Πενήντα δύο χρόνια από την πρώτη σύγχρονη αναπαράστασή του το 1962 με την Άννα Συνοδινού, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, τριάντα δύο από την ανατρεπτική εκδοχή του Ανδρέα Βουτσινά με την Αλεξάνδρα Λαδικού και δεκαοχτώ από εκείνη του Γιάννη Χουβαρδά με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη, η Ελένη του Ευριπίδη επιστρέφει στην Επίδαυρο. Αυτήν τη φορά σε μετάφραση του Δημητριάδη και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Δημήτρη Καρατζά.
Η «Ελένη» θα σημάνει την πρεμιέρα των φετινών Επιδαυρίων, στην εκδοχή του νεότερου σκηνοθέτη που έχει περάσει ποτέ από το αργολικό θέατρο. Με μια ομάδα ερμηνευτών της δικής του γενιάς, ο 26χρονος σκηνοθέτης αναμετριέται για δεύτερη φορά με την ευριπίδεια τραγωδία, την οποία είχε ανεβάσει πριν λίγα χρόνια στην Πειραματική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Το ντεμπούτο του στο φεστιβάλ σηματοδοτεί και το αίτημα ανανέωσης του καλλιτεχνικού δυναμικού του θεσμού που συμπληρώνει φέτος 60 χρόνια. Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Γιώργος Λούκος γιορτάζει αυτή την επέτειο παραχωρώντας βήμα στους νέους καλλιτέχνες.
«Χαίρομαι επειδή ξαναδουλεύω πάνω στην Ελένη του Ευριπίδη, είναι μια ιστορία που με αφορά», υποστηρίζει ο Δημήτρης Καραντζάς που δραστηριοποιείται τα τελευταία έξι χρόνια ενεργά στο χώρο της σκηνοθεσίας και στις πρόσφατες δουλειές του έχει βρει καλλιτεχνική στέγη στην Εθνική Λυρική Σκηνή («Κοκκινοσκουφίτσα»), στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ( «Ο κυκλισμός του τετραγώνου» του Δημήτρη Δημητριάδη) και στο Εθνικό Θέατρο («Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» του Λουίτζι Πιραντέλο).
Ο νεαρότατος σκηνοθέτης, που έχει ήδη αναμετρηθεί με την Ελένη σε κλειστό χώρο στο Εθνικό πέρσι, μίλησε στη LIFO για το έργο: «Ενώ ξεκινάει από τα τρίσβαθα του δράματος, με την Ελένη να πληροφορείται από τον Τεύκρο τον χαμό του άντρα της –γιατί έτσι πιστεύει εκείνος–, εμφανίζεται ο Μενέλαος αιφνιδιαστικά σαν από κόμικ και όλα αλλάζουν. Εν τέλει το σχέδιο που οργανώνουν για το φευγιό τους θυμίζει άγρια φάρσα. Το έργο αλλάζει διαρκώς ύφος, αλλά παραμένει συνεπές. Κι ενώ μας παρουσιάζει μια Ελένη αδικημένη που χρησιμοποιήθηκε από τους θεούς –ο Ευριπίδης τα βάζει ευθέως μαζί τους–, στο τέλος βλέπουμε μια σκληρή φιγούρα που προκαλεί τη σφαγή των αντρών που τους καταδιώκουν».
Η παράσταση χαρακτηρίζεται από δουλειά συνόλου, όπου δεν υπάρχει μία Ελένη, ένας Μενέλαος. Μετά τον πρώτο μονόλογο της Ελένης, που λέγεται από όλους, μέσα από τον χορό θα ξεπηδάνε οι χαρακτήρες και καθένας και καθεμία από τους νέους ηθοποιούς θα παίρνουν, ανάλογα με την εξέλιξη του έργου, τη θέση τους στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου.