Η Μίλενα Γιέσενσκα δεν ήταν μόνο μια γυναίκα που περιφερόταν ανένταχτη και ανυπότακτη σαν λυσσασμένη αμαζόνα στην καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης για να καταλήξει, τελικά, έγκλειστη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά και αυτή που με το παράδειγμά της γέννησε πλείστες αναφορές και εμβληματικές βιογραφίες. Χαρακτηριστική είναι αυτή της συγκρατούμενής της Μπούμπερ-Νόιμαν, η οποία αποτέλεσε τον βασικό άξονα του βιβλίου Μίλενα από την Πράγα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη σε μετάφραση Τούλας Σιετή, επιμέλεια-επίμετρο Αδριανής Δημακοπούλου, θεώρηση κειμένων Μήνας Πατεράκη-Γαρέφη και επιλογή εικόνων της εκδότριας Γιώτας Κριτσέλη (μια ολότελα συλλογική, γυναικεία δουλειά, αν το καλοσκεφτείς). Μόνο που το εν λόγω βιβλίο, εκτός από τη μυθιστορηματική ιστορία της περίφημης αγαπημένης του Κάφκα –γνωστής από τα Γράμματα στη Μίλενα–, αποκαλύπτει δύο ακόμα μέρη: ένα άκρως ενδιαφέρον επίμετρο και πολύτιμα βιογραφικά σημειώματα, τα οποία, αν αυτονομηθούν, προσφέρουν τρία διαφορετικά απολαυστικά κείμενα. Διαβάζοντας, φέρ' ειπείν, το κύριο σώμα κανείς, ξετυλίγει την αναπαραστατική βιογραφία της ακαταμάχητης Μίλενα, τόσο στις διάφορες πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης, όπου έζησε, όσο και τις σχέσεις που ανέπτυσσε με κορυφαίες προσωπικότητες της εποχής. Με τη ματιά της ερωτευμένης η συγγραφέας εντοπίζει τα μύχια συστατικά που μετέτρεψαν τη Μίλενα σε ασυμβίβαστο αντικείμενο του ερωτικού πόθου, τονίζοντας τη μεγαλειώδη ευσπλαχνία της, το ατίθασο του χαρακτήρα της, τη δημιουργική ορμή που μετέτρεπε την επιβίωση σε τέχνη. Ήταν αυτή που ως έφηβη δεν είχε διστάσει, γεμάτη ερωτικές φαντασιώσεις, να διανυκτερεύσει σε ύποπτο ξενοδοχείο, που είχε δοκιμάσει ουσίες και εμπειρίες κι είχε ακολουθήσει τον μεγάλο της έρωτα, τον Αυστριακό κριτικό λογοτεχνίας Ερνστ Πόλακ, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της, στην άγνωστη τότε Βιέννη. «Ήταν η μοίρα της είτε να τη λατρεύουν είτε να τη μισούν. Αδιάφορη ή χλιαρή ανοχή απέναντί της δεν υπήρχε. Ενώ οι μεν τη θαύμαζαν και την παρομοίαζαν με την Ανέττα, την ηρωίδα από το L' âme enchantée (Η μαγεμένη ψυχή) του Ρομαίν Ρολλάν, οι δε έχυναν το φαρμάκι τους διαδίδοντας διάφορα κουτσομπολιά για το παρελθόν της» γράφει με απόλυτη ακρίβεια η συγγραφέας για τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τη Μίλενα οι συμπατριώτες της στην Πράγα. Ή «Όταν ο Κάφκα αργότερα της γράφει: "Εσύ που ζεις πραγματικά ζωντανή τη ζωή σου μέχρι τέτοια βάθη...", η λέξη "βάθη" πρέπει να νοείται κατά κυριολεξία».
Γι' αυτό και στόχος της Μπούμπερ-Νόυμαν, η οποία επιβίωσε ως πρώην τροτσκίστρια και σύντροφος του Χάιντς Νόυμαν από το ναζιστικό στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ, ήταν να καταθέσει τη βιογραφία της φίλης της που άφησε την τελευταία της πνοή στο στρατόπεδο ύστερα από επιπλοκές που είχε η υγεία της, προσδίδοντας ψυχικό βάθος στην πιο παράδοξη λεπτομέρεια. Αλλά και να αποδραματοποιήσει συνάμα την ούτως ή άλλως συντριπτικά θανατερή συνθήκη των στρατοπέδων. Ακόμα και εδώ, λοιπόν, στην καρδιά του σκότους, ακούγονται δυνατοί οι ήχοι από τα τραγούδια που δεν διστάζουν να επαναλάβουν οι κρατούμενες, στα μεγάφωνα ενίοτε αντηχούν οι μελωδίες του Σούμπερτ, ενώ οι γυναίκες δεν ξεχνάνε να αστειευτούν ή να ερωτευτούν. Κανείς δεν λησμονά την κανονικότητα ή τη στιγμιαία ψυχική απόδραση: οι δυο φίλες, Μαργκαρέτε και Μίλενα, μπορούν ακόμα και να πιαστούν κάποια στιγμή αγκαζέ σε μια τρελή διάθεση αντίστασης, ενώ η τελευταία τολμά να επισκεφθεί, μέσα στην καταρρακτώδη βροχή, τον χώρο της άλλης. Ξεπερνώντας, πάντως, ακόμα και τα περιστατικά της αφήγησης, στο επίμετρό της η Ανδριανή Δημακοπούλου μας εφιστά την προσοχή στις μικρές τελετουργικές κινήσεις που αποκαλύπτουν εκλεκτικές συγγένειες: τόσο στις μικρές χειρονομίες, όπως η πρώτη εκείνη χειραψία ανάμεσα στις δύο γυναίκες, κάτι σπάνιο αν το καλοσκεφτείς, όσο και στα «μικκύλα αντικείμενα-μπίλιες, κουμπί και δόντι – που διαγράφουν κάποιες άρρητες προσωπικές αρχαιολογίες». Εδώ, στις φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες, εντοπίζει η επιμελήτρια τα θεμέλια ενός γυναικείου κόσμου και όχι μια αφηρημένη ιδέα καρφωμένη στο υπερπέραν της θεωρίας. Δεν γενικεύει αλλά παρατηρεί, ανοίγοντας διαφορετικούς δρόμους για τις δυνατότητες μιας διαφορετικής, κάθε φορά, ανάγνωσης. Στη λογική αυτή μπορεί κανείς να δει τη βιογραφία της Μίλενα ως παράδειγμα μετα-φεμινιστικής επισκόπησης, ως αντιπροσωπευτικό δείγμα στρατοπεδικής γραμματείας, ένα είδος άγνωστο ακόμα στην Ελλάδα, αλλά πολύ διαδεδομένο στο εξωτερικό, καθώς και μια ολοζώντανη αποθέωση της ζωής έναντι του θανάτου. Όχι τυχαία αυτό επιτυγχάνει το τελευταίο μέρος του βιβλίου, όπου παρατίθενται παρασταστικά και ακριβή βιογραφικά για όλα τα σπουδαία πρόσωπα που συναναστράφηκε η Μίλενα και που έστησαν τον μύθο της Κεντρικής Ευρώπης (από τον Λόος έως τον Περρέ και από τον Χέρμαν Μπροχ έως τον Καρλ Κράους). Οι ζοφεροί καιροί ανέδειξαν στιγμές αλησμόνητες και περίτρανη απόδειξη είναι αυτή η συναρπαστική και άκρως επιμελημένη και φροντισμένη, από την πρώτη σελίδα έως την τελευταία, στα ελληνικά έκδοση.
Ενάντια, ωστόσο, σε αυτήν τη λογική της κανονικότητας μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης θα είχε πολλά να προσθέσει ο φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν, καθώς εδώ ακριβώς εντοπίζει την τρομακτική του δύναμη: στην απαξίωση του θανάτου μέσα από τον μηχανισμό επιβολής ελέγχου, στην ακύρωση του μυστικού του χαρακτήρα. Από τη στιγμή που οι έγκλειστοι οικειοποιούνται τα χαρακτηριστικά μιας κανονικότητας, χάνουν αυτομάτως τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, ρέπουν στην απανθρωποίηση και δεν μπορούν να μεταφέρουν τη συντριπτική εμπειρία των θυμάτων. Στο συγκλονιστικό του βιβλίο Αυτό που μένει από το Άουσβιτς - Το αρχείο και ο μάρτυρας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εξάρχεια σε μετάφραση Παναγιώτη Καλαμαρά, ο Αγκάμπεν εξετάζει ακριβώς αυτή την κατάσταση εξαίρεσης των στρατοπέδων, που γίνεται τελικά ο κανόνας: την εξάλειψη του ανθρώπινου χαρακτήρα, την αδυναμία μεταφοράς της μαρτυρίας του θανάτου αλλά και την εκμηδένιση του ίδιου του γεγονότος μέσα από την αδυναμία αναπαράστασής του στον λόγο ή τη σιωπή. «Το Άουσβιτς είναι ακριβώς ο τόπος στον οποίο η κατάσταση εξαίρεσης συμπίπτει πλήρως με τον κανόνα και οι ακραίες συνθήκες γίνονται το ίδιο το παράδειγμα της καθημερινότητας. Όμως, είναι αυτή ακριβώς η παράδοξη τάση να γίνεται το αντίθετό της, που καθιστά ενδιαφέρουσα την οριακή συνθήκη. Όσο η κατάσταση εξαίρεσης και οι φυσιολογικές συνθήκες μένουν, όπως συμβαίνει συνήθως, διαχωρισμένες στον χώρο και στον χρόνο, παραμένουν αδιαφανείς και θεμελιωμένες μυστικά η μία στην άλλη». Η πλέον ακραία συνθήκη νομιμοποιείται, έτσι, μέσα από την κανονικοποίηση της, καταργώντας ακόμα και το ανεξήγητο του θανάτου, αφού «το είναι του θανάτου έχει αποκλειστεί και οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν αλλά παράγονται σαν πτώματα». Εν προκειμένω, δεν ξεφτιλίζεται μόνο ο θάνατος αλλά και η ζωή, αφού οι άνθρωποι μετατρέπονται σε μονάδες καταμέτρησης, σαν τον μουσουλμάνο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, που δεν είναι παρά ζωντανός-νεκρός. Απλώς μεταφέρει μια μαρτυρία που δεν είναι δική του, έξω από οποιαδήποτε μυστική εμπειρία, ανθρώπινη δυνατότητα και ποιητική πράξη. Η επιβολή των όρων του στρατοπέδου –αυτό που ουσιαστικά μένει από το Άουσβιτς– καταδεικνύει το σημείο εκείνο που επαναφέρει ο Αγκάμπεν από τον Αριστοτέλη, κατά το οποίο ο άνθρωπος μετατρέπεται σε φυτό. Αυτός που έχει επιβιώσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης δεν μπορεί καν να νιώσει ένοχος αλλά ούτε και αθώος – δεν είναι ούτε καν ενεργών ούτε πάσχων και λειτουργεί, όπως επιμένει ο Ιταλός φιλόσοφος, πέρα από την εμμένεια (την ίδια την αιτία, δηλαδή, που υπάρχουν τα όντα). Η βιοπολιτική, θανατοπολιτική εξουσία, ένας όρος που δανείζεται ο Αγκάμπεν από τον Φουκώ, έγκειται επομένως στην απώλεια των ανθρώπινων χαρακτηριστικών, κι αυτό ακριβώς επιτυγχάνει ο ρατσισμός. Κάθε λαός χάνει τη δυνατότητα ύπαρξης από τη στιγμή που μετατρέπεται σε πληθυσμό και κάθε δημοκρατικός λαός σε δημογραφικό λαό. Παύει να έχει δικαιώματα στον προσδιορισμό της ζωής και του θανάτου και καθίσταται ανώνυμος: οι νεκροί της Μεσογείου γίνονται έτσι απλά νούμερα, ενώ προσφιλείς είναι πλέον οι εικόνες των κλεισμένων σε τεράστια στρατόπεδα προσφύγων που μετατρέπονται απλώς σε μάζες χωρίς δικαιώματα και δίχως λόγο. Κι είναι όντως τραγικό να σκέφτεται κανείς πως το στάδιο του μη ανθρώπου μπορεί σήμερα να επιστρέφει στην καρδιά του δυτικού κόσμου με τον πλέον τραγικό τρόπο, εκεί όπου τα όρια του ανθρώπινου και του απάνθρωπου ακυρώνονται μπροστά στα ίδια μας τα μάτια.