Tο καλοκαίρι –ειδικά το καλοκαίρι- αποτελεί εκείνη ακριβώς την περίπτωση που εμφανίζεται μπροστά σου περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή του χρόνου ένας σωρός από άχρηστες εικόνες που προσπαθούν απεγνωσμένα να σου τραβήξουν την προσοχή. Μιλάω για ένα συγκεκριμένο είδος προσοχής. Εκείνο που απαιτείται ειδικά όταν θέλουμε να σκεφτούμε για μία γυναίκα ότι είναι... καυτή.
Αν η φωτογραφία μπορεί με κάποιο τρόπο να δημιουργεί την αίσθηση του αμετάκλητου γεγονότος, εκείνου που υπάρχει πραγματικά και δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί από κανέναν τότε ίσως μπορούμε να την αναγνωρίσουμε ως έναν λειτουργικό μηχανισμό στην διαδικασία διαμόρφωσης μιας συγκεκριμένης ταυτότητας. Στην προκειμένη περίπτωση αναφέρομαι στο προφίλ της δημοφιλούς «καυτής» γυναίκας που αναδύεται μέσα από εκείνη την κουλτούρα του... ξέκωλου όπως πολύ όμορφα το θέτει στο βιβλίο της η Ariel Levy ("Θηλυκές φαλλοκράτισσες, Οι γυναίκες και η ανερχόμενη κουλτούρα του ξέκωλου." Εκδ. Κουκκίδα)
Το καυτό δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ομορφιά, στην οποία αποδόθηκε αξία σε όλες τις περιόδους της ιστορίας. Καυτό μπορεί να σημαίνει δημοφιλές. Καυτό μπορεί να σημαίνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Αλλά όταν πρόκειται για γυναίκες, καυτό σημαίνει δύο συγκεκριμένα πράγματα: αυτό που μπορεί να γαμηθεί και αυτό που μπορεί να πουληθεί. Είναι τα κυριολεκτικά επαγγελματικά κριτήρια για τα πρότυπά μας, τις σταρ της βιομηχανίας του σεξ.
Σκέφτομαι πως για να απορρίψεις κάτι χρειάζεται πρώτα να το αμφισβητήσεις. Όπως λοιπόν η αμφισβήτηση έτσι και η απόρριψη φαντάζει πιο δύσκολη σε μία καλά μελετημένη και φιλτραρισμένη φωτογραφία. Η δυνατότητα επεξεργασίας οποιουδήποτε λάθους εξασφαλίζει την ακόρεστη αποδοχή σου από τα πλήθη. Το «λάθος» μετατρέπεται στην ιδανικότερη μορφή του «σωστού» , σε κανονικό, αποδεκτό. Σκέφτομαι την απόρριψη ως κάτι που σωρεύεται και κατακάθεται σαν μαύρη χολή στην κοιλιά. Κάποια στιγμή την ξερνάς και τότε γίνεται κάτι πηχτό. Φαντάζομαι αυτή την παχύρευστη μάζα να μετατρέπεται σε μία φωτογραφία. Αποτυπώνει εσένα με λάγνο ύφος και προτεταμένα χείλη σε στυλ πάπιας που καλούν σε παιχνιδιάρικες φαντασιώσεις. Αποτυπώνει το σώμα σου (στριμωγμένο) σε κάποιο εφαρμοστό φόρεμα και τα πόδια σου (πρησμένα) μέσα σε στενά γοβάκια. Στην φωτογραφία δεν διαγράφεται ο πόνος. Ούτε ο κόπος για την προσπάθειά σου να φαίνεσαι τόσο σωστά υπέροχη. Και όμως οι κάλοι στα πόδια σου έχουν αρχίσει να ματώνουν. Δεν μπορείς να με πείσεις για το αντίθετο. Θα συνεχίσω να σε αμφισβητώ.
Δυσκολεύομαι ειλικρινά να καταλάβω αυτό το παιχνίδι της επιδοκιμασίας που στήνεται πάνω σε τυποποιημένους διαλόγους του τύπου «Πόσο όμορφη είσαι γλυκιά μου!» - « Αχ ευχαριστώ! Και εσύ!». Χαρακτηρισμοί βέβαια που μάλλον χρησιμοποιούνται σχεδόν καταχρηστικά εξισώνοντας το όμορφο με το σέξι, το καυτό με το σχεδόν πορνογραφικό. Δεν έχει σημασία να μιλάμε με όρους ομορφιάς, φτάνει να δείχνεις αρκετά σέξι, αρκετά διαθέσιμη.
Η Levy εξηγεί για την κουλτούρα του ξέκωλου: «Το νόημα της κουλτούρας του ξέκωλου δεν είναι ν' ανοίξουμε το μυαλό μας στις δυνατότητες και τα μυστήρια της σεξουαλικότητας. Είναι το να επαναλαμβάνουμε αενάως μια συγκεκριμένη – και ιδιαίτερα εμπορική – συντόμευση του τι είναι σέξι.»
«Το καυτό έχει γίνει το πολιτισμικό συνάλλαγμά μας και πολλοί άνθρωποι περνούν πολύ χρόνο και ξοδεύουν πολύ χρήμα στην προσπάθεια τους να το αποκτήσουν. Το καυτό δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ομορφιά, στην οποία αποδόθηκε αξία σε όλες τις περιόδους της ιστορίας. Καυτό μπορεί να σημαίνει δημοφιλές. Καυτό μπορεί να σημαίνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Αλλά όταν πρόκειται για γυναίκες, καυτό σημαίνει δύο συγκεκριμένα πράγματα: αυτό που μπορεί να γαμηθεί και αυτό που μπορεί να πουληθεί. Είναι τα κυριολεκτικά επαγγελματικά κριτήρια για τα πρότυπά μας, τις σταρ της βιομηχανίας του σεξ.»
Αυτά τα επαγγελματικά κριτήρια αποτελούν πλέον γνωρίσματα του κοριτσιού της διπλανής πόρτας...
«Οι γυναίκες που κατοικούν σ' αυτή την εναλλασσόμενη πραγματικότητα δεν είναι στριπτιζέζ ή πληρωμένες περφόρμερ, είναι παιδιά της μεσαίας τάξης που σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο και βρίσκονται σε διακοπές – ανήκουν στην πλειονότητα.»
Έχουμε «δυναμώσει» αρκετά λοιπόν ώστε να εξαντλούμε τα σώματά μας στα γυμναστήρια και να κάνουμε αποτρίχωση στο μπικίνι και έχουμε κερδίσει το «δικαίωμα» να συμμετέχουμε στην ποπ κουλτούρα. Αυτά είναι τα κεκτημένα του μεταφεμινιστικού κόσμου. Είναι όλα όσα για τα οποία πασχίζεις καθημερινά με κάθε «κλικ» στην φωτογραφική σου ή στο κινητό σου. Όλες αυτές οι φωτογραφίες με βυζιά, κώλους και ύφος "yolo-swag" (ευχαριστώ Κώστα για την προσπάθεια σου να μου εξηγήσεις το περιεχόμενο του όρου J ) έγιναν τα σύμβολα της απελευθέρωσής μας. Για όσους λοιπόν σπεύδουν να μιλήσουν για «δυναμικές γυναίκες» και «ελεύθερο έρωτα» ή για όσους αναγνωρίζουν μια σαφής παραπομπή στην πορνό διασκέδαση ως το μόνο πλέον σημάδι σεξουαλικότητας η Levy το γράφει καθαρά και περιεκτικά: «Ξέκωλες και απελευθερωμένες δεν είναι συνώνυμα.»
«Παρακάμψαμε το σημείο όπου απλώς δεχόμασταν και σεβόμασταν το γεγονός ότι σε μερικές γυναίκες αρέσει να φαίνονται προκλητικές και λάγνες, και αντί γι' αυτό αποφασίσαμε ότι όλες οι γυναίκες που είναι σεξουαλικά απελευθερωμένες θα 'πρεπε να μιμούνται τις στριπτιζέζ και τις πορνοστάρ.»
«Με ποιο τρόπο το να μιμηθούμε μια στριπτιζέζ ή μια πορνοστάρ -μια γυναίκα της οποίας το επάγγελμα είναι πάνω απ' όλα να προσποιείται τη διέγερση- θα μας κάνει σεξουαλικά απελευθερωμένες;», διαβάζω στο βιβλίο της Levy και αμέσως ακούω στο κεφάλι μου τα λόγια της «γλυκούλας» ένα βράδυ ατελείωτης συζήτησης και ρέοντος κρασιού «Δεν είμαι πορνοστάρ ρε φίλε! Και δεν μπορώ να συμμετέχω ως τέτοια στις φαντασιώσεις σου.»
Take back the night «γλυκούλες»!
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.7.2014