φωτό: oikoinfo
Του Ηλία Mαγκλινη, από την Καθημερινή
Ο Βοτανικός είναι ένα όριο. Ενα ιδιότυπο σύνορο. Γεμάτος απόκρυφες γωνιές και άφθονη σκόνη, οργιώδη βλάστηση κατά τόπους, μυστικά ποτάμια και χορταριασμένους, ερειπωμένους ναούς τεσσάρων αιώνων. Κι είναι ακόμα μια απέραντη, βιομηχανική ερημιά, με τη δική της industrial ομορφιά, γεμάτη αλάνες και γύφτικα τσαντίρια, παρηκμασμένα αρχοντικά, τόπος βαπτισμένος στο αττικό φως και μπολιασμένος με γνήσια βαλκανική, ανατολίτικη παρακμή μα και αχαλίνωτη ανάπτυξη που όμως πάντοτε μένει στα μισά.
Αυτή την αίσθηση των ορίων, ακόμα και σε ένα στενό, γεωγραφικό πλαίσιο, μας την επιβεβαιώνει ο Δημήτρης Λελούδας. Καθόμαστε, μεσημέρι του Αγίου Πνεύματος, στην ομώνυμη ταβέρνα, ένα παραδοσιακό κρασοπουλειό που λειτουργεί αδιαλείπτως από το 1928 στην οδό Σαλαμινίας, κοντά στο ρέμα του Προφήτη Δανιήλ και στην υπηρεσία που χορηγεί βίζα σε μετανάστες.
φωτό: greekarchitects
Ο «Λελούδας». Παππούς, πατέρας και τώρα ο εγγονός, ο Δημ. Λελούδας. «Ο Βοτανικός συνδέει την Αθήνα με όλη την υπόλοιπη δυτική Αττική», λέει. «Απέναντι είναι ο Δήμος Ταύρου», λέει δείχνοντας προς την Πέτρου Ράλλη. Μας χωρίζει αυτό το μικρό στενό, η Σαλαμινίας και μια αλάνα ανάμεσα σε δύο εγκαταλελειμμένα εργοστάσια. «Αν πάλι πάρεις τη Σαλαμινίας, βγαίνεις στην Αγίας Αννης, κάνεις δεξιά και στο δεξί σου χέρι είναι Δήμος Αθηναίων και αριστερά Δήμος Αιγάλεω. Εάν πάρεις την Πέτρου Ράλλη και στρίψεις στην Αγίας Αννης με κατεύθυνση προς το γήπεδο του Ολυμπιακού, στο δεξί χέρι, όπως πηγαίνεις είναι ο Αγιος Ιωάννης Ρέντης και στο αριστερό ο Ταύρος. Εάν πάρεις την Πέτρου Ράλλη και διασχίσεις το ποτάμι, έχεις στο δεξί σου χέρι το Αιγάλεω, στο αριστερό είναι ο Ρέντης και αν πας ευθεία βγαίνεις Νίκαια».
Μια πόρτα με σίτα αποτελεί την κεντρική είσοδο του «Λελούδα» - όπως στα ερημικά ντάινερ των αμερικανικών highway. Στα πίσω δωμάτια της ταβέρνας, κρύβεται η ιστορία του μαγαζιού: τα τεράστια βαρέλια, μερικά από χρόνους προπολεμικούς, τα οποία μια φορά τον χρόνο κυλούν έξω στον δρόμο για να καθαριστούν. Ολη η διαδικασία είναι γυρισμένη σε ένα πολύωρο φιλμάκι, μερικά λεπτά του οποίου προβάλλονται εδώ και λίγο καιρό στο YouTube.
Πίσω από τον «Λελούδα», καθώς περιεργαζόμαστε τα βαρέλια με το κρασί, ακούγονται τούρκικα τσιφτετέλια. Ο καταυλισμός των Ρομά. Εξ Αλβανίας ορμώμενοι, φτιάχνουν παράγκες με τα χέρια τους. Πεταμένες τζαμαρίες, μαζί με τα κουφώματα, οι τοίχοι των διάφανων, ετοιμόρροπων σπιτιών τους. Τις νύχτες καίνε καλώδια και ο τόπος όλος μυρίζει.
Κρασί και μπακαλιάρος
Λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα ο «Λελούδας» κλείνει. Η νύχτα δεν αντέχεται εκεί, κι όχι μόνον εξαιτίας των αθίγγανων. Το μαγαζί ανοίγει από πολύ νωρίς· παραδοσιακά εξυπηρετούσε επαγγελματίες και εργαζόμενους στην περιοχή. Κάποτε η γειτονιά έσφυζε από ζωή τα πρωινά και τα μεσημέρια. Το μεσημέρι που καθίσαμε εμείς επικρατούσε μια ωραία ησυχία. Ηπιαμε κρασί, γλυκόπιοτο, φάγαμε ωραιότατο μπακαλιάρο σκορδαλιά, φέτα ψητή, αυθεντική τηγανητή πατάτα, κεφτέδες, σαλάτα. Καθώς περιεργάζομαι τον κατάλογο, πέφτω πάνω σε μια ρεστο-κριτική του Πάνου Γεραμάνη. «Αγαπούσε το μαγαζί κι ερχόταν κάθε τόσο. Εβαλα την κριτική του στον κατάλογό μας, τιμής ένεκεν», λέει ο Δημ. Λελούδας. Απέναντί μου κάθεται η λαογράφος Ζωή Ρωπαΐτου. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Ρουφ-Βοτανικός, Γκαζοχώρι» και «Ο Ελαιώνας της Αθήνας» (αμφότερα από τις εκδόσεις Φιλιππότη), γέννημα-θρέμμα της περιοχής και ιδανικός οδηγός στην περιήγηση αυτή. Σκύβει, μας λέει διακριτικά: «Οταν πέθανε ο Γεραμάνης, είχαμε θρήνο εδώ, στον "Λελούδα"».
φωτό: athensville
Το ότι ο Βοτανικός σού δίνει την αίσθηση των ορίων έχει να κάνει και με την ιστορία του. Από τη μακρινή εποχή του Τούρκου Βοεβόδα Χασεκή Αλή, εκεί βρίσκονταν τα δυτικά τείχη της πόλης των Αθηνών. Τραβώντας νερό από τον Κηφισό, ο Χασεκής έφτιαξε με πηγή, μια πέτρινη βρύση. Εκεί έστησε το κονάκι του. Η βρύση σώζεται ακόμα και σήμερα, επί της Ιεράς Οδού, αριστερά από την κεντρική είσοδο της Γεωπονικής Σχολής. Ο βοτανικός κήπος απλώθηκε γύρω από αυτή τη βρυσούλα του Τούρκου ηγεμόνα της πόλης.
«Οι γραμμές του τρένου είναι το σύνορο ανάμεσα στο Ρουφ και τον Βοτανικό», λέει η συγγραφέας Ζωή Ρωπαΐτου. «Εγώ μεγάλωσα πάνω στις γραμμές, Ορφέως και Κωνσταντινουπόλεως. Είναι μια γειτονιά στην οποία δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Χάρη στον ναό δεν έχουν δημιουργηθεί νυχτερινά κέντρα. Γι' αυτό και στην ευρύτερη περιοχή οι κάτοικοι επιμένουν ακόμα, δεν έχουν φύγει. Και το λαογραφικό ενδιαφέρον είναι πολύ μεγάλο. Παραδοσιακά, ο Αγιος Βασίλειος, συγκέντρωνε Ρουφιώτες και Βοτανικιώτες. Τώρα, επειδή η εκκλησία έχει υποστεί ζημιές απ' τους σεισμούς, μαζεύονται στην Αγία Μαρκέλλα, που είναι μέσα στον Βοτανικό».
Οι γραμμές του τρένου
Η Ζωή Ρωπαΐτου λέει γελώντας ότι «παραδοσιακά υπήρχε ένα είδος αντιπαλότητας ανάμεσα σε εκείνους που μένουν πάνω από τις γραμμές του τρένου και σε εκείνους που μένουν από κάτω». Σήμερα, η «επάνω πλευρά» (η ανατολική), δηλαδή το Ρουφ και το Γκάζι, έχει μεταβληθεί δραστικά χάρη στον σταθμό του μετρό Κεραμεικός. Ωστόσο, παρά την έλευση του μετρό και καλλιτεχνικούς χώρους όπως το Gazarte ή το Κ44, οι περισσότεροι κάτοικοι δυσφορούν έντονα με την εξέλιξη αυτή. Η αναβάθμιση της περιοχής μπαίνει μέσα σε εισαγωγικά: άναρχη επέκταση των νυχτερινών κέντρων και, βέβαια, ηχορύπανση.
φωτό: greekarchitects
Ο σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος», των κατοίκων Κεραμεικού - Γκάζι - Ρουφ, μέσα και από ένα άρτια οργανωμένο μπλογκ, έχει προσπαθήσει να κάνει τους υπεύθυνους να ευαισθητοποιηθούν. Οπως μας είπε η Βάσω Μπάρκα, «δραστηριοποιούμαστε πάνω από τις γραμμές, αλλά με τον Βοτανικό είμαστε όμορες περιοχές, πάνω-κάτω τα ίδια προβλήματα μοιραζόμαστε και η πληθυσμιακή διαστρωμάτωση είναι λίγο-πολύ η ίδια». Η κ. Μπάρκα παραδέχεται πως το γεγονός ότι «υπάρχει ζωή και είναι φωτισμένοι οι δρόμοι, ανακουφίζει πολλούς κατοίκους. Εμείς όμως εδώ δεν είχαμε τα προβλήματα που έχουν, π.χ., στην Κυψέλη, συνεπώς, όταν πρέπει να πάει τέσσερις το πρωί για να μπορέσεις να κοιμηθείς, είναι ένα θέμα. Εμείς έχουμε γηγενείς κατοίκους που επιμένουν, αλλά και νέους κατοίκους, σε νέα λοφτ, αλλά σιγά σιγά φεύγουν εξαιτίας της ηχορύπανσης. Αφήστε που η μία χρήση έφερε την άλλη: τα μπαρ έφεραν μιαν αλματώδη αύξηση των λεγόμενων στούντιο, οίκων ανοχής δηλαδή. Αυτό σημαίνει ότι σταδιακά υποχωρεί η έννοια "κατοικία" στην περιοχή. Με άλλα λόγια, η αναβάθμιση ήταν απλώς εμπορευματοποίηση, άναρχη και χαοτική».
Τέχνη, ρεμπέτικα, τζαζ και ψησταριές στο πεζοδρόμιο
Ο εικαστικός καλλιτέχνης Μιχάλης Αργυρού πήρε πολύ συνειδητά την απόφαση να στήσει έναν χώρο καλλιτεχνικών δράσεων και εκδηλώσεων, κάτω από τις γραμμές του τρένου, στο «ψαχνό» του Βοτανικού. Από τα τέλη του 2009 (και τις απαρχές της κρίσης στη χώρα μας), το Beton 7, σε ένα μικρό στενάκι, την οδό Πύδνας, πίσω από τη Γεωπονική, συνεχίζει γερά με εικαστικά δρώμενα και εκθέσεις, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, μικρά φεστιβάλ, περφόρμανς, αναγνώσεις, ομιλίες, πειραματικά έργα, ενώ το μπαρ στο ισόγειο γίνεται πόλος έλξης για τους θεατές. «Επέλεξα συνειδητά τη συγκεκριμένη περιοχή», μας είπε. «Ηθελα να είμαι κάτω από τις γραμμές του τρένου. Στα δυτικά της πόλης. Πάνω απ' τις γραμμές, κατά τη γνώμη μου, αυτό που συμβαίνει έχει κάτι αγοραίο. Μια εμποροπανήγυρις. Εδώ είναι πιο ήσυχα και επιπλέον η γειτονιά δεν έχει εγκληματικότητα. Μπορεί κάποιος να παρκάρει άνετα, το μετρό του Κεραμεικού είναι δίπλα, ενώ υπάρχει πρόσβαση και με λεωφορείο».
Αντιθέσεις
Τον ρωτάμε «αν του έχει βγει» το εγχείρημα. «Ενα τέτοιο εγχείρημα οικονομικά είναι πάντα αβέβαιο, ειδικά σε τέτοια εποχή, ωστόσο, ναι, έχει αποδώσει ως προς την ανταπόκριση του κόσμου. Πέρα από το πρόγραμμά μας, εκτίμησε και τις πρακτικές ευκολίες, την ηρεμία. Ηθελα να κάνω κάτι μέσα στον Βοτανικό, μια περιοχή παρθένα σε αυτό το επίπεδο. Και, αν δεν κάνω λάθος, είμαστε οι μόνοι. Ακόμα και η Ταινιοθήκη της Ελλάδος βρίσκεται πάνω από τις γραμμές, αρκετά κοντά μας ωστόσο».
Οι ωραίες αντιθέσεις του Βοτανικού πάντως είναι έκδηλες και στο δρομάκι του Beton 7: Απέναντι ακριβώς, μουσουλμάνοι μετανάστες κρεμούν την μπουγάδα τους στο μικρό πεζοδρόμιο ή ψήνουν κάστανα, παρατηρώντας τους φίλους της τέχνης, στο απέναντι πεζοδρόμιο, σα να είναι εξωτικά όντα. Το ίδιο ακριβώς όμως κάνουν και οι φιλότεχνοι θαμώνες του Beton 7. Και όλοι χαμογελούν είτε αμήχανα είτε εγκάρδια.
Τρία χρόνια λειτουργεί το Beton 7, όσο περίπου και οι «Θεσσαλοί». Ενα μουσικό στέκι στην οδό Μελενίκου, κάτω ακριβώς απ' τις γραμμές και αυτό, και πολύ κοντά στον Προφήτη Δανιήλ. Ανάμεσα σε συνεργεία και πινακίδες ζυγοστάθμισης, κοντά σε ένα πολωνικό ζαχαροπλαστείο, οι «Θεσσαλοί» ανήκουν σε τρεις Θεσσαλούς. Ενας μικρός χώρος που ήταν κάποτε βυρσοδεψείο, γεμάτος φωτογραφίες στους τοίχους, κρεμασμένα βινύλια, γκραβούρες και λαϊκές ζωγραφιές με γυμνές οδαλίσκες, το μαγαζί φιλοξενεί ζωντανά μουσικά σχήματα χωρίς μικρόφωνο, από κλαρίνα και ρεμπέτικα μέχρι τζαζ. Τώρα που ο καιρός ανοίγει, οι ψησταριές βγαίνουν και στο μικρό πεζοδρόμιο.
φωτό: lifo
Οι «Θεσσαλοί» ταιριάζουν μάλλον γάντι στον Βοτανικό. Από την εποχή που ο Μπιθικώτσης νεκρολογούσε μοναδικά κάποιον ανώνυμο μάγκα της περιοχής ή την περίοδο που νεαρός ακόμα ο Ζαμπέτας, επίσης γέννημα - θρέμμα του Βοτανικού, έπαιζε τις πρώτες του νότες, η περιοχή έχει περάσει στη στιχουργία του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. «Είναι εκπληκτικό», σχολιάζει η Βάσω Μπάρκα, «αν αναλογιστεί κανείς ότι όλη αυτή η περιοχή, από το Θησείο και τα Πετράλωνα έως το Ρουφ και τον Βοτανικό, είχε γνήσια ατμόσφαιρα Μεσοπολέμου, έως και πολύ πρόσφατα. Εμείς δεν είχαμε ιδιαίτερα τα προβλήματα της αντιπαροχής με τις πολυκατοικίες, που παρατηρήθηκαν σε άλλες γειτονιές, γι' αυτό και μπορεί να διακρίνεται ακόμα και πάνω από την Ιερά Οδό μερικά νεοκλασικά».
Φεύγουν τα πρακτορεία;
Βρισκόμαστε κάτω από τις γραμμές μεν, ωστόσο, πάνω από τη βιομηχανική περιοχή, καταμεσής της οποίας βρίσκεται ο «Λελούδας». Οδηγώντας προς τα εκεί με τον φωτογράφο Αλέξανδρο Φιλιππίδη, περάσαμε μέσα από ένα παράλληλο σύμπαν που δύσκολα περιγράφεται: ο παράδεισος του ρακοσυλλέκτη, ένα είδος χωματερής χωρίς σκουπίδια αλλά γεμάτη παλαιά, φαινομενικά άχρηστα αντικείμενα προς πώληση. Το αυτοκίνητο σύρθηκε ανάμεσα σε ολόκληρους λόφους γεμάτους αλουμίνιο και λαμαρίνα. Μάντρες, πρακτορεία μεταφορών, κουφάρια εργοστασίων, αμαξοστάσια των τρόλεϊ, ερημικές καντίνες με πατσά και φασολάδα και, βέβαια, το τεράστιο εργοτάξιο του Βωβού, εκεί όπου θα γινόταν το γήπεδο του Παναθηναϊκού.
Από αυτό το σημείο του δρόμου, και μέσα στην αχλύ της σκόνης, ο Ιερός Βράχος διακρίνεται σε όλο του το μεγαλείο. Θυμάσαι τότε ότι ψηλαφίζεις την ιερή διαδρομή από την Ακρόπολη στα Μυστήρια. Η Ιερά Οδός, που παρά τη μικρή μετακόμιση των σκυλάδικων της παραλιακής Ποσειδώνος, συνεχίζει ώς την Ελευσίνα.
Γιατί όμως αυτή η εγκατάλειψη στη βιομηχανική περιοχή; Και πάλι ο Δημήτρης Λελούδας: «Μόνον στον Βοτανικό θα βρεις στρεμματικές εκτάσεις εντός του Δήμου Αθηναίων, οπότε εδώ παίζονται συμφέροντα. Εάν, για παράδειγμα, σου ανήκουν ένα δύο στρέμματα, μπορείς να τα νοικιάζεις σε τέσσερις πέντε εταιρείες μεταφορών. Τα έσοδα ήταν πάντοτε πολύ υψηλά και, βέβαια, δεν σε συνέφερε ή δεν σε ενδιέφερε να αναπτυχθεί η περιοχή. Τώρα όμως, μετά την κρίση, όλο αυτό έχει γυρίσει μπούμερανγκ. Τα πρακτορεία μεταφορών αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιο και αποχωρούν ένα ένα. Οι χώροι μένουν ξενοίκιαστοι και η περιοχή έχει πια ερημώσει».
Πάντως, όπως λέει η Ζ. Ρωπαΐτου, «από το 19ο αιώνα, η περιοχή είχε βιομηχανικό χαρακτήρα. Τότε, έφτιαχναν τρίχινους σάκους για να βάζουν μέσα τις ελιές, τις λιγοστές που είχαν απομείνει από τον θρυλικό Ελαιώνα. Μετά και το 1922 έφυγαν και τα τελευταία δέντρα, διότι έπρεπε να τραφεί τόσος κόσμος, οι πρόσφυγες. Οι βιομηχανίες όμως εγκαταστάθηκαν εδώ για διάφορους λόγους: ο Βοτανικός βρίσκεται κοντά στην Αθήνα και στον Πειραιά. Επίσης, λόγω του Κηφισού, το έδαφος είναι εύφορο. Οι βιομηχανίες δερμάτων και τα κεραμοποιεία ήρθαν εδώ διότι είχαν ανάγκη από νερά. Βεβαίως, ο τόπος ήταν γεμάτος περιβόλια, θα έλεγα έως και τη δεκαετία του '60. Ενας εκατονταετής παππούς από τον οποίο πήρα συνέντευξη, μιλούσε ακόμα για "λόγγο" στην περιοχή αυτή».
Ο κ. Απόστολος Σταμπόλης, παλαιός κάτοικος της περιοχής, θυμάται ακόμα τη Λαχαναγορά, πριν μεταφερθεί στου Ρέντη, στα μέσα της δεκαετίας του '60. «Ενα μελίσσι πολύβουο όλος ο τόπος», παρατηρεί. «Πουλήθηκαν αγροκτήματα για ένα κομμάτι ψωμί στα πρακτορεία μεταφορών», συμπληρώνει η κ. Ρωπαΐτου.
Βατράχια και αηδόνια
φωτό: Βήμα
Στο βιβλίο της, «Ελαιώνας», η Ζωή Ρωπαΐτου αναδημοσιεύει αποσπάσματα από το βιβλίο «Γιώργος Ζαμπέτας βίος και πολιτεία» (εκδ. Ντέφι, 1997) της Ιωάννας Κλειάσιου: «Ηταν κι ο Βοτανικός. Εκεί μαζεύονταν λιμνάζοντα νερά και είχε πολλά βατράχια· βατράχι να δεις. Και είχε κάτι λεύκες, κάτι θεόρατες λεύκες. Μέσα στον Βοτανικό ήτανε η Σχολή Δασοπονίας - Δασοκομίας, η Γεωπονική που είναι ακόμα και σήμερα. Στον κήπο λοιπόν μέσα, εκτός από τα βατράχια συχνάζανε και αηδόνια. Εγώ, το χάραμα, που ο ουρανός είχε τότε ένα ωραίο χρώμα γαλανό-πορτοκαλί, πήγαινα στον Βοτανικό, ήταν κοντά και καθόμουνα και τρελαινόμουνα. Ανοιξη και φθινόπωρο να ακούσει κανείς συναυλία πουλιών να ανατριχιάσει. Καθόμουνα μες στην πυκνούρα κι άκουγα από τα έλη τα βατράχια κι από κάτω τα αηδόνια να πλέκουνε συναυλία».
Ο Βοτανικός λοιπόν. Απλωμένος στα δυτικά της πόλης, τότε και τώρα, χθες και σήμερα, η ζωντανή ιστορία της Αθήνας και την ίδια στιγμή μια έρημη χώρα· μια ρημαγμένη γη.
σχόλια