Πόσαέντυπα κυκλοφορούν στην ελληνικήεπικράτεια; Ουκ έστιν αριθμός. Εκτόςαπό τα φύλλα του ημερήσιου και εβδομαδιαίουπολιτικού Τύπου, τα αθλητικά φύλλα, τακουτσομπολίστικα έντυπα, τα φρι-πρες,έχουμε τον επαρχιακό Τύπο, τα διαφημιστικά,την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τιςεπαναστατικές μπροσούρες και βέβαιατα κοσμικά περιοδικά, τα λογοτεχνικάπεριοδικά, τα επιστημονικά περιοδικάκαι πάει λέγοντας. Πίσω από κάθε φυλλάδα,όπως ξέρουμε, δραστηριοποιείται ησυγγραφική ομάδα, τα τιμ των γραφιάδωνπου έχουν το γράψιμο επάγγελμα.
Ότανανοίγουμε την εφημερίδα, το μόνο πουδεν μας περνάει από το νου είναι ότι οισελίδες της δεν έπεσαν από τον ουρανόαλλά «γράφτηκαν» από μια σειρά ταχυγράφουςπου έχουν «ιερή» αποστολή να καλύψουντην λευκή σελίδα. Το λευκό κηρύσσεταιεκτός νόμου στα τυπογραφεία. Πίσω μπρος,σύνολο το έντυπο πρέπει να είναι φορτωμένοφράσεις, άρθρα κάθε λογής, σχόλια,αναλύσεις, οπότε σαν την καμήλα, ηεφημερίδα μεταφέρει στον κάθε πελάτητην πραμάτεια της. Είδες τι λέει εδώ;Δικαιολογημένα οι αναγνώστες συγχέουντο λέω με το γράφω, σάμπως η σελίδα ναείναι μιλητή και όχι γραφτή, περίπουσαν ομιλητική αναφορά που καταγράφεταιγια να δημοσιοποιηθεί. Εκτός από τουςεπαγγελματίες μεροκαματιάρηδες, κανείςδεν υποψιάζεται το (φτηνό) μόχθο τουγραφιά που οφείλει πάση θυσία να«παραδώσει» κείμενο, να καλύψει τονχώρο του ώστε η φυλλάδα να πάει στοτυπογραφείο ακέραια.
Ηταχυγραφία (γονατογραφία την έλεγαν οιπαλαιότεροι) καλλιεργήθηκε μέσω τουΤύπου κατά το 19ο αιώνα και είχε πολλάεκλεκτά θύματα - με πρώτο και καλύτεροτον Παπαδιαμάντη. Τότε διαμορφώθηκεκαι το ιδιότυπο συγγραφο-προλεταριάτοπου απαρτιζόταν από εγγράμματους οιοποίοι δεν είχαν άλλο πόρο ζωής. Τοβιβλίο -λογοτέχνημα ή επιστημονικόσύγγραμμα- απαιτεί χρόνο, γράψιμο καιξαναγράψιμο, ωρίμανση, έχει συμπεριφοράγυναίκας που δεν παραδίδεται εύκολα,ζητάει συνεχώς χρόνο, σε αντίθεση δηλαδήμε το δημοσιογραφικό καθήκον που θέλεικονδυλοφόρους (ή υπολογιστές) που ξεχνάνετο σβήσιμο (το μυστικό της γραφής) καιψηφίζουν μονοκούκι το γράψιμο και μόνο.
Έτσιη έλλειψη χρόνου έγινε και το μέγα άλλοθιτων ταχυγράφων. Αν είχα χρόνο θα έγραφακαλύτερα, θα ανακάλυπτα διαφορετικά τοθέμα μου, θα, θα, θα. Το σημαντικό ενπροκειμένω δεν είναι το άλλοθι -ο Λούθηροςμετέφρασε τα Ευαγγέλια μέσα σε λίγεςεβδομάδες- αλλά η διαμόρφωση τουσυγγραφο-προλετάριου γραφιά ο οποίοςβρέξει χιονίσει οφείλει να παραδώσεικείμενο, γράφοντας ακόμη και πάνω στομάρμαρο του τυπογράφου. Σήμερα υπάρχουνδημοσιογράφοι που -γάτες μοναχές- μπορούνεν ανάγκη να καλύψουν μεγάλη γκάμαθεμάτων και να γράψουν -ο λόγος το λέει-όλη την εφημερίδα, από οικονομικές καιπολιτικές σελίδες μέχρι αθλητικά καικοσμικά.
Οιάποροι συγγραφείς, αυτοί που πουλάνεκομμάτι κομμάτι τον καθημερινό εαυτότους, ξέρουν ότι λεφτά παντελονάτα μόνοαπό τον Τύπο μπορούν να πάρουν. Αν λοιπόνέχουν και το μαράζι της «καλής» γραφής,δεν κηρύσσουν πτώχευση φιλοδοξιών ήαπόλυτη πενία (σαν τον Λάγιο), προτιμούννα συμβιβαστούν με το διχασμόπροσωπικότητας. Στην εφημερίδα θα γράφωσαν παραδουλεύτρα, με το έτοιμο μυαλό,συγχρόνως όμως με το βαθύτερο μέρος τουεαυτού μου θα καταγίνομαι στο «έργο».Μοιάζουν δηλαδή με κάτι νέους μουσικούςπου έχουν σπουδάσει στο Ωδείο σοβαρήμουσική, αλλά για τα προς το ζην παίζουνκάθε βράδυ στα λαϊκά κέντρα μπουζουκοτράγουδα.Η πενία τέχνας κατεργάζεται, γνωστόαυτό, μόνο που η πολλή κατεργασίαεμφανίζει ύποπτα συμπτώματα, όχι πελάγραή τριταίο πυρετό, παρά άδηλες κατολισθήσειςτου θυμικού, θαμπάδες στο συναίσθημα,αθέλητες επαναλήψεις και λεκτικούςπληθωρισμούς.
Ηκαλή γραφή είναι μυγιάγγιχτη· ό,τιγράφει δεν το ξαναγράφει. Περνάει βάσανασάμπως να γεννάει τετράδυμα. Άρα θέλειχρόνο, ελευθερία, χειμέριες νάρκες,πλοηγικές βοήθειες από εσωτερικέςπηγές, στην ανάγκη κι η μύτη της να πέσειδεν σκύβει. Πώς να παραδοθεί λοιπόν στηνκαθημερινή συνάφεια και στο εύκολοαλισβερίσι; Άλλωστε η οικονομία τηςγλώσσας κάθε λίγο και λιγάκι ανάβεικόκκινο. Πόσες ευτυχείς μεταφορές μπορείνα εφεύρει ένας άνθρωπος; Πόσα σχήματαλόγου; Για να γράψεις ένα Σύσσημον πρέπεινα τραβάς κουπί διά βίου.
Εντούτοιςη γλώσσα (πάντα εφετζού) δεν δημιουργήθηκεγια να μπει σε γυάλα· μπορεί ο λογοτέχνηςνα είναι «κλέφτης» πολύτιμων λίθων,αλλά ολόγυρα ο κοσμάκης παραδίδεταιάνευ όρων στην πληθωρική συνεννόησηκαι ασυνεννοησία. Τα κεραμίδια τα βαστάειο Θεός ξεκάρφωτα. Μέσα στην ασυνάρτητηκαι χαοτική καθημερινότητα, όπου παύεινα ισχύει το «να κάνω πίσω ντρέπομαι ναπάω μπρος φοβάμαι», ο συγγραφο-προλετάριοςανακαλύπτει ένα διαφορετικό μυαλό,γυρίζει το ζυμάρι διαρκώς, ανοίγει φύλλοανά πάσα στιγμή, στην ανάγκη κάνει τοεύκολο δύσκολο και το δύσκολο εύκολοαθετώντας την αρχή της μικρότερηςπροσπάθειας.
Εφόσονοι ομιλητές εξαντλούνται κάποτε αλλάη γλώσσα όχι, κάνει τη δεινή του κατάστασημούσα και το χάλι του δεύτερο μυαλό.Μέσα στο σαβουροπάζαρο που καταβροχθίζειτον εαυτό του και παραδόξως διαρκώςυγιαίνει, ενσαρκώνει τον άνθρωπο πουακούει την πρώτη σκέψη, μεταναστεύειστη δεύτερη, κρυφοπατάει στην τρίτηέχοντας την έμμονη υποψία ότι εκτελείαποστολή. Όλοι αναβαπτίζονται, έστω μεαποπλύματα. Ο επιλαχών πατάει σε σάπιοσανίδι, αν έχει όμως συνείδηση τηςσαπίλας μπορεί να τον ελεήσει η κακήτου τύχη και να ανέλθει στο υπερώο τουεαυτού του. Άλλωστε ο καθένας γίνεταιό,τι είναι.
σχόλια