Μ' εκείνες τις μικρές παραβολές που ο Μπρεχτ συγκέντρωσε στις Ιστορίες του κ. Κόυνερ θα μπορούσε, νομίζω, να συγκριθεί ένα ανέκδοτο που θυμάμαι απ' τα παιδικά μου χρόνια και που έχει ως εξής: μια υπηρέτρια, ξεσκονίζοντας, βρίσκει ένα χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών και το δίνει στην κυρία του σπιτιού, που εντυπωσιάζεται ευχάριστα· σε μια επίδειξη γενναιοδωρίας, η κυρία τής παραχωρεί τα χρήματα σαν ανταμοιβή «για την τιμιότητά της», όπως εξηγεί – ως εδώ καλά. Δύο εβδομάδες αργότερα, η κυρία χάνει ένα δεύτερο χιλιάρικο και ρωτάει την υπηρέτρια αν το βρήκε. «Το βρήκα» παραδέχεται αυτή, «αλλά το κράτησα για την τιμιότητά μου». Καθόλου αστείο.
Τηρουμένων των αναλογιών, ο ΣΥΡΙΖΑ κράτησε τη διακυβέρνηση της χώρας για την τιμιότητά του, μολονότι ήταν φως φανάρι ότι δεν θα κατάφερνε να τιμήσει ούτε μία απ' τις ουσιαστικές υποσχέσεις που είχε δώσει προεκλογικά. Το καλοκαίρι έχασε μια μοναδική ευκαιρία, που εκ των υστέρων φαντάζει μυθιστορηματική, να σώσει την τιμή της Αριστεράς, παραιτούμενος, εφόσον είχε προσκρούσει στο τείχος των αντιρρήσεων των δανειστών, και να δείξει έτσι ότι το περιλάλητο «αριστερό όραμα» ήταν όντως ένα ρωμαλέο ανθρωπιστικό αίτημα, δηλαδή κάτι δυναμικά αντίθετο τόσο στη σύσφιξη του διαχειριστικού βρόχου των εταίρων όσο και στην εν γένει παρακμή της πολιτικής ως διαπλαστικής μήτρας δημιουργικών αντιθέσεων. Αντ' αυτού, κατέληξε να ενσαρκώσει μια σκανδαλώδη στάση που δίκαια θα μπορούσε να επαινεθεί ως παγκόσμια πρωτοτυπία: παρουσίασε τον εαυτό του σαν το κόμμα που κατόρθωσε να πετύχει την ασυμφωνία λόγων και έργων εν ονόματι ειδικά της τιμιότητας!
Μολονότι η, ένεκα μνημονίου, 100% δεξιά διακυβέρνηση της οιονεί αριστερής Κυβέρνησης κάνει τη λογική να εξεγείρεται, οι ιδεολογικοί πανηγυρισμοί για την άμωμη σύλληψη του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς συνεχίζονται λες και δεν τρέχει τίποτα.
Κατά τα λοιπά, στην πολιτική, όπως και οπουδήποτε αλλού, οι σημασίες πηγάζουν, το ξέρουμε, απ' τις διαφορές, για παράδειγμα απ' τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ επιθυμητού και αναγκαίου, μεταξύ εκείνου που ισχυρίζεται ότι επιδιώκει ένας πολιτικός οργανισμός ώστε να αποσπάει την εύνοια του πολίτη και εκείνου που εντέλει επιτυγχάνει να πραγματοποιήσει υπό την πίεση των περιστάσεων. Αυτή η διαφορά ανάμεσα στις εξαγγελίες και στις πράξεις, στις αγέρωχες κορώνες και στις αντιδημοφιλείς αποφάσεις, στις υψιπετείς διαβεβαιώσεις και στους μελαγχολικούς συμβιβασμούς κατά την προσγείωση, η σημασία αυτή, που για να είμαστε ειλικρινείς προκύπτει απ' την απόκλιση ανάμεσα στο ατομικό και στο κοινωνικό συμφέρον, είναι επίσης, και αναπόφευκτα, η διαφορά που καθορίζει την αξιοπιστία κάποιου και που, σαν τέτοια, αποτελεί τον βηματοδότη της αστικής δημοκρατίας, όπου υποτίθεται ότι ανακαλείται κανείς από μια θέση ευθύνης εφόσον αποδειχτεί ασυνεπής. Μέχρι πρότινος, η συνήθως κραυγαλέα αντίθεση επιθυμητού και αναγκαίου διασκεδαζόταν με ποικίλους τρόπους, φέρ' ειπείν με το να προκαλείται, αναδρομικά, συσκότιση γύρω απ' το επιθυμητό ή να σκηνοθετείται η πλασματική σύγκλιση επιθυμητού και αναγκαίου όπως δίδαξε ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός ή να παρουσιάζεται το αναγκαίο ως αναπότρεπτο θερμό επεισόδιο στον οδικό χάρτη των επιθυμιών της εκλογικής πελατείας, ούτως ώστε η κάθε Κυβέρνηση να αγοράζει χρόνο υποσχόμενη στους πληγέντες πολεμικές αποζημιώσεις. Τώρα;
Τώρα, εδώ, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, περίπτωση επαναλαμβάνω μοναδική, η αντίφαση ούτε επιλύεται, όπως σε περιόδους ευημερίας, ούτε γεφυρώνεται, έστω κακήν κακώς, όπως σε περιόδους κρίσης, ούτε διαψεύδεται, όπως ας πούμε στις χώρες του Βορρά, στων οποίων την κουλτούρα το αναγκαίον είναι και επιθυμητόν εξ υποθέσεως: όχι· εδώ η αντίφαση, επισήμως, καταργείται ως τέτοια ένα πρωί με νομοθετική πράξη, και οι δύο αντίθετοι πόλοι συγκατοικούν πλέον στην ίδια αλλόκοτη μορφή παράλληλης αμοιβαιότητας: το επιθυμητόν, δηλαδή η ανακούφιση των ασθενέστερων, παραμένει μεγαλοπρεπώς μια διακήρυξη που πλανάται στον αέρα ως αντιμνημονιακή απροθυμία ανάληψης της περίφημης «ιδιοκτησίας» του προγράμματος, και σε πείσμα του θριαμβεύοντος αναγκαίου, δηλαδή της λιτότητας που συνοδεύει τις εμπράγματες δηλώσεις υποταγής στον ρεαλισμό των Γερμανών· έτσι τα μεθεόρτια εξελίσσονται σε περιβάλλον γενικευμένης κώφωσης. Μολονότι η, ένεκα μνημονίου, 100% δεξιά διακυβέρνηση της οιονεί αριστερής Κυβέρνησης κάνει τη λογική να εξεγείρεται, οι ιδεολογικοί πανηγυρισμοί για την άμωμη σύλληψη του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς συνεχίζονται λες και δεν τρέχει τίποτα.
Και ούτω καθεξής: όσο πιο φανταχτερή η σχέση δυσαρμονίας που συνδέει τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ με την ιδεολογική του ταυτότητα, τόσο η δυσαρμονία διατυμπανίζεται λοξά προς όλες τις κατευθύνσεις εν είδει ανδραγαθήματος μαζί με τα θερμά επαναστατικά συλλυπητήρια εκ της Διευθύνσεως για τις απώλειες που η ίδια η Διεύθυνση προκάλεσε! Με δυο λόγια, σε ό,τι αφορά την απορρόφηση του πολιτικού κόστους, ο ΣΥΡΙΖΑ κυριολεκτικά πουλάει τρέλα. Έκτοτε, κινούμενος σ' αυτήν τη γραμμή της ανελέητης αποσυναρμολόγησης των σημασιών, δεν κάνει τίποτ' άλλο απ' το να επιτίθεται στα τελευταία υπολείμματα πολιτικής σκέψης και, απ' αυτή την άποψη, είναι ένα κόμμα του μέλλοντος.