Πριν μερικά χρόνια, είχα δει στο σινεμά μια παιδική αμερικανιά με πρωταγωνιστή ένα ανθρωπόμορφο γάτο που επισκεπτόταν μια οικογένεια με την οποία έκανε διάφορα καραμελογλυκολίνικα πραγματάκια. Όσο εμετικά γλυκανάλατη και αν ήταν η ταινία, κάπου ανάμεσα στις επιφανειακές και ανώδυνες γραμμές του σεναρίου της, βρισκότανε μια φράση ύπουλα κυνική όσο η ειρωνία της Άσπας στο Φείμ Στόρι. Έλεγε λοιπόν ο γάτος στα παιδιά ότι ακόμα και αν κατά τη διάρκεια της ζωής μας περιβαλλόμαστε από ανθρώπους, γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι μας. Η ιδέα δεν προβλημάτισε ούτε τα παιδιά που συνέχισαν να τσουληθρίζουν ούτε τους θεατές που σίγουρα εξακολουθούν να θεωρούν ότι τα παιδιά τους ή οι γονείς τους είναι ότι πολυτιμότερο έχουν.
Γιατί πώς μπορεί κάποιος να δεχθεί κάτι τόσο σκληρό, όντας αγκιστρωμένος σε ζωογόνες ακόμα και για την ατομικότητα του ανθρώπινες σχέσεις; Είναι ίσως η φύση του ανθρώπου να πνίγει την απελπιστική αυτονομία και μοναξιά του, δημιουργώντας σχέσεις πλασματικής αλληλοεξάρτησης, κολλημένες με λάσπη που δείχνει σταθερή στην πρώτη και δεύτερη ταλάντωση αλλά μπορεί πανεύκολα να σπάσει. Είναι τρομακτικό αλλά νομίζω ότι τελικά οι άνθρωποι δεν εξαρτώνται από κανέναν στη ζωή τους και ότι η μόνη ανάγκη που μπορούν να καλύψουν οι γύρω μας είναι να νιώσουμε αναγκαίοι.
Τέλος, νομίζω ότι συνειδητοποιούμε τη μοναξιά μας, μόνο αντιμέτωποι με τους μεγαλύτερους φόβους μας όπου, οι ζωές μας μοιάζουν πολυτιμότερες από του οποιουδήποτε άλλου. Η αγάπη των άλλων γελοιοποιείται με την ανημποριά της να μας σώσει από τον προσωπικό κίνδυνο. Όπως είμαστε μόνοι απέναντι στο θάνατο, δυστυχώς είμαστε τραγικά μόνοι ακόμα και στην πορεία μας προς αυτόν, όσο και αν οι ρέουσες φιγούρες των γύρω μας, ξεγελούν.
Αλλά δεν βαριέσαι…
Ryan McGinley, Taylor (Rushing River), 2011
σχόλια