Το πιο παράξενο γαστρονομικό βιβλίο που γράφτηκε ποτέ
Ο Ρόμπερτ Φάραρ Κέιπαν, ένας ιερέας με λατρεία για το φαγητό, έγραψε το «Δείπνο του αρνιού», ένα θεολογικό έργο που αφορά όλα όσα θρέφουν το σώμα και την ψυχή.
Το βιβλίο του Robert Farrar Capon (προφέρεται κέι-παν) The supper of the lamb το ανακάλυψα σε μια λίστα με τα σημαντικότερα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ για το φαγητό που δημοσίευσε στο τέλος του καλοκαιριού η «Independent», ανάμεσα σε άλλους κλασικούς τίτλους, όπως το Love in a dish and other pieces της M.F.K. Fisher, το Gastronaut του Stefan Gates και το Salt, fat, acid, heat του Samin Nosrat. Από τα συνολικά εννιά βιβλία της λίστας, το πιο περίεργο ήταν το Supper of the lamb (Το δείπνο του αρνιού).
Το μοναδικό αυτό βιβλίο είναι γραμμένο από έναν επισκοπικό ιερέα, θεολόγο και συγγραφέα που από το 1966 μέχρι το 2004 έγραψε 27 βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία ήταν θεολογικά ή ερμήνευαν την Καινή Διαθήκη. Σε αυτά εκφράζει «μια παθιασμένη, διασκεδαστική και μερικές φορές ανορθόδοξη άποψη για τις χριστιανικές διδασκαλίες». Το Supper of the lamb είναι το τρίτο του βιβλίο, το οποίο δεν έχει σταματήσει να εκδίδεται από το 1969 που πρωτοκυκλοφόρησε, έλαβε διθυραμβικές κριτικές και το 2002 εκδόθηκε ξανά ως κλασικό της Modern Library. Στους «New York Times» ο μυθιστοριογράφος Φρέντερικ Μπιούκνερ το περιέγραψε ως «κάτι που δεν μπαίνει σε κατηγορίες. Το να χαρακτηρίσουμε το Δείπνο του αρνιού ως “βιβλίο μαγειρικής” θα ήταν σαν να χαρακτηρίζαμε τον Μόμπι Ντικ ως “εγχειρίδιο για το κυνήγι της φάλαινας”», έγραψε. «Είναι ένα βιβλίο πιο αστείο, σοφό, όμορφο, συγκινητικό και παράλογο απ' οτιδήποτε έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια, τόσο αχρείαστο όσο μια πρίμουλα ή η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού».
Το Supper of the lamb είναι περισσότερο ένα εγκυκλοπαιδικό και θεολογικό έργο που αφορά όλα όσα θρέφουν την ψυχή, από το νόστιμο έως το θείο.
Το Supper of the lamb είναι ένα βιβλίο μαγειρικής που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. «Πέρα από μια πραγματεία για οτιδήποτε αφορά το φαγητό, είναι ένα από τα πιο καλογραμμένα βιβλία για το φαγητό που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ, κι ας μην το έχετε ακουστά», γράφει ο Mike Daw στην «Independent». «Φαινομενικά είναι ένα βιβλίο συνταγών, με τη συνταγή για το “αρνί για οχτώ άτομα μαγειρεμένο τέσσερις φορές” να καλύπτει παραπάνω από το μισό βιβλίο – με εμβόλιμες φιλοσοφικές και θεολογικές αναλύσεις. Στις τελευταίες εξήντα σελίδες υπάρχουν κι άλλες συνταγές βέβαια» (που περιγράφονται όπως θα τις περιέγραφε η γιαγιά σου). «Το Supper of the lamb είναι περισσότερο ένα εγκυκλοπαιδικό και θεολογικό έργο που αφορά όλα όσα θρέφουν την ψυχή: από το νόστιμο έως το θείο. Αγγίζοντας μια ευρεία γκάμα θεμάτων, από τη γιορτινή και καθημερινή μαγειρική μέχρι τις αρετές ενός κρεμμυδιού, το έργο του Κέιπαν είναι πλημμυρισμένο από ενθουσιασμό – και δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη αυτό, αφού ο άνθρωπος που το έγραψε ήταν και ιερέας. Για να αποκαλυφθεί πλήρως η βασική συνταγή πρέπει να διαβάσετε τα δύο τρίτα του βιβλίου και να ανεχτείτε τη θρησκευτικότητα του συγγραφέα».
Όταν ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα για τον Κέιπαν. Ο Ρόμπερτ Φάραρ Κέιπαν γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1925 στη γειτονιά Τζάκσον Χάιτς του Κουίνς, οι γονείς του ήταν ο Φρεντερίκο και η Μέιμπελ Κέιπαν. Αποφοίτησε από το Κολέγιο Κολούμπια και το Seabury-Western Theological Seminary στο Έβανστον του Ιλινόις. Το 1949 χειροτονήθηκε παπάς και λειτουργούσε στον χριστιανικό ναό του Ιησού στο Πορτ Τζέφερσον του Λονγκ Άιλαντ από το ’49 μέχρι το 1977. Οι συγκρούσεις με τους ανωτέρους του και μέρος του εκκλησιάσματός του, και μια ρήξη το 1977, όταν ανακοίνωσε την πρόθεσή του να χωρίσει από την πρώτη σύζυγό του, τη Μάργκαρετ, του κόστισαν όχι μόνο τη θέση του στην εκκλησία αλλά και αυτήν του κοσμήτορα στη Σχολή Θεολογίας Mercer στο Garden City. Την περιπέτειά του την έκανε βιβλία. Μιλάει για το διαζύγιό του στο Φαγητό για σκέψη: Ανασταίνοντας την τέχνη του φαγητού (1978) και στο Μια δεύτερη ημέρα: Στοχασμοί για τον δεύτερο γάμο (1980). Στα πρώτα του βιβλία ο Κέιπαν ερμήνευσε τα Ευαγγέλια ως ένα ριζοσπαστικό μανιφέστο για την ελευθερία, υποστηρίζοντας αυτό που ονόμασε «εκπληκτική παραδοξότητα του κόσμου».
Με τα χρόνια εξελίχθηκε σε παραγωγικό και ανεξάρτητο συγγραφέα, γράφοντας για το φαγητό και το κρασί στους «New York Times» και στη «Newsday», και δημοσίευε σχεδόν ένα βιβλίο με θεολογικά θέματα κάθε χρόνο. Στο site των «New York Times» υπάρχουν 146 συνταγές του, ενώ υπάρχουν και άρθρα του για το φαγητό που είναι εξαιρετικά δείγματα γαστρονομικής λογοτεχνίας, με τόσο αναλυτικές περιγραφές της διαδικασίας μαγειρέματος που στην ουσία είναι περισσότερο εγχειρίδια μαγειρικής για άσχετους μάγειρες παρά συνταγές.
Σε ένα από αυτά, που δημοσιεύτηκε στις 9 Οκτωβρίου 1988, γράφει για το ψωμί:
«Ακόμα και ο ήχος του εκπλήσσει. Το καρβέλι, αν το χτυπήσεις από την κάτω πλευρά με το δάχτυλο μόλις βγει απ’ τον φούρνο, βγάζει τον ήχο της ζωής. Κάτω από τη σκληρότητα της κρούστας κρύβεται η κενότητα εκατομμυρίων κυττάρων. Το αυτί κρίνει και προσπαθεί να ονοματίσει αυτό που ακούει. Ο ήχος “κλικ”; Πολύ άψυχος. Ο ήχος “τουνκ”; Πολύ κούφιος. Ο ήχος “τοκ;”. Πολύ θαμπός. Ο νους παρεμβαίνει: ο ήχος είναι το γαστρονομικό ισοδύναμο του χτυπήματος στην πίσω πλευρά ενός βιολιού.
Και η ακοή δεν είναι η μόνη από τις αισθήσεις που εμπλέκονται. Η μύτη συμμετέχει σε όλη τη διαδικασία παρασκευής ψωμιού. Έχει μυρίσει το άρωμα της μαγιάς που φουσκώνει, τη μυρωδιά του αλευριού όταν ανακατεύεται με το νερό, το κομψό άρωμα της καραμελοποίησης καθώς το καρβέλι ροδίζει στον φούρνο και το απολύτως χαρακτηριστικό άρωμα του ζεστού ψωμιού όταν ο φούρναρης κόβει την άκρη για να ανταμείψει τον εαυτό του.
Και η όραση έχει την τιμητική της, καθώς βλέπεις το σχήμα που παίρνει το ζυμάρι όταν ζυμώνεται τέλεια, το καρβέλι καθώς μπαίνει στη φόρμα, την τομή στην κορυφή όσο φουσκώνει κατά το ψήσιμο, το χρώμα του όταν βγαίνει από τον φούρνο πάνω στη σχάρα, τις ρωγμές στην κρούστα που εμφανίζονται όσο κρυώνει, τις οποίες μπορείς επίσης να τις ακούσεις. Και μετά είναι η αφή· ένα μπαλάκι ζύμης πάνω στην επιφάνεια ζυμώματος δεν είναι ένα αντικείμενο, είναι σύντροφος σε έναν σφοδρό έρωτα. Και η γεύση, α, η γεύση· ξεπερνάει την κοινή λογική. Αυτό είναι το ψωμί. Ένα από τα παλιότερα, τα καλύτερα, τα πιο συνηθισμένα, τα πιο απλά, τα πιο περίπλοκα, πιο μοναδικά ανθρώπινα επιτεύγματα.
Με έναν τρόπο είναι δημιουργία της γης από τους σπόρους των χωραφιών, το νερό από το έδαφος, τη ζάχαρη από το ζαχαροκάλαμο, το αλάτι από το ορυχείο, τη μαγιά από τις επιφάνειες των ζωντανών οργανισμών, ακόμη και από τον αέρα, αν λάβουμε υπόψη τα ψωμιά με προζύμι. Αλλά, με έναν άλλο τρόπο, οι άνθρωποι είμαστε οι δημιουργοί του ψωμιού, και όχι μέσω έρευνας και σκληρής δουλειάς. Οι περισσότερες από τις μεγάλες κατακτήσεις του ανθρώπινου είδους προήλθαν από τον ελεύθερο χρόνο όσων βαριούνταν την αγγαρεία της κάλυψης των προφανών αναγκών. Πόσα απογεύματα Σαββάτου πέρασαν, άραγε, με χαζολόγημα πριν κάποιος σκεφτεί ότι το ξύλο της ελάτης και του σφενδάμου, τα έντερα του προβάτου, η ουρά του αλόγου και ο χυμός του πεύκου θα μπορούσαν να συνδυαστούν για να φτιάξουν βιολί και δοξάρι; Το καλύτερο πάντα μάς προέκυπτε όταν δεν είχαμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε.
Το ψωμί είναι αρχαίο. Ο Θεός μάς έδωσε φυτά ώστε καλλιεργώντας τα να παράγουμε κρασί, που μας χαρίζει χαρά, και ψωμί για να δυναμώσει την καρδιά. Ο βασιλιάς Μελχισεδέκ πρόσφερε ψωμί και κρασί στον Αβραάμ. Οι Εβραίοι έψησαν άζυμο ψωμί κατά την έξοδο από την Αίγυπτο. Ο Ιησούς τάισε πέντε χιλιάδες ανθρώπους με πέντε άρτους, αποκαλούσε τον εαυτό του “Άρτο της Ζωής” και σε μία από τις πιο εκλεκτές και λακωνικές παραβολές του παρομοίασε τον Θεό με μια φουρνάρισσα που βάζει τη μαγιά της βασιλείας της μέσα στη ζύμη της δημιουργίας ώστε να φουσκώσει και από κει να βγει ολόκληρος ο κόσμος».
Στο ξεκίνημα του βιβλίου Το δείπνο του αρνιού ο Κέιπαν αναφέρει με μια διάθεση αυτοσαρκασμού:
«Επιτρέψτε μου τώρα να σκουπίσω τα χέρια μου και να σας συστηθώ. Είμαι ένας συγγραφέας που πάντα είχε σκοπό να γράψει για το φαγητό, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασε τις δύο αράδες, ή και λιγότερο. Αυτήν τη φορά, όπως μπορείτε να δείτε, έχω ξεγελάσει την έμπνευση. Το ξεκίνημά μου, αν και μπερδεμένο, είναι το πιο ευοίωνο μέχρι τώρα.
Ακολουθούν τα προσόντα μου. Πρώτα απ’ όλα, είμαι ερασιτέχνης. Αν αυτό σας φαίνεται απογοητευτικό, σκεφτείτε πόσο λάθος κάνετε και πως το λάθος είναι εντελώς δικό σας επινόημα. Αυτό πηγάζει από μια εναντίωση στα βιβλία μαγειρικής που γράφονται από μη επαγγελματίες (μια αντίρρηση, παρεμπιπτόντως, την οποία θεωρώ απόλυτα έγκυρη και σας συγχαίρω γι' αυτή). Αυτό όμως δεν ισχύει εδώ. Ο “ερασιτέχνης” και ο “μη επαγγελματίας” δεν είναι συνώνυμα. Ο κόσμος ίσως έχει –ή και όχι– την ανάγκη για ένα ακόμα βιβλίο μαγειρικής, αλλά χρειάζεται όσο περισσότερους εραστές, δηλαδή ερασιτέχνες, γίνεται. Είναι ένα υπέροχο παλιό μέρος, γεμάτο κωμικές χάρες και όμορφες γελοιότητες, και έχει αρκετές υφές, γεύσεις και μυρωδιές για να μας κρατήσει το ενδιαφέρον περισσότερο χρόνο απ' όσο διαθέτουμε. Δυστυχώς, η αντίδρασή μας στην ομορφιά του κόσμου δεν είναι πάντα χαρά και απόλαυση· πολύ πιο συχνά απ' όσο θα έπρεπε είναι πλήξη. Και αυτό δεν είναι μόνο περίεργο, είναι και τραγικό· γιατί η πλήξη δεν είναι ουδέτερη – είναι η γονιμοποιητική αρχή της ασχήμιας, της έλλειψης αγάπης.
Σε μια τέτοια κατάσταση, ο ερασιτέχνης –ο εραστής, ο άνθρωπος που θεωρεί την αδιαφορία αμαρτία και την πλήξη αίρεση– είναι ακριβώς ο άνθρωπος που χρειάζεστε. Πέρα από αυτό, ανεξαρτήτως τού αν πιστεύετε ότι τον χρειάζεστε ή όχι, είναι ένας άνθρωπος που δεσμεύεται να μιλήσει από αγάπη. Αν αγαπά τη Σοφία των Τεχνών, τόσο το καλύτερο γι' αυτόν, τόσο το καλύτερο για όλους μας. Αλλά αν αγαπά μόνο τον τρόπο που ροδοκοκκινίζει το κρέας ή που ξεφλουδίζονται τα κρεμμύδια, αν παίρνει χαρά απλώς από τον τρόπο που πήζει το τυρί του ή το χρώμα του κρασιού του, είναι αναγκασμένος να μιλήσει για καθέναν από αυτούς τους ενθουσιασμούς. Σιωπηλός εραστής είναι κάποιος που δεν ξέρει τη δουλειά του.
Αυτός, λοιπόν, είναι ο ρόλος του ερασιτέχνη, να αναγάγει τον κόσμο ξανά στη χάρη. Στην πραγματικότητα, όλη η διάκριση μεταξύ τέχνης και σκουπιδιών, μεταξύ φαγητού και σκουπιδιών, εξαρτάται από την παρουσία ή την απουσία του στοργικού βλέμματος. Δώσε ένα άγαλμα σε έναν αγροίκο και η βαρεμάρα που θα νιώσει θα τον συντρίψει· η απόδειξη είναι τα κατεστραμμένα μνημεία της αρχαιότητας. Από την άλλη, δώσε μια καλύβα σε έναν εραστή· παρότι είναι φτωχική, τα φώτα και οι σκιές της προκαλούν ζεστασιά και οι ακατέργαστες επιφάνειές της, συναισθήματα.
Ή, εν τέλει, ξεφλουδίστε ένα πορτοκάλι. Κάντε το με αγάπη, σε τέλειες φέτες, σαν καραβάκια ή κλιμακωτά, σε στρώσεις, σαν έναν επίπεδο χάρτη του κόσμου, ή σε μια μακριά σπείρα, όπως το έκανε ο παππούς μου. Ο φλοιός του πορτοκαλιού σχεδόν πάντα καταλήγει στα σκουπίδια· αλλά όσο τον κοιτάζει κανείς με χαρά, ο σωρός των σκουπιδιών μένει χιλιόμετρα μακριά. Αυτός, ξέρετε, είναι ο λόγος που υπάρχει ο κόσμος. Η πορτοκαλόφλουδα παραμένει έξω από τον κοσμικό σκουπιδοτενεκέ όχι επειδή απαγορεύεται διά ροπάλου να την ξεφορτωθεί κανείς αλλά επειδή είναι κρεμασμένη στον πολυέλαιο του Θεού, το γιάντες στην ντουλάπα της κουζίνας Του. Του αρέσει· γι' αυτό παραμένει. Όλη αυτή η θαυμάσια συλλογή από πέτρες, δέρματα, φτερά και σκοινιά υπάρχει επειδή τουλάχιστον ένας εραστής δεν έχει πάρει ποτέ το μάτι του από πάνω της, επειδή ο “Δεσπότης Ζωοδότης” χαίρεται με τους γιους των ανθρώπων.
Αλλά αρκετά. Ο ερασιτέχνης δικαιώνεται. Ας προχωρήσουμε με τα υπόλοιπα προσόντα μου. Σημειώστε ότι μου αρέσει το φαγητό. Ως παιδί, απεχθανόμουν τα ψάρια, τα αυγά και το κουάκερ, αλλά όταν μεγάλωσα άφησα πίσω μου όλα αυτά τα παιδαριώδη. Τώρα πλέον τρώω τα πάντα, είμαι παμφάγος. Τα παιδιά μου με αποκαλούν “κάδο σκουπιδιών με πόδια» (με τους δικούς μου όρους, βέβαια, αρνούμαι τον χαρακτηρισμό “όλα όσα τρώω αποθηκεύονται με αγάπη σε ένα φαρδύ σώμα, δεν γίνονται σκουπίδια, αλλά κοιλιά”. Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό τους, ωστόσο, ας πούμε ότι είμαι πρόθυμος να δοκιμάσω οτιδήποτε περισσότερο από μία φορά.)
Αναγνωρίζω ότι υπάρχουν κάποια εδέσματα που με κάνουν να διστάζω, όπως τα στρείδια ή το μάτι του μοσχαριού στην tête de veau (μοσχαροκεφαλή). Αλλά από τη στιγμή που δεν τα έχω δοκιμάσει η ανησυχία μου μπορεί να είναι απλώς η απογοήτευση που προκύπτει από την απόσταση. Ακόμα και τα υλικά μπορεί να είναι τρομακτικά όταν είσαι ξαπλωμένος και τα σκέφτεσαι στο κρεβάτι. Σε κάθε περίπτωση, είναι μέρος του δόγματός μου ότι σχεδόν κανένα φαγητό, αν το φτιάξει ο σωστός μάγειρας, δεν γίνεται να μην είναι λαχταριστό. Εφόσον δεν είναι ανήθικο –κι αυτό δεν είναι γενικό, θα μου κοστίσει τον φασιανό και το κρέας του ελαφιού–, εφόσον δεν είναι απρεπώς αποκτημένο, υπάρχει κάπου στον κόσμο ένα μάτι που μπορεί να αντιληφθεί την ομορφιά του και μια συνταγή που μπορεί να βγάλει κάτι καλό. Πιστεύω ότι ακόμα και η γλώσσα ενός παπουτσιού, αν μαγειρευτεί με τον τρόπο της Προβηγκίας ή la mode de Caen, θα είναι περισσότερο από ανεκτή.
Τρίτο προσόν: μου αρέσει το ποτό. Χωρίς εξαιρέσεις χρονικές, τοπικές ή περιστασιακές. Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ κρασί ή ποτό που να μην βρω να πω μια καλή κουβέντα γι' αυτό ή να μην ασχοληθώ τουλάχιστον μία ώρα με το μαγείρεμά του. (Έχω δοκιμάσει κάποια πραγματικά κακά υλικά, αλλά με αρκετό σκόρδο στη συνταγή συνήθως μπορώ να τα παρουσιάσω ευπρεπώς.) Απ' όσο θυμάμαι, δεν έχω πετάξει ποτέ μπουκάλι· εάν το κρασί είναι πολύ κακό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αραιώσει το ξίδι σε σαλάτες. Και δεν υπάρχει ποτό τόσο κακό που να μην μπορεί να καλυφθεί από κάποιο ισχυρότερο.
Κάθε κανόνας, ωστόσο, έχει την εξαίρεσή του. Ενώ δεν έχω πετάξει ποτέ ποτό, υπάρχει ένα μπουκάλι στο σπίτι μου που, μετά από δέκα χρόνια, είναι ακόμα μισογεμάτο. Περιέχει ένα συνθετικό κιρς που κατασκευάστηκε από μια εταιρεία εντομοκτόνων (sic). Μου το έδωσε, γεμάτο σχεδόν μέχρι τα τρίτα τέταρτα, ένας φίλος χημικός που εργαζόταν στην εταιρεία εκείνη την εποχή. Ήπιε ακριβώς όσο χρειαζόταν για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του στους ανωτέρους του και μετά μου το δώρισε. Ήταν φρικτό, και δέκα χρόνια παραμένει το ίδιο. Παρ' όλα αυτά, κάθε τόσο πίνω μία ακόμα γουλιά, εν μέρει για να θυμάμαι πόσο χάλια είναι αλλά και για να αποδείξω ότι, παρά τις ατέλειές του, είναι δυνατό να το πιεις. Στον πραγματικό κόσμο, τίποτα δεν είναι εντελώς κακό. Ακόμα και ο Διάβολος, εφόσον υπάρχει, είναι καλός».
Το βιβλίο του Κέιπαν γράφτηκε τη δεκαετία του ’60 και με μια πρόχειρη ματιά θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι «σεξιστικό», γιατί αναφέρεται σε γυναίκες μαγείρισσες – την εποχή που γράφτηκε κυρίως η γυναίκα μαγείρευε στο σπίτι. Παρότι το γράφει ένας άντρας, αναφέρεται σε νοικοκυρές και οι περιγραφές των συνταγών δείχνουν ότι απευθύνονται σε ανθρώπους που έχουν εμπειρία στην κουζίνα. Δύσκολα, ωστόσο, θα βρεις συγγραφέα που να αντιμετωπίζει το φαγητό με τέτοια τρυφερότητα και αγάπη και το συνδέει με την πνευματικότητα, ακόμα και αν μιλάει για μια πατατόσουπα: «Η τέλεια σούπα για μεσημεριανό, που θα διώξει την κατάρα του κρυώματος μια βροχερή μέρα και συνοδεύει τέλεια σάντουιτς με ψημένο τυρί (grilled cheese sandwiches)».
Ο Ρόμπερτ Φάραρ Κέιπαν πέθανε στις 5 Σεπτεμβρίου 2013, αφήνοντας πίσω του τη δεύτερη σύζυγό του, Βάλερι, οκτώ παιδιά, δώδεκα εγγόνια και δυο δισέγγονα.
Πατατόσουπα
Υλικά
4 μέτριες πατάτες, κομμένες φέτες
1 μέτριο κρεμμύδι χοντροκομμένο
1 λίτρο ή ζωμός κοτόπουλου (250 ml)
2 κουταλιές κάρι σε σκόνη
1 κουταλάκι αλάτι
Φρεσκοτριμμένο πιπέρι
2 φύλλα δάφνης
2 κουταλιές σούπας βούτυρο
2 κουταλιές αλεύρι
Μισό-με ένα λίτρο γάλα
Εκτέλεση
Βάλε τα 7 πρώτα συστατικά σε μια κατσαρόλα. Βράσε τα για είκοσι λεπτά. Πέρασέ τα από έναν μύλο ή μπλέντερ.
Λιώσε το βούτυρο, ανακάτεψέ το με το αλεύρι, πρόσθεσέ το στο μείγμα και ανακάτευε συνεχώς σε χαμηλή φωτιά μέχρι να πήξει. Πρόσθεσε γάλα μέχρι να έχει τη σωστή πυκνότητα, δοκίμασε, αλατοπιπέρωσε, άσ' το να βράσει λίγο και σέρβιρε τη σούπα.