Η περίφημη φράση, τίτλος ποιήματος του Γ. Σεφέρη («Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»), χρησιμοποιήθηκε συχνά τις τελευταίες δεκαετίες για να στιγματίσει την εγκατάλειψη των «χαμένων πατρίδων» από τη μητέρα Ελλάδα, για την αδιαφορία της απέναντι στους Έλληνες του εξωτερικού. Σήμερα, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί: όπου και να ταξιδέψεις έξω από τη χώρα, η Ελλάδα, καλύτερα οι Έλληνες, σε θεραπεύουν.
Έτσι, το Σαββατοκύριακο που βρέθηκα στο Βέλγιο πήρα βαθιές ανάσες. Το Σάββατο, στη Λιέγη, έπεσα σε δύο εκδηλώσεις με Έλληνες πρωταγωνιστές. Στην γκαλερί του στην πόλη, ο γνωστός ζωγράφος Κώστας Λευκόχειρ διοργάνωνε ένα ειδικό τριήμερο, πουλώντας έργα για τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος βοήθειας στο Τόγκο, μια ξεχασμένη χώρα της Αφρικής. Το πρόγραμμα αυτό, με το οποίο πραγματοποιούνται δράσεις για την ανάπτυξη σε μια φτωχή περιοχή της παλιάς γαλλικής αποικίας, γίνεται με πρωτοβουλία του Βελγικού Ινστιτούτου IRFAM (Ινστιτούτο Έρευνας, Εκπαίδευσης και Δράσης για τη Μετανάστευση-Μετακινήσεις Πληθυσμών), το οποίο έχει ιδρυθεί με πρωτοβουλία ενός άλλου Έλληνα, του Σπύρου Αμορανίτη.
«Η δράση μας είναι εμπνευσμένη από την ιστορία του κοτσυφού» – έτσι αποκαλούν τον κότσυφα στην Κρήτη, όπου ο κ. Αμορανίτης έχει γεννηθεί. «Ο κοτσυφός, λοιπόν, καθόταν πάνω σε ένα κλαδί, μετρώντας τις νιφάδες του χιονιού. Στη νιφάδα αριθμός τρία εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες και κάτι το κλαδί έσπασε. Και τότε ο κοτσυφός πέταξε ψηλά, γιατί κατάλαβε ότι μια νιφάδα μπορεί να κάνει τη διαφορά. Έτσι κι εμείς, μπορεί να έχουμε μικρές δυνάμεις, αλλά ξέρουμε ότι έχει σημασία το μικρό λιθαράκι που βάζουμε».
Το Σάββατο το απόγευμα, σε μια άλλη συνοικία της Λιέγης, συνεχιζόταν επί ώρες οινογνωσία με ελληνικά κρασιά. Στην οινοθήκη «Ελληνικό Σπίτι», ο Σπύρος Αμορανίτης παρουσίαζε μια ντουζίνα ελληνικά κρασιά σε δεκάδες προσκεκλημένους, Βέλγους και Έλληνες της Διασποράς, φίλους της Ελλάδας, λάτρεις ποιοτικών ελληνικών κρασιών, Έλληνες μετανάστες και σήμερα υπαλλήλους στο υπουργείο Οικονομικών του Βελγίου (που 'σαι βελγική Χρυσή Αυγή, να εξετάσεις το DΝΑ τους και να τους πετάξεις έξω). Στην αγορά μίας χώρας όπως το Βέλγιο, όπου η γαλλική επιρροή είναι μεγάλη και τα κρασιά της πασίγνωστα, ο Αμορανίτης κατάφερε να προωθήσει τα ελληνικά. Το «Νέος», ένα γνωστό εστιατόριο στη Λιέγη, με γευστικά, ραφιναρισμένα ελληνικά πιάτα σερβίρει μόνο ελληνικά. «Πήγα στον ιδιοκτήτη, του ζήτησα να κάνουμε ένα "τυφλό" τεστ (με κρυμμένες ετικέτες) και να διαλέξει το καλύτερο κρασί», εξηγεί ο Σπύρος. Μια ακόμα νιφάδα είχε πέσει στο Βέλγιο.
Στην πρωτεύουσα, την Κυριακή το πρωί, στις φιλοσοφικές συναντήσεις του Ελληνικού Κύκλου Σύγχρονων Μελετών ο τίτλος ήταν «Παλαμάς Revisited». «Ξαναδιαβάζουμε τον ποιητή και μέσα από αυτόν τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη και τον Διαφωτισμό», εξηγεί ο Μανόλης Αλεξάκης, ένας από τους εισηγητές. «Με στόχο τον προσδιορισμό της ταυτότητας του νέου ελληνικού κράτους». Το βράδυ της Κυριακής, ο Ελληνικός Κύκλος παρουσίασε σε ένα θέατρο ένα δικό μου ντοκιμαντέρ για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, για να ακολουθήσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση με καμιά εκατοστή θεατές. Δευτέρα, το διάλειμμα τελείωσε. Τα κεφάλια μέσα.
Υστερόγραφο αφιερωμένο στους θιασώτες των δικτατοριών:
«Ρε, τι σου 'κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει;»
Ο Γ. Σεφέρης διηγείται ένα περιστατικό που έτυχε στον Νίκο Γκάτσο:
Γύριζε τον χειμώνα του '36 στο σπίτι του από μια ταβέρνα. Ήμουνα στην Κορυτσά και είχα στείλει στην Αθήνα, σε χειρόγραφο, το «Με τον τρόπο του Γ.Σ.». Κατά κακή του τύχη –μολονότι πολύ αθώος, είχε κάποτε ύφος φοβερά βλοσυρό– τον έπιασαν και τον πήγαν στο τμήμα. Τον έψαξαν. Στην τσέπη του βρήκαν το χειρόγραφο.
-Ρε, τι σου 'κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει; Κομμουνιστής, ε;
-Μα, κύριε αστυνόμε, δεν το 'γραψα εγώ αυτό, το 'γραψε ο κ. Σ. που είναι πρόξενος.
-Πρόξενος, ε; Τέτοιους προξένους έχουμε. Γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου. Ευτυχώς, βρέθηκαν στις τσέπες του και κάτι άλλα της ίδιας τεχνοτροπίας, που αφόπλισαν τους φρουρούς της ησυχίας μας:
-Σ' αφήνουμε, μωρέ, γιατί είσαι βλάκας, του είπαν όταν τα διάβασαν.
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ', από το βιβλίο «Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες», Εκδόσεις Ίκαρος
σχόλια