Ο πρωταγωνιστής του μονολόγου Insenso του Δημήτρη Δημητριάδη Αναστάσης Δ. Ροϊλός, εξηγεί γιατί επέλεξε να ερμηνεύσει το ρόλο της Λίβιας Σερπιέρι.
Πότε ήρθες για πρώτη φορά σε επαφή με το κείμενο του Δημητριάδη;
Διάβασα το συγκεκριμένο έργο του Δημητριάδη τέλη Φεβρουαρίου του 2012 μετά από προτροπή του σκηνοθέτη Δαμιανού Κωνσταντινίδη που ήταν και καθηγητής μου στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Διάβαζα κείμενα για τη διπλωματική μου στην υποκριτική και μέχρι στιγμής είχα καταλήξει στη Νύχτα μόλις πριν από τα δάση του Κολτές σε μετάφραση της Μάγιας Λυμπεροπούλου, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι ήταν αυτό ακριβώς που ήθελα. Έχοντας έρθει σε επαφή κατά τη διάρκεια μαθημάτων με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό με το Πεθαίνω σαν χώρα, μου άρεσε πολύ ο λόγος του Δημητριάδη. Έτσι, διάβασα και τη Λήθη, το οποίο όμως πάλι δεν ήταν αυτό που ήθελα για τη συγκεκριμένη δουλειά. Ενώ λοιπόν περνούσε ο καιρός και δεν είχα καταλήξει ακόμη, τέσσερεις περίπου μήνες κράτησε περίπου όλη αυτή η φασαρία, το συζήτησα με τον Δαμιανό Κωνσταντινίδη και μου πρότεινε το Insenso, που ήταν λίγο θαμμένο και δυσκολεύτηκα να το βρω στα βιβλιοπωλεία -το βρήκα τελικώς στην κατηγορία «Μουσική». Καθώς το διάβαζα και παρά το ότι το πρόσωπο που μιλάει μας συστήνεται ως Λίβια Σερπιέρι, πριν καλά καλά το τελειώσω είχα αποφασίσει πως αυτό ήταν το κείμενο που θα ασχολιόμουν.
Που ταυτίζεσαι με αυτόν το μονόλογο;
Η ίδια η ταύτιση είναι θέμα του έργου. Μια ταύτιση που σχετίζεται με τον έρωτα. Με αφορά άμεσα το θέμα του έρωτα, και εμένα και όλους τους ανθρώπους πιστεύω. Ακόμη κι αν δεν έχει ζήσει κάποιος έναν τόσο μεγάλο, παράφορο έρωτα και κυρίως με τέτοιο τρόπο, που είναι όντως σχεδόν αδύνατο να ζήσει ένας φυσιολογικός άνθρωπος κάτι τέτοιο όπως αυτό που πραγματεύεται το Insenso, που είναι δηλαδή το Insenso, και που του δίνει και το ίδιο το όνομά του άλλωστε. Όλο αυτό το έξω από τη λογική και έξω από το πραγματικό. Όλα αυτά που λέει στον μονόλογο της η Σερπιέρι, και τελικά το πως καταλήγει στο τέλος. Εμένα όλο αυτό μου δημιουργεί τρομερό ενδιαφέρον. Καμιά φορά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί μας αρέσει κάτι. Όταν διάβασα το κείμενο πρώτη φορά δε μπορούσα να πω μου αρέσει γι αυτό και γι αυτό, είπα απλώς αυτό είναι αυτό που θα κάνω. Με άγγιξε το κείμενο του Insenso και ήθελα να με πάει κάπου. Και με πήγε.
Στην έρευνα σου ξεκίνησες από την ταινία του Βισκόντι ή από το βιβλίο του Μπόιτο;
Όχι τόσο από το βιβλίο του Μπόιτο αλλά είδα όλες τις ταινίες του Βισκόντι στις οποίες υπάρχουν αναφορές στο μονόλογο. Το Senso, ο Γατόπαρδος, το La strega bruciata,και το Vagle stele dell’ orsa.
Τελικά ήταν η πτυχιακή σου εργασία;
Ναι, με τον Δαμιανό Κωνσταντινίδη ως επόπτη μου και σκηνοθέτη της παράστασης. Παρουσιάστηκε και βαθμολογήθηκε στις 25 Ιουνίου του '12 ως διπλωματική στην υποκριτική, κι έπειτα, τον Οκτώβρη τη μεταφέραμε με την ομάδα Angelus Novus στη σκηνή του θεάτρου Όρα στη Θεσσαλονίκη.
Σε σχέση με τις άλλες δύο εκδοχές του Μιχαήλ Μαρμαρινού και του Εμμανουήλ Κουτσουρέλη, που ανέβηκαν στην Αθήνα σε τι διαφέρει η δική σας ;
Νομίζω χρησιμοποιήσαμε ακριβώς ο, τι μας δίνει το κείμενο και μόνο, χωρίς καμία προσθήκη, μουσικής για παράδειγμα, ακολουθήσαμε και προσπαθούμε να αναδείξουμε τη φόρμα του κειμένου. Έχει επίσης μια υπόδειξη ο Δημητριάδης, πέρα από το περί όπερας και τη σημειολογία του κειμένου, που λέει ότι το ρόλο της Λίβιας Σερπιέρι θα μπορούσε, και ίσως θα έπρεπε να επιδιωχθεί να τον παίξει ο Φραντς Μάλερ. Πράγματι γίνεται ένα μπλέξιμο των ρόλων μέσα από τα λόγια της, κι εδώ έρχεται η ταύτιση που είπαμε πριν, η Λίβια ταυτίζεται, θέλει να είναι ο Φραντς. Σ’ αυτό ακριβώς βασίζεται η δική μου δουλειά. Δεν είναι ότι βρήκα έναν γυναικείο ρόλο και τον κάνω αντρικό. Σε αυτό το σώμα που υπάρχει στη σκηνή βλέπουμε τα δύο σώματα που μέσω του ποιητικού λόγου του Δημητριάδη γίνονται ένα. Δεν μπορείς να πεις ότι δεν βλέπεις έναν άντρα. Δεν εμφανίζεται ένας άντρας που παίζει, που καμώνεται τη γυναίκα. Εμφανίζεται ένας άντρας που συστήνεται ως Λίβια Σερπιέρι και από εκεί και πέρα ακολουθεί μια πορεία. Σε κάποιο σημείο αυτής της πορείας λέει καθαρά «Είμαι ο Φραντς- ήθελα να είμαι εσύ», κάτι ακόμη που νομιμοποιεί την παρουσία ενός άντρα. Η ταύτιση με τον εραστή της, στην οποία στοχεύει η Λίβια θα είχε επιτευχθεί, εάν τον σκότωνε με τα ίδια της τα χέρια, πράγμα που δεν έκανε κι έχει μετανιώσει. Στην ταινία του Βισκόντι τον καταδίδει, τον εκτελούν οι Αυστριακοί κι εκείνη χάνεται μέσα στη νύχτα της Βερόνα. Στο έργο του Δημητριάδη η Λίβια μετά από τόσα χρόνια είναι ακόμη ζωντανή, και βρίσκεται σε μια κατάσταση μεταιχμιακή, δεν μπορεί να πεθάνει. Δεν μπορεί να πεθάνει επειδή ακριβώς δεν τον σκότωσε η ίδια, πράξη με την οποία θα ενωνόταν απόλυτα μαζί του. Έτσι τώρα προσπαθεί κάθε μέρα να τον σκοτώσει μέσα της. Προσπαθεί και παράλληλα φτάνει κι εκεί που θέλει, μέσω του λόγου, ο οποίος βέβαια κινεί και το σώμα, το φτάνει στα όριά του. Για κάτι που μάλλον δε θα ζήσουμε ποτέ αλλά μας αγγίζει για κάποιο λόγο. Για κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί και να περιγραφεί, ο Δημητριάδης μιλάει και το παραμικρό στοιχείο που δίνει συνθέτει τελικά αυτό το ποίημα-δοκίμιο για τον έρωτα.
συνέντευξη: Χρήστος Παρίδης
Δημήτρη Δημητριάδη INSENSO
Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Κοστούμι-φωτισμοί: Έλενα Κώτση με τη βοήθεια του Απόστολου Αποστολίδη
Επιμέλεια κίνησης: όλη η ομάδα με τη βοήθεια της Ελίζας Γκιλιοπούλου
Μακιγιάζ: Μελίνα Γλαντζή
Βίντεο: Κώστας Καρύδας
Κατασκευή κοστουμιού: Φούλη Βουτσά
Ερμηνεία: Αναστάσης Δ. Ροϊλός
Θέατρο ΠΟΡΕΙΑ
Τρικόρφων 3-5 και 3ης Σεπτεμβρίου 69 (πλατεία Βικτωρίας)
210-8210.991 & 210-8210.082
Σάββατο στις 19.00 & Τρίτη στις 21.00
60 λεπτά χωρίς διάλειμμα
Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό 12 ευρώ, Φοιτητικό 8 ευρώ
σχόλια