Μέσαστημεγαλούπολη ή στην τερατούπολη πουαποτελεί την ταυτότητα της νέας εποχής,τι μπορεί να αναγνωρίσει ο τυχαίοςπεριπατητής στη θέα ενός όποιουπεραστικού; Κατά την άποψη του φυλετισμού,του κοινοτικού πνεύματος και τηςεθνοτικότητας τα πάντα· κατά την άποψηόμως του φιλελευθερισμού, της ατομικότηταςκαι του κοινωνικού συμβολαίου τίποτεάλλο από μια συμπτωματική επανάληψη.Κάθε απόπειρα να αναγνωρίσουμε κάτιοικείο πάνω στο μίστερ χ αυτόματα μαςκαθιστά υπεύθυνους για λογής λογήςπαραβάσεις.
Ότανστους σταθμούς του υπόγειου σιδηροδρόμουοι υποψήφιοι επιβάτες στέκονταιαντικριστά στις αποβάθρες αναμένοντας,κατά κανόνα ο μαύρος διακρίνει τονμαύρο, ο Kινέζοςτον Kινέζο,ο Iταλόςτον Iταλό,ο νησιώτης το νησιώτη. Τι πιο φυσιολογικό;Εντούτοις το πρωτεύον σε αυτή τη διάκρισηδεν είναι η διαφορά (α,κι αυτός δικός μας είναι...) αλλάτο καθεστώς της εξωτερικής εξομοίωσηςόπου η ιδιάζουσα προσωπικότητα ανήκειστον εαυτό της, ενώ η ιδιότητα του«πολίτη» ή του «τουρίστα» της προσδίδειαδιαμφισβήτητο κύρος και ανεξαρτησία.
Κατάμια έννοια η μοντέρνα εποχή άρχεται μετη συγκρότηση των μεγάλων πόλεων. Δενεννοούμε την πόλη εκατοντάδων χιλιάδωνκατοίκων που ουσιαστικά απαρτίζει ένασυνονθύλευμα χωριών αλλά την πολυφυλετική,πολυγλωσσική και πολυθρησκευτική πόληόπου έχει καταργηθεί οριστικά ο παλαιόςιστός. Στη μικρή πλατωνική ή ρουσωικήπολιτεία αρχιβασικό γνώρισμα τωνκατοίκων είναι ότι όλοι γνωρίζονται εξόψεως, εξ αίματος ή εκ συνεργασίας.Αντίθετα στην απελευθερωμένη πόλη τουεμπορίου -των μεγάλων δρόμων, των τρένωνκαι των αεροδρομίων- η όραση έχει χάσεικάθε αναγνώριση.
Όλοικοιτάζουμε, αλλά κανένας δεν βλέπει.Στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη ή στο Πεκίνοέρχεσαι σε οπτική επαφή με τους«ανθρώπους», με το μέγα πλήθος που θέλεινα μιλήσει μια γλώσσα, να αποκτήσει τουςίδιους τρόπους και, ει δυνατόν, να μπειο ένας στη θέση του άλλου. Η πρόσμιξηαποτελεί ιερό δικαίωμα. Λευκός καιμαύρη, Ασιάτης και Ισπανός, Ινδός καιΑμερικάνα γεννούν την ίδια τους τηναιματολογική συναίρεση. Μπορεί να μηντο αντιλαμβανόμαστε ή να μη θέλουμε νατο προσέξουμε, εντούτοις κάθε πολυφυλετικήοικογένεια υποσκάπτει τελεσίδικα τουςεδραιωμένους κώδικες του παρελθόντος.Η θρησκεία ανθίσταται, η γλώσσα το ίδιο,η καταγωγή, το χρώμα και το σώμα παραταύτα,έθιμα αιώνων, συνήθειες που έχουνταυτιστεί με τους τόπους, τις θυσίεςκαι τους θανάτους σαρώνονται κυριολεκτικάαπό την έλευση μεταναστών οι οποίοιμετατρέπουν την ταυτότητα και τη διαφοράσε πληθυσμιακή επιδημία.
Ο«άλλος»πλέον ενσαρκώνει το πολύ μακριά και τοπολύ κοντά. Πού τον συναντούμε; Στοσχολείο, στο εστιατόριο, στους τόπουςδιασκέδασης, σε γήπεδα και σε πισίνες,στους τόπους εργασίας, ανάπαυσης, στιςαγορές και στις διακοπές. Στα βρεφοκομείαόσο και στα νεκροταφεία. Ενώ λοιπόν κατάπαράδοση ο άνθρωπος ανήκε στο παρελθόντου, ήταν δημιούργημα του τόπου και τωνπρογόνων, ο 20ός αιώνας ίδρυσε τη μετακίνησηκαι την εξομοίωση υπό τύπον νεοπαγούςπολιτικού συστήματος.
Ανέχουμε να κάνουμε με το φαινόμενο μιαςνέας ανθρωπότητας, ευνόητο είναι ναφανταστούμε και νέα γλώσσα, νέα θρησκεία,νέα ήθη, νέες ελευθερίες, νέες σκλαβιές,πιθανώς και νέες πολιτικές αρχές. Κυρίωςένα νέο συνειδός που να είναι σε θέσηνα ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Λόγουχάρη αν φανταστούμε αυτούς τους ανθρώπουςάγλωσσους, άθρησκους, απάτριδες, άνευπατροπαράδοτων εθίμων, με μόνο κατάλοιποτου παρελθόντος το σώμα τους και ενίοτετην ενδυμασία, τότε η μεγαλούπολη, απόφιλόξενο ξενοδοχείο, κινδυνεύει νακαταντήσει τερατώδης πανσπερμία πουτείνει να μιμηθεί τη Βαβέλ.
Οικοινωνικοί παρατηρητές ποντάρουν στηνπροσαρμοστικότητα του ανθρώπου· πράγματιη δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη γενιάλύνουν το πρόβλημα διά της μιμήσεως καιτης εξομοιώσεως. Αν πάλι σκεφτούμε τουςτρόπους με τους οποίους αμύνονται οιεκάστοτε ντόπιοι, διαπιστώνουμε ότι,θέλοντας και μη, επιστρέφουν δίβουλοιστα παλαιά και παραδεδεγμένα. Οικοινότητες ξαναστήνονται στις μεγάλεςπόλεις με άλλα μέσα βέβαια, με διαφορετικέςδιαβουλεύσεις, πάντως η βαθύτητα τουπαρελθόντος δεν πέφτει στη λήθη. Ενώ ηαντιπροσωπευτική δημοκρατία χάνει ταερείσματά της και αντιμετωπίζεται μεκόρο και περιφρόνηση, οι κατά τόπουςκινητοποιήσεις βρίσκουν πρόθυμουςπολίτες. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας,ο δήμαρχος, ο λυκειάρχης, ο γιατρός καιο γειτονικός μπάτσος είναι πιο «πολιτικοί»από τους επαγγελματίες πολιτικούς.
Εντούτοιςτο φάτσα με φάτσα, το πρόσωπον προςπρόσωπον επιμένει και ανθίσταται. Ηβαθύτητα των κοινωνιών δεν μπορεί ναείναι απλώς οικονομική, διαχείριση τωναναγκών μέσα στο απέραντο ανθρωποτροφείο.Έστω και αν δεν επιμένουμε στην ιδέαότι κάθε κοινωνία διέπεται από τηνιδιάζουσα μεταφυσική της (πάντασυνυφασμένη με τους νεκρούς και τηνιστορία της), τουλάχιστον μπορούμε νατονίσουμε ότι η ηθικότητα, η εθιμικότητα,ένας κάποιος κοινοτικός εαυτός απομένειμέγα πρόβλημα. Ο άνθρωπος δεν ταυτίζεταιμε το άθροισμα των πραγμάτων που τονζουν και τον πεθαίνουν. Απέναντι στονξένο που έγινε οικείος, στον αλλόγλωσσοπου έγινε ομόγλωσσος και στον ετερόθρησκοπου παρέμεινε ετερόθρησκος απομένειτο αίτημα του άλλου ανθρώπου - που όσοτον σκέπτεσαι παραμένει γρίφος. Πιοβαθύς από σένα απλά και μόνο επειδήείναι «άλλος».
σχόλια