Το βιβλίο
«Η Κάθοδος των Εννιά» είναι ένα από τα πιο διάσημα λογοτεχνικά έργα του Θανάση Βαλτινού – του διακεκριμένου συγγραφέα και σεναριογράφου, που έφυγε από τη ζωή στις 30 του περασμένου Οκτωβρίου, στα 91 χρόνια του.
Η νουβέλα, γραμμένη το 1959, θα δημοσιευόταν για πρώτη φορά στο περιοδικό «Εποχές» [τεύχος #5, Σεπτέμβριος 1963], με εικονογράφηση από τον Δημήτρη Μυταρά. Ο Βαλτινός ήταν τότε 30 ετών, δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη κάποιο βιβλίο –αυτό θα συνέβαινε σχεδόν μια δεκαετία αργότερα–, έχοντας στην πενιχρή έως τότε εργογραφία του μόλις δύο διηγήματα («Κατακαλόκαιρο», «Αύγουστος ’48»), δημοσιευμένα σ’ ένα άλλο περιοδικό της εποχής, στο γνωστό μας «Ο Ταχυδρόμος», το 1958 και το 1960 αντιστοίχως.
Οι «Εποχές» ήταν ένα σοβαρό, φιλελεύθερο και κάπως ακαδημαϊκό έντυπο, με λίγες φωτογραφίες. Μια «μηνιαία έκδοση πνευματικού προβληματισμού και γενικής παιδείας», όπως διάβαζες στο εξώφυλλο, που είχε για εκδότη τον Χ.Δ. Λαμπράκη και για διευθυντή τον καταξιωμένο λογοτέχνη Άγγελο Τερζάκη.
Η «Κάθοδος των Εννιά» είναι ένα αφήγημα, που περιγράφει, σε πρώτο πλάνο, την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο. Είναι μια μάχη, που δίνεται με άνισους όρους, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η έκβασή της είναι προκαθορισμένη.
Το περιοδικό ήταν ανοιχτό σε απόψεις, έχοντας φιλοευρωπαϊκό και φιλοδυτικό προσανατολισμό, ασκούσε ευπρεπή κριτική στα κομμουνιστικά καθεστώτα (ενταγμένη στη λογική του «ψυχρού πολέμου»), διέθετε κατά καιρούς στήλες και για καλλιτεχνικά θέματα (σχετικές με τη μουσική, τον κινηματογράφο ή τα εικαστικά), αλλά το βασικό μενού του ήταν η καταγραφή και η ανάπτυξη των ιδεών. Δεν θα έλεγα η «πάλη των ιδεών», γιατί το ύφος του περιοδικού δεν επέτρεπε τον οξύ λόγο ή διάλογο. Εκεί δημοσιεύεται για πρώτη φορά «Η Κάθοδος των Εννιά», κάτι που ίσως παραξενεύει εκ πρώτης (και εξαιτίας του θέματός της και λόγω της γλώσσας της). Το λέω, γιατί θα ήταν ενδεχομένως πιο ταιριαστή η δημοσίευση τής «Καθόδου» στο γνωστό περιοδικό της Αριστεράς, εκείνων των ετών, την «Επιθεώρηση Τέχνης».
Θα μπορούσε, όμως, να δημοσιευθεί εκεί; Δύσκολα. Η «Κάθοδος των Εννιά» είναι ένα αφήγημα, που περιγράφει, σε πρώτο πλάνο, την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο. Είναι μια μάχη, που δίνεται με άνισους όρους, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η έκβασή της είναι προκαθορισμένη. Είναι μια χαμένη μάχη στο πεδίο του πολέμου, αλλά όχι αναγκαστικά χαμένη στο πεδίο των ιδεών, για όποιον θα κατόρθωνε να επιβιώσει – αν και τούτο μοιάζει περισσότερο με ευχολόγιο, αφού ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να δώσει, ο ίδιος, μια συγκεκριμένη απάντηση. Πάντως, σίγουρα, δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα απαισιόδοξο κείμενο, παρότι θα χρειάζονταν δύναμη και καλή διάθεση, για να το έβλεπαν μ’ αυτό το μάτι οι αριστεροί της εποχής.
Ήδη από τις πρώτες γραμμές της νουβέλας του Βαλτινού αντιλαμβάνεσαι πως έχεις να κάνεις με μια ιστορία από τα χρόνια του Εμφυλίου. Και όντως, αφού τα γεγονότα διαδραματίζονται το καλοκαίρι του ’49, όταν μια ομάδα ξεκομμένων και αποδεκατισμένων ανταρτών, επιχειρεί να διαφύγει από τον κλοιό του εθνικού στρατού, των παραστρατιωτικών οργανώσεων (Μάυδες) και των οπλισμένων χωρικών, που είναι όλοι εναντίον τους (ένα λεπτό σημείο, πάνω στο οποίο μπορεί να γίνει μεγάλη συζήτηση), μέσα από τα βουνά της βόρειας Λακωνίας (και της νότιας Αρκαδίας), οδεύοντας προς το Άστρος μάλλον, κάπου προς τη θάλασσα δηλαδή (γι’ αυτό και «κάθοδος»). Την ιστορία την διηγείται ο 18χρονος Νάσιος, ο μόνος από τους εννιά αντάρτες που θα σωζόταν τελικά. Τώρα, γιατί θα σωζόταν μόνο ένα 18χρονο παιδί, από την ομάδα των εννιά, είναι μάλλον προφανές. Σώζεται κατά μίαν έννοια ο... λιγότερο αμαρτωλός και αυτός που έχει το μέλλον μπροστά του.
Ο ρυθμός, που έχει προσδώσει ο Βαλτινός στην αφήγησή του είναι γοργός, φρενήρης σχεδόν, με τη γλώσσα να σπαρταράει –να είναι πολύ ζωντανή, εννοώ, γεμάτη με ιδιωματικά στοιχεία– και με τους «κοφτούς» διαλόγους να επιτείνουν αυτή την αίσθηση του άμεσου και του αναπόφευκτου. Το λέω, γιατί πάντα περιμένεις κάτι μοιραίο να συμβεί. Και πάντα κάτι συμβαίνει.
Οι σχέσεις ανάμεσα στους αντάρτες περιγράφονται με τα εντελώς απαραίτητα λόγια, καθώς η λιτότητα στην αφήγηση πάει παράλληλα με την ξέρα και την άπνοια του ηλιοκαμένου τοπίου, ενώ με ευδιάκριτες και πάντα σκληρές γραμμές αντιμετωπίζονται και τα διάφορα περιστατικά με τους υπόλοιπους ανθρώπους, με τους οποίους έρχονται σε επαφή οι κυνηγημένοι. Ο Βαλτινός δεν ενδιαφέρεται να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη ωραιοποιώντας πρόσωπα και καταστάσεις ή μεγεθύνοντας πάθη και αδυναμίες. Η διάθεσή του είναι εντελώς αντιηρωική, διαποτισμένη από την αγριάδα του χώρου, που συγχρόνως περιγράφει.
Είναι προφανές το γεγονός πως ο συγγραφέας, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, δεν παίρνει το μέρος κάποιας παράταξης (είτε του δημοκρατικού στρατού είτε του εθνικού), και πως από το αφήγημά του απουσιάζει παντελώς το ιδεολογικό περίβλημα. Βεβαίως, η μη-θέση μπορεί να σημαίνει «θέση», για τους ιδεολόγους της μιας ή της άλλης πλευράς, κάτι που, οπωσδήποτε, είχε κατά νου ο συγγραφέας – και γι’ αυτό το λόγο, υποθέτω, θα επέλεγε, για τη δημοσίευση της ιστορίας του, όχι ένα στρατευμένο, μα ένα «ψύχραιμο» έντυπο σαν τις «Εποχές», που εκινείτο, χοντρικά, προς το πολιτικό κέντρο.
Το διήγημα, η νουβέλα τέλος πάντων, έκανε μικρή εντύπωση στην εποχή της (σίγουρα η Αριστερά δεν θα ’χε κάποιον ιδιαίτερο λόγο, για να την προβάλλει και να την «επικοινωνήσει») και θα ξεχνιόταν σύντομα – και επειδή ο Βαλτινός είχε ήδη μπλέξει με την συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο. (Θέλω να πω πως δεν ενδιέφερε και τον ίδιον να χριστεί στενά «αριστερός συγγραφέας», αφού τέτοιος, εδώ που τα λέμε, δεν υπήρξε ποτέ). Το (σεναριακό) ξεκίνημά του, εν τω μεταξύ, είχε γίνει με μια πρωτόλεια αστυνομική ταινία, την «Ενώ Σφύριζε το Τραίνο» (1961) των Ιάσονα Χαραλαμπόπουλου-Νίκου Χατζηθανάση, με τον Λυκούργο Καλλέργη και τον Στέφανο Ληναίο, για να ακολουθήσει το σενάριο για την (χαμένη μάλλον) πολεμική περιπέτεια του Τρέντυ Ρουμανά «Επιχείρησις “Δούρειος Ίππος”» (1966), με τους Πέτρο Φυσσούν, Γιάννη Βόγλη και Ανέστη Βλάχο, πριν ξεκινήσει η μακριά συνεργασία τού συγγραφέα με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αρχής γενομένης με την «Αναπαράσταση» (1970).
Περί το μέσο της δεκαετίας του ’70 ο Θανάσης Βαλτινός βρίσκεται στην τότε Δυτική Γερμανία, στη χώρα που θα εκδοθεί για πρώτη φορά σε βιβλίο «Η Κάθοδος των Εννιά», ως “Der Marsch der Neun” [LCB-Editionen, 1976], σε μετάφραση Johaness Veissert, ενώ δύο χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1978, η νουβέλα θα κυκλοφορούσε για πρώτη φορά και στην Ελλάδα (σε βιβλίο) από τις εκδόσεις Κέδρος, σε δύο χιλιάδες αντίτυπα.
Γρήγορα εκείνη η πρώτη ελληνική έκδοση θα εξαντλείτο, με αποτέλεσμα, μέσα στο ’79, ο Κέδρος να προχωρήσει και σε δεύτερη έκδοση, με διαφορετικό και πιο ταιριαστό (λιτό, μαύρο) εξώφυλλο. Φυσικά, το βιβλίο θα γινόταν ανάρπαστο και σε όλες τις επόμενες δεκαετίες, με συνεχείς εκδόσεις σε Άγρα, Ωκεανίδα, Μεταίχμιο και Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Να κι ένα γερμανικό σημείωμα, όπως το διαβάζουμε στο back cover των πρώτων εκδόσεων:
«Κατ’ αρχήν θα πρέπει εδώ να πάρει κανείς μια βαθειά ανάσα, γιατί, όσο κρατάει το διάβασμα, αυτό είναι αδύνατο να γίνει. Η ατέλειωτη πορεία πάνω στις πυρακτωμένες λοφοσειρές της Πελοποννήσου, η συνεχής καταδίωξη, το ασταμάτητο βάσανο της δίψας – μια πορεία χωρίς σκοπό και ελπίδα, αλλά με την ενστικτώδη συντροφικότητα των χαμένων, ένα απομεινάρι της γυμνής αλήθειας και ένα ντοκουμέντο επιβίωσης από το τέλος του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα...». [Der Tagesspiegel]
Η ταινία
Τώρα... και επί πρώιμης μεταπολίτευσης και βεβαίως στα πρώτα χρόνια του ΠαΣοΚ γυρίζονται διάφορες ταινίες, στη χώρα, που πραγματεύονται θέματα σχετικά με την Αριστερά – κάποιες εκ των οποίων εντάσσονται και σ’ ένα πλαίσιο «αγιοποίησης» του συγκεκριμένου ιδεολογικοπολιτικού χώρου. Ήταν λογικό. Το ΚΚΕ νομιμοποιείται μετά από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τα αντάρτικα τραγούδια ακούγονται πλέον ελεύθερα στις μπουάτ της Πλάκας (που έχουν μετατραπεί σε... αντάρτικα λημέρια), η Εθνική Αντίσταση αναγνωρίζεται το 1982 (επί ΠαΣοΚ), ενώ οι «μάρτυρες» της Αριστεράς, όπως ο Άρης Βελουχιώτης και ο Νίκος Μπελογιάννης, αντιμετωπίζονται κάπως σαν εθνικοί ήρωες, από την πλειονότητα του κόσμου.
Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν ήταν άμοιρος, φυσικά, αυτού του είδους του συναισθηματικού φορτίου, που θα μεταφερόταν προς τους πολυπληθείς θεατές του. Είτε με τις πιο αρτίστικες ταινίες του, όπως ήταν εκείνες του Θόδωρου Αγγελόπουλου (ο «Θίασος» ή το «Ταξίδι στα Κύθηρα»), το «Χάππυ Νταίη» (1976) του Παντελή Βούλγαρη ή και το «Καλή Πατρίδα Σύντροφε» (1986) του Λευτέρη Ξανθόπουλου, είτε με τις πιο λαϊκές σαν τις «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζίμα, «Άρης Βελουχιώτης: Το Δίλημμα» (1981) του Φώτου Λαμπρινού, «Μάθε Παιδί μου Γράμματα» (1981) του Θόδωρου Μαραγκού και «Πέτρινα Χρόνια» (1985) επίσης του Βούλγαρη, η Αριστερά, δηλαδή οι «ήρωές» της, οι αγώνες της και σίγουρα οι ιδέες της θα βρίσκονταν διαρκώς στις οθόνες.
Αυτό είναι το γενικό περίβλημα, εντός του οποίου χωράει και η όποια αμφισβήτηση – εν σχέσει με το πόσο στενά «αριστερές» μπορεί να ήταν όλες αυτές οι ταινίες. Θέλω να πω πως το ΚΚΕ είχε πάντα ένα λόγο για όλα τούτα τα κινηματογραφικά έργα, που διατυπωνόταν (ο λόγος) αδρά μέσα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη». Και βεβαίως εντός του συγκεκριμένου πλαισίου δεν μπορεί παρά να εντάσσεται και η «Η Κάθοδος των Εννιά» (1984) του ελληνοκύπριου Χρίστου Σιοπαχά (1947-2019), που μεταφέρει στην οθόνη τη φερώνυμη νουβέλα του Βαλτινού – με το σενάριο να είναι γραμμένο και επεξεργασμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Διαβάζοντας την «Κάθοδο» είναι αλήθεια πως αντιλαμβάνεσαι, αμέσως, τα κινηματογραφικά προτερήματά της. Ο Βαλτινός μπορεί να μην έγραψε σενάριο, το 1959, έγραψε όμως μια ιστορία, που θα μπορούσε να μετατραπεί, άνετα, σε τέτοιο. Σίγουρα είχε, εξαρχής, κινηματογραφική οπτική η «Κάθοδος», βασικά γιατί αποτελείται από πολλές επιμέρους σκηνές, η γραμμικότητα των οποίων είναι γενικώς, αδιάφορη. Μπορεί, δηλαδή, να αντιμετατεθούν οι σκηνές, χωρίς να αλλάζει η εξέλιξη της ιστορίας. Είναι εμφανέστατο αυτό – και, στην ουσία, μια επιλογή κάποιων σκηνών θα απάρτιζαν το σενάριο, που θα έγραφε ο συγγραφέας και θα υλοποιούσε, οπτικά, ο σκηνοθέτης.
Τα γυρίσματα της ταινίας θα ξεκινούσαν και μάλλον θα ολοκληρώνονταν μέσα στο καλοκαίρι του ’83, στην Πελοπόννησο, προφανώς σε μέρη που γειτνίαζαν ή ήταν τα ίδια μ’ εκείνα της ιστορίας, με την «Κάθοδο των Εννιά» να διαγωνίζεται στο 25ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (1-7 Οκτωβρίου 1984), φεύγοντας από ’κει με τα βραβεία Β Ανδρικού Ρόλου (για τον Βασίλη Τσάγκλο), Μουσικής (για τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη) και Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη (για τον Χρίστο Σιοπαχά), ενώ θα βραβευόταν, με Χρυσό Βραβείο, και στο 14ο Moscow International Film Festival το 1985.
Η ταινία του Σιοπαχά είχε, οπωσδήποτε, τις αρετές της – ιδίως αν την τοποθετήσεις εντός του πλαισίου του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής, που ήταν πνιγμένος στην αυτοαναφορικότητα. Είναι μια ταινία για τον πολύ κόσμο, που βλέπεται και παρακολουθείται με άνεση (και απ’ όσους δεν έχουν υπ’ όψη τους το βιβλίο εννοείται), που διαθέτει επίσης στρωτή αφήγηση, υποκριτικές αρετές (από την πλευρά των ηθοποιών), άψογη διαχείριση του φιλμικού χρόνου, οπωσδήποτε σασπένς, σίγουρα έξοχη μουσική, και που διηγείται (η ταινία), κινηματογραφικά, μια ιστορία χωρίς να πλατειάζει και δίχως να προϋποθέτει την όποια διάχυση του θεατή στο επίπεδο των ιδεών ή των θεωρητικών αισθητικών αναζητήσεων. Και το γεγονός ότι μπορείς να δεις την «Κάθοδο» και σαν ένας είδος ελεγειακού western, ας πούμε, δεν είναι κάτι υποτιμητικό. Δεν υπάρχει τίποτα υποτιμητικό σ’ ένα κινηματογραφικό είδος, που έχει δώσει τα δικά του αριστουργήματα.
Η «Κάθοδος των Εννιά» (η ταινία) είχε δημιουργήσει θόρυβο στην εποχή της. Υπήρξαν αντιπαραθέσεις και στο ιδεολογικό πεδίο φυσικά, αλλά και σε άλλα θέματα, που είχαν να κάνουν ακόμη και με το πώς ένας κύπριος σκηνοθέτης έπαιρνε λεφτά του ελληνικού δημοσίου, για να ολοκληρώσει το έργο του (καθώς η ταινία ήταν συμπαραγωγή της Κρόνακα ΕΠΑ, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της ΕΡΤ 1). Όπως είχε πει ο ίδιος ο Σιοπαχάς στο περιοδικό «Πολιτιστική» [τεύχος #11, Νοέ. 1984]:
«Προσωπικά, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έχω γνωρίσει και το ρατσισμό. Έπρεπε να εξοστρακιστώ, επειδή όντας Κύπριος(!) πήρα μερίδα από την πίτα που λέγεται Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Ας αναλύσουν το φαινόμενο κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι. Οι υπεύθυνοι ας αναλάβουν τις ευθύνες τους. Προσωπικά θεωρώ ότι αυτή η συμπεριφορά προσβάλλει βάναυσα τον πνευματικό κόσμο της Ελλάδας και τις παραδόσεις του. Νιώθοντας ευάλωτος στη μισαλλοδοξία, δεν έχω παρά να ζητήσω την προστασία αυτού του κόσμου».
Έλεγε και άλλα ενδιαφέροντα σ’ εκείνη την συνέντευξη ο Σιοπαχάς, εξηγώντας τα της ταινίας του. Να, όπως αυτά: «Σαν κατασκευή, η “Κάθοδος των Εννιά”, από τη μια μεριά αρνείται έναν κώδικα γραφής πινγκ-πονγκ, μια γραφή με γρήγορα και πολλά πλάνα, όπως μας έχει συνηθίσει ο φτηνός εμπορικός κινηματογράφος, αλλά, από την άλλη, δεν κοιμίζει τον θεατή στην καρέκλα του, αφού πέρα από τους εσωτερικούς της ρυθμούς, πέρα από τις συγκρούσεις της, που σκόπιμα δεν αφήνει να εκραγούν, δεν αρνείται τα στοιχεία δράσης, που μπορούν να τον καθηλώσουν. Η “Κάθοδος” είναι μια ρεαλιστική ταινία. Η ποίηση, τα σύμβολα και ό,τι άλλο μπορεί να συλλάβει ο θεατής, και με το μυαλό και με την ψυχή του, βγαίνουν μέσα από τη δραματουργία και το χαρακτήρα, απ’ αυτό που έχει προηγηθεί και απ’ αυτό που έπεται. Η “Κάθοδος”, όμως, συνειδητά αρνείται τις “έξυπνες” λύσεις, τα “στολίδια”, που θα εντυπωσιάσουν και θα γαργαλίσουν τον θεατή. Οι λύσεις που προτείνει είναι επί της ουσίας. Το ύφος της είναι δωρικό».
Ιδιαίτερη συμβολή στην ταινία έχουν οπωσδήποτε οι ηθοποιοί της, με πρώτους τους Χρήστο Καλαβρούζο, Αντώνη Αντωνίου, Βασίλης Τσάγκλο, Χρήστο Ζορμπά και Ηλία Γιαννίτσο (ο 18χρονος Νάσιος, που τότε ήταν γνωστός στο πανελλήνιο, αφού είχε ήδη πρωταγωνιστήσει στο πολύ δημοφιλές σίριαλ της ΕΡΤ «Γιάννης και Μαρία», δίπλα στην Πέμυ Ζούνη), η αδρή φωτογραφία της, που ανήκει στον Νίκο Καβουκίδη και βεβαίως η συγκλονιστική μουσική της, που ήταν συντεθειμένη από τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη. Συνολικά, πρόκειται για μια βαθιά δραματική μουσική, με μελωδίες περασμένες είτε μέσα από τα keyboards της εποχής (που μάλλον χειρίζεται ο ίδιος ο συνθέτης), είτε μέσα από τη βιόλα (Δημήτρης Ζουμπούλης) και τα φλάουτα (Tone Takahashi, Σταμάτης Πρωτόπαπας), η οποία υποβάλλει με τη δύναμη και το μέτρο της.
Βασικά λέμε για μια μουσική αυθύπαρκτη, με τον δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα στην ταινία. Δεν πρόκειται, θέλω να πω, για σάουντρακ συνοδείας, που σχολιάζει περιγραφικά τις διάφορες σκηνές, αλλά για μουσική ενεργή, που προχωρά τη δράση με τον δικό της τρόπο. Αυτό το έχουμε δει ελάχιστες φορές στον ελληνικό κινηματογράφο και προχείρως μου έρχεται, τώρα, στο νου η μουσική του Σταύρου Λογαρίδη για την «Φόνισσα» (1974) του Κώστα Φέρρη.
Έτσι, η έκδοση του σάουντρακ ήταν επιβεβλημένη κατά μίαν έννοια – κάτι που θα συνέβαινε εν τέλει από την Virgin, το 1984. Το εξώφυλλο του δίσκου είναι πολύ ωραίο, σχεδιασμένο από τον Πέτρο Παράσχη, αλλά υπάρχουν ορθογραφικά λάθη μπροστά και πίσω στις αναγραφές των τίτλων και των ονομάτων, που σε κάνουν να απορείς. Γιατί «Η Κάθοδος των Εννέα» και όχι «Η Κάθοδος των Εννιά», όπως τιτλοφορείται και η νουβέλα και η ταινία; Τι είδους χαζός ευπρεπισμός είναι αυτός; Γιατί «Χρήστου Σιωπαχά» και όχι «Χρίστου Σιοπαχά» (όπως φαίνεται το ονοματεπώνυμο του σκηνοθέτη στους τίτλους αρχής); Γιατί «Δημήτρης Ζουμπούγης» και όχι «Ζουμπούλης» κ.λπ.; Ευτυχώς το back cover μας αποζημιώνει μ’ ένα κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη, εκεί όπου διαβάζουμε (ανάμεσα σε άλλα) και σε σχέση πάντα με τη μουσική:
«(...) Ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης παρακολουθεί τους εννιά στην κάθοδό τους στον Άδη της ελληνική Ιστορίας σαν ψυχοπομπός και σαν ψυχαγωγός. Ψυχοπομπός γιατί παίρνει την ψυχή τους μία-μία, με τη σειρά της τελευταίας εκπνοής, και την πέμπει στα βουνά και τα λαγκάδια για να σμίξει με το θρόισμα των καψαλισμένων δέντρων και το κελάρυσμα των παγιδευμένων πηγών, και ψυχαγωγός διότι δεν επιτρέπει στο θεατή που ακούει και τον ακροατή που βλέπει να χάσει κι αυτός την ψυχή του μέσα σε τούτη την ιεροτελεστία μιας ανοίξεως, που ’ταν μαζί και καλοκαίρι, και φθινόπωρο, και χειμώνας: Καμία ήττα δεν είναι βαριά όταν δεν είναι οριστική και κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος όταν γίνεται μουσική. Κι ακριβώς, μέσα στην εκπληκτική μουσική το Χριστοδουλίδη, που υποβαστάζει την εικόνα του Σιοπαχά και το λόγο του Βαλτινού, μπορεί ν’ ακούσει κανείς τον τελευταίο στεναγμό εννιά ανθρώπων που κάποτε τραγούδησαν, έστω και φάλτσα, το μεγάλο τραγούδι της λευτεριάς».
Η κάθοδος των εννιά: Αποχαιρετισμός στον Ταΰγετο