάντα το Τρένο της Μεγάλης Φυγής), οδηγηθήκαμε στον παλμό των ερτζιανών, ραδιοπειρατές αρχικά, κι έπειτα επίσημοι στο Ραδιομέγαρο, ο δανδής Θοδωρής Μανίκας με το «Άσ’ το να κυλάει», ο βελούδινος Βακαλόπουλος ο Χρήστος να μας ξεναγεί στον μαγικό κήπο των Kinks, του λόγου μου να υπογράφω την εκπομπή-σύνθημα «Κάντε Πέρα την Εσπέρα» στο Δεύτερο Πρόγραμμα, όλοι μας μια παρέα αφιονισμένων με τη Δημιουργικότητα, ας το ξαναπώ, όλοι μας με σακάκια όταν οι άλλοι φορούσαν αμπέχονα, όλοι μας με εμμονή στο σκάκι όταν οι άλλοι έπαιζαν τάβλι, όλοι μας με προσήλωση στο ουίσκυ όταν οι άλλοι έπιναν μπίρες, όλοι μας φανατικοί του Captain Beefheart όταν οι άλλοι όμνυαν στον Zappa, όλοι μας με Parker 51 όταν οι άλλοι άρχισαν να το στρίβουν στον προσωπικό υπολογιστή, όλοι μας να ξεγελάμε τον χρόνο προτού μας ξεγελάσει αυτός, ευπειθείς οπλίτες στην Συμμορία Σαίξπηρ, ω ναι, στην Shakespeare Squadron, ονειροπόλοι και tough guys καθότι Παρέα, ακριβώς ΠΑΡΕΑ, σ’ αυτό το Μεγάλο Μυθιστόρημα της Δεκαετίας του Ογδόντα, να ρίχνουμε χλαπάτσα στον Dr Death και να λατρεύουμε λυτρωτικά τη Lady Life.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μαρούσι, Νοέμβριος 2011
σχόλια