Η Φουρνάρισσα άρχισε να τηλεφωνεί στο Δύστροπο. Κατευθείαν για phone sex. Εκείνος αντιστάθηκε. (δηλαδή είπε: «Μα δεν σε γνωρίζω. Θα μου κάνεις τι; Σε ποια στάση; Για λέγε, όχι καλέ, δεν ενοχλείς, για συνέχισε...»). Όλες τις συνομιλίες της κατέγραφε για να της δώσει στην Τσιάουα. Και να της αποδείξει ότι όπως ο Δύστροπος την έσπρωξε τόσο δόλια στην απιστία για να επιβεβαιώσει το μισογυνισμό του κι ότι όλες οι γυναίκες είναι τσούλες, έτσι μπορείς να αποδείξεις πολύ πιο εύκολα την επικρατέστερη γυναικεία άποψη για το άλλο φύλο. (Ε, ότι είναι όλοι μαλάκες.)
Όχι ότι είναι κι όλοι-όλοι - δυο τρεις εξαιρούνται. Τον Στέλιο, έναν άλλον αναγνώστη, δεν τον είχα για μαλάκα. Ήταν απόλυτα ξεκάθαρος με τις σχέσεις του, σχεδόν όσο και η Λελόνα Παξιμαδάκη, η τρανσέξουαλ, στη μνήμη της οποίας γράφω αυτήν τη στήλη. Δέκα χρόνια πριν, ο Στέλιος γνώρισε τη Ντένια, που ήταν ψιλο-νύμφο. Σχέση μαζί της έκρινε ότι δεν γινόταν να κάνει, οπότε την κράτησε για σεξ και μετά από χρόνια παντρεύτηκε μια άλλη που δεν ήταν σεξομανής. Αλλά ήταν «πρήξω». Πού γυρίζεις, γιατί τέτοια ώρα, πού την ξέρεις αυτήν, και γιατί πας γυμναστήριο, και τι θα πει γήπεδο με τους φίλους σου κ.λπ. κ.λπ. Μόλις ο Στέλιος παντρεύτηκε την Πρήξω, η Ντένια πληγώθηκε κι αποφάσισε να αλλάξει. Προσπάθησε να βρει νέα χόμπι για να αντικαταστήσει το σεξ. Πρώτα τα ναρκωτικά και μετά το διάβασμα. Αλλά ούτε το ένα ούτε το άλλο βοήθησαν την αυτοβελτίωσή της. (Bιβλία που διάβασε: Why men love bitches, Why lesbians love bitches, Why mum and dad love bitches, Why governments love bitches, God Save Bitches, Yeah, Bitch!). Ύστερα το έριξε στον αθλητισμό. Πήρε μαθήματα pole dance και τοποθέτησε το στύλο των στρίπερ στη μέση του σαλονιού της. Από εκεί πάνω πατούσε το θυροτηλέφωνο, έδειχνε με το δείκτη πού είναι η κουζίνα να σερβιριστούν τα date της, μετά τον καναπέ, έδειχνε το DVD και το ράφι με τις τσόντες, κι εκείνη δεν κατέβαινε, μόνο έπαιρνε φόρα και στριφογύριζε πιο γρήγορα, βζίου, βζίου, βζίου, μέχρι που ζαλιζόταν κι έπεφτε κάτω ξερή. Νοσηλεύτηκε πολλές φορές στο νοσοκομείο. Το χειρότερο ήταν όταν έβαλε νάρθηκα στο λαιμό, καθώς, προσπαθώντας να βγάλει το στρινγκ της εν κινήσει, έφυγε από το στύλο και καρφώθηκε με το κεφάλι μέσα στο βάζο πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Με αυτά και με τ' άλλα δεν μπορούσε πια να κάνει σεξ γιατί πονούσε παντού, κι η αλήθεια είναι ότι ζάλιζε και τους άντρες με τα στριφογυρίσματα κι όλοι έτρεχαν τουαλέτα να ξεράσουν απ' τη ναυτία. Έτσι η Ντέινα ξυπνούσε πια μόνη, έβαζε τη σατέν λευκή πιτζάμα της, που την είχε κόψει ειδικά για να αφήνει τον έναν ώμο έξω, κι έτσι να μη χρειάζεται κάθε λίγο να τη ρίχνει και καλά, και τους εικοσάποντους κοθόρνους από πλέξιγκλας τους οποίους επέμενε να αποκαλεί «παντόφλες» κι έλεγε «πού είσαι Στέλιο τώρα που άλλαξα;». Κι ένα βράδυ, που ο πιστός τότε Στέλιος είχε πάθει παράκρουση από τη γκρίνια της Πρήξως και περπατούσε μόνος του στους δρόμους, είδε φως στο σπίτι της παλιάς fuck buddy του και μπήκε. Ούτε κατά διάνοια για πονηρό σκοπό. Αλλά η επίσκεψη έγινε έρωτας με τη χιλιοτεσσαρακοστή δέκατη ένατη φορά. Και πρώτα πήγε να κάνει μια μεγάλη κουβέντα στη γυναίκα του και να της ζητήσει διαζύγιο λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων, γεγονός που του κόστισε τη στύση του για τρεις μήνες από αυτά που άκουσε. Έκτοτε δεν τόλμησε να ξανανοίξει κουβέντα κι απλά τα έφτιαξε κρυφά με την Ντέινα. «Και γιατί παντρεύτηκες την Πρήξω» του έλεγε κι η Ντέινα. «Μα εσύ ρε Ντέινα τότε πηδούσες όλο τον κόσμο». «Απλά προσπαθούσα να είμαι χορτασμένη όταν σου αφοσιωθώ» του έλεγε εκείνη. «Ωραία, δείξε μου τώρα έναν άνθρωπο με τον οποίο δεν έχεις πάει» έλεγε ο Στέλιος. Η Ντέινα του έλεγε «ορίστε» και περήφανα του έδειχνε πάνω απ' το στύλο την 55χρονη καθαρίστριά της, τη Μερέντα.
Μια μέρα που η Μερέντα ήταν μόνη της στο σπίτι και καθάριζε, πείνασε, οπότε άνοιξε το ψυγείο να τσιμπήσει κάτι. Γεμάτο το ψυγείο από προσούτο και τυριά, την ξεχασμένη σοκολάτα με παραισθησιογόνα μανιτάρια μέσα στο αλουμινόχαρτο βρήκε να φάει, πιστεύοντας ότι για να είναι καταχωνιασμένη, θα είναι τίποτα πανάκριβο φουά γκρα. Η 55χρονη καθαρίστρια άφησε το σπίτι ορθάνοιχτο και πήρε τους δρόμους αλαφιασμένη για να κάνει το γύρο του κόσμου. Αλλά, μες στο λιώμα της, έτρεχε γύρω γύρω το τετράγωνο μέχρι το βράδυ, όπου και επέστρεψε το ζεύγος στο σπίτι, τη μάζεψε και της έκανε ένεση στην καρδιά.
Πέρα από το ατυχές γεγονός, το ζευγάρι ήταν ήσυχο κι αγαπημένο. Μέχρι που η Μερέντα, μπερδεμένη ακόμη από τις παραισθήσεις κι από το φόβο, και διψώντας για εκδίκηση που την έκαναν ναρκομανή στα γεράματα, πήγε και τα ξέρασε όλα. Στην Πρήξω!
(συνεχίζεται)
σχόλια