Η καταγωγή της μας ρίχνει βαθιά στις διακλαδώσεις των πλέον παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών της Ευρώπης, αφού πατέρας της ήταν ο Joseph de Riquet de Caraman, 18ος πρίγκιπας του Chimay (1836-1892), και η μητέρα της ήταν γόνος του περίφημου από τον Μεσαίωνα οίκου των Montesquiou-Fézensac. Ήταν εγγονή της περίφημης Thérésa Cabarrus που, αν και μεγάλωσε στην Αυλή του βασιλιά Ιωσήφ Ι της Ισπανίας, κατέληξε μούσα των οπαδών της Γαλλικής Επανάστασης, και μάλιστα της εποχής το Διευθυντηρίου, ως Madame Tallien. Ο Ροβεσπιέρος την έκλεισε φυλακή λόγω του αριστοκρατικού παρελθόντος της, ωστόσο η Τερέζα γλίτωσε και συνέχισε την περιπετειώδη ερωτική ζωή της με νέο πάθος, ώσπου, με τον τελευταίο γάμο της, ξαναβρέθηκε στο περιβάλλον που ταίριαζε στην καταγωγή της – έγινε πριγκίπισσα του Σιμέ.
Δεν ήταν μόνο οι εκπληκτικές τουαλέτες της που την έκαναν ξεχωριστή αλλά όλο αυτό που εξέπεμπε – ευφυΐα και εκλεπτυσμένο γούστο, ντυμένα μέσα στα σατέν, τα βελούδα, τις δαντέλες, τις γούνες, σε σύννεφα από τούλι, σιφόν και φτερά, χρωματικά εναρμονισμένα και ακολουθώντας πάντα τις πλέον ενδιαφέρουσες προτάσεις των καλύτερων μόδιστρων της εποχής.
H εγγονή της ήταν άλλου τύπου περίπτωση. Η Ελίζαμπεθ παντρεύτηκε το 1881 τον πλούσιο κόμη Γκρεφίλ, της βελγικής οικογένειας τραπεζιτών, άνδρα οξύθυμο και άπιστο. Η ίδια, παρά τη μελαγχολία της, που διέκριναν φίλοι και θαυμαστές της, δεν έδωσε αφορμές για να συζητηθεί. Διατηρώντας σαλόνι περιζήτητο στο μέγαρο της Rue d’ Astorg (αλλά και στο εξοχικό της, το… Château de Bois-Boudran, και στη βίλα της στη Διέππη), σπανίως δειπνούσε έξω, αλλά κάθε κοσμική εμφάνισή της ήταν γεγονός που συζητούνταν. Δεν ήταν μόνο οι εκπληκτικές τουαλέτες της που την έκαναν ξεχωριστή αλλά όλο αυτό που εξέπεμπε – ευφυΐα και εκλεπτυσμένο γούστο, ντυμένα μέσα στα σατέν, τα βελούδα, τις δαντέλες, τις γούνες, σε σύννεφα από τούλι, σιφόν και φτερά, χρωματικά εναρμονισμένα και ακολουθώντας πάντα τις πλέον ενδιαφέρουσες προτάσεις των καλύτερων μόδιστρων της εποχής.
H κόμισσα Γκρεφίλ είχε στενές σχέσεις με διακεκριμένους καλλιτέχνες και επιστήμονες. Προώθησε δημιουργούς όπως ο Ροντέν και ο ζωγράφος Γκιστάβ Μορώ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, ο προστατευόμενός της συνθέτης Γκαμπριέλ Φορέ της αφιέρωσε την περίφημη Pavane, οp 50. Επιπλέον, συγκέντρωνε κεφάλαια τα οποία διέθετε για να ανεβαίνουν στο Παρίσι παραστάσεις όπερας (π.χ. το «Τριστάνος και Ιζόλδη» και το «Λυκόφως των Θεών» του Βάγκνερ), παραστάσεις των Ρωσικών Μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ ή της Ισιδώρας Ντάνκαν.
Γυναίκα που βρισκόταν σε ανταπόκριση με τις ανάγκες της εποχής της, χρηματοδότησε τη Μαρία Κουρί για το Ινστιτούτο Ραδίου, όπως και τον φυσικό και ιατρό Εντουάρ Μπρανλί για να συνεχίσει τις έρευνές του πάνω στην ασύρματη τηλεγραφία. Ασχολήθηκε με τα δικαιώματα των γυναικών και υπήρξε φίλη σημαντικών πολιτικών, του Κλεμανσό, του Αριστίντ Μπριάντ, του Λεόν Μπλουμ – όπως όλα τα ανοιχτά μυαλά της εποχής, πήρε το μέρος του Ντρέιφους όταν ξέσπασε η γνωστή υπόθεση που δίχασε τη Γαλλία.
Hταν μάλλον φυσικό που η Ελίζαμπεθ ενέπνευσε ζωγράφους, φωτογράφους, συγγραφείς. Ο Μαρσέλ Προυστ έγραψε στον ξάδελφό της, δανδή ποιητή Robert de Montesquiou: «Δεν υπάρχει τίποτα δικό της που να μπορεί να βρεθεί σε άλλη γυναίκα. Το μυστήριο της ομορφιάς είναι στη λάμψη, στο αίνιγμα των ματιών της. Δεν έχω ξαναδεί γυναίκα τόσο όμορφη όσο αυτή». Στην κόμισσα Γκρεφίλ, άλλωστε, οφείλει πολύτιμα στοιχεία της δούκισσας του Γκερμάντ από το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» (αν και δεν ήταν η μόνη, αφού μια άλλη καλλονή της Μπελ Εποκ, η χήρα του Ζορζ Μπιζέ, Ζενεβιέβ, μετέπειτα Στράους, φαίνεται ότι αποτέλεσε επίσης πηγή έμπνευσης του συγγραφέα).
Το 1883 η κόμισσα Γκρεφίλ φωτογραφήθηκε από τον γιο του Φελίξ Ναντάρ, Πολ, διάδοχό του στη διεύθυνση του στούντιο και στην απαράμιλλη τεχνική των φωτογραφικών πορτρέτων. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες, εκτός από τον Ναντάρ, όλοι οι σημαντικοί μετρ του Παρισιού (Reutlinger, Otto, Waléry) θα την απαθανατίσουν με υπέροχες τουαλέτες, να ωριμάζει και να ομορφαίνει παρά το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου. Πολλές απ’ αυτές τις φωτογραφίες κοσμούν τη συλλογή του Μουσείου Γκαλιερά.
Mεγάλο μέρος της γκαρνταρόμπας της κόμισσας Γκρεφίλ δώρισαν οι απόγονοί της στο Μουσείο Γκαλιερά, όπου το 2015 εκτέθηκαν για πρώτη φορά πενήντα φορέματα και σύνολα ξεχωριστής ομορφιάς, σχεδιασμένα από τους καλύτερους οίκους μόδας – και, κυρίως, από τον αγαπημένο της κόμισσας, Worth, τον πρώτο παρισινό οίκο υψηλής ραπτικής. Σχέδια, υλικά, λεπτομέρειες, ένα προς ένα, τα ρούχα της κόμισσας με τη λεπτή-σα-δαχτυλίδι μέση «εξηγούν» γιατί θεωρείται ιέρεια της παρισινής μόδας και του καλού γούστου για μισό αιώνα. Προσέχοντας τις βαρύτιμες τουαλέτες της κατανοείς τι θέλει να πει ο Σαρλ Μποντλέρ όταν γράφει:
«Ποιος ποιητής θα τολμούσε, στην περιγραφή της απόλαυσης που προκαλεί η εμφάνιση μιας καλλονής, να ξεχωρίσει τη γυναίκα από τη φορεσιά της; Ποιος άνδρας που, στον δρόμο, στο θέατρο, στο δάσος, δεν απόλαυσε με τον πιο ανυστερόβουλο τρόπο, μια σοφά φτιαγμένη τουαλέτα, και δεν πήρε μαζί του μια εικόνα της αξεχώριστη από την ομορφιά εκείνης στην οποία ανήκε, κάνοντας έτσι τα δύο, τη γυναίκα και το φόρεμα, μια αδιαίρετη ολότητα;» (Από το «Ο ζωγράφος της μοντέρνας ζωής», 1863).