Το να μπαίνεις στην περιπέτεια της γνώσης σημαίνει να ψάχνεις κάτι χωρίς συγκεκριμένο λόγο και αιτία. Λόγος, βεβαίως, θα υπάρχει πάντα, αλλά εσύ δεν θα τον γνωρίζεις, ούτε θα σε νοιάζει να τον μάθεις. Θα έχεις μονάχα το κέντρισμα της επιθυμίας και την περιέργεια.
Ποιες σελίδες παίζουν για τις εξετάσεις; Ποια πτυχία μετρούν περισσότερο; Είναι «καλός» αυτός ο καθηγητής ή από τους δύσκολους για να τον αποφεύγουμε;
Συνηθισμένες, προβλέψιμες ερωτήσεις. Τις κάναμε κι εμείς και οι προηγούμενοι από εμάς και οι σημερινοί. Ψάχναμε, δηλαδή, τις τρύπες στα δίχτυα και τη λιγότερη δυνατή ταλαιπωρία. Δεν είναι, άλλωστε, φυσικό πράγμα να αποζητάς περιπλοκές και δυσκολίες. Το φυσιολογικό είναι η κούραση, η βαρεμάρα, μια κάποια φυγοπονία, ταιριαστή εξάλλου και με τις ζέστες των Ιουνίων, με το ελληνικό ζην υπαιθρίως.
Το να μπαίνεις στην περιπέτεια της γνώσης σημαίνει να ψάχνεις κάτι χωρίς συγκεκριμένο λόγο και αιτία. Λόγος, βεβαίως, θα υπάρχει πάντα, αλλά εσύ δεν θα τον γνωρίζεις, ούτε θα σε νοιάζει να τον μάθεις. Θα έχεις μονάχα το κέντρισμα της επιθυμίας και την περιέργεια.
Να όμως που διαπιστώνεις πως χάνεται κάτι άλλο: η γνώση-περιπέτεια που φτάνει πολύ μακρύτερα από την κτήση εφοδίων και προσόντων. Μιλώ για τη γνώση με την οποία δεν χειριζόμαστε ένα βιογραφικό, αλλά χτίζουμε μια σχέση με τον κόσμο. Μια σχέση που αντέχει περισσότερο από τους απογοητευτικούς κραδασμούς της συγκυρίας.
Το να μπαίνεις στην περιπέτεια της γνώσης σημαίνει να ψάχνεις κάτι χωρίς συγκεκριμένο λόγο και αιτία. Λόγος, βεβαίως, θα υπάρχει πάντα, αλλά εσύ δεν θα τον γνωρίζεις, ούτε θα σε νοιάζει να τον μάθεις. Θα έχεις μονάχα το κέντρισμα της επιθυμίας και την περιέργεια.
Ξέρω, φυσικά, τις ενστάσεις και πολλές από αυτές είναι σοβαρές. Ο χρόνος που δεν διατίθεται, η αθυμία της κρίσης, οι προγραμματισμοί των προθεσμιών. Το γενικό τρέξιμο ή και αυτοί οι διαφορετικοί τρόποι να σχετίζεσαι, να επιθυμείς, να ανακαλύπτεις, να ανταλλάσσεις εμπειρίες: τα social media, οι κλειστές ομάδες, ο σύγχρονος πολυ-κοινοτισμός.
Όμως η περιπέτεια της γνώσης ξεκινάει πάντα από εμπειρίες αυτομόρφωσης. Στην Ελλάδα, αυτή η λέξη συνδέθηκε για δεκαετίες με την «κομμουνιστική ηθική». Ο νέος επαναστάτης έπρεπε να αυτομορφώνεται και κάποτε, όταν έπρεπε, να κάνει και μια «αυτοκριτική». Άλλο ένα παράδοξο: λέξεις που έχουν μέσα τους την ατομική ευθύνη χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον απ' όσους δεν πιστεύουν σε αυτή την έννοια.
Σήμερα, πάντως, το πρόβλημα είναι ότι πολλά υπαρκτά προβλήματα έχουν γίνει προφάσεις. Δικαιολογίες της διανοητικής νωθρότητας και της προσφυγής στη φτηνή και εύκολη λύση.
Το περίφημο επιχείρημα της Wikipedia ή του YouΤube σαρώνει. Ισχυρίζεται ότι δεν έχει κανείς το κίνητρο να ψάξει αφιερωματικά κάτι (μια μουσική, μια πληροφορία, το οτιδήποτε) γιατί το έχει γρήγορα στο πλήκτρο του. Η μεγα-αποθήκευση σε βγάζει έτσι από τον μεγάλο κόπο και συγχρόνως σου δίνει μια αίσθηση κορεσμού.
Ως γνωστόν, τα υπερφορτωμένα μενού οδηγούν στο ανόρεχτο άτομο, ενώ η υπερβολή προσφοράς μεγεθύνει το γνωστικό χάος και τον αποπροσανατολισμό.
Γιατί, όμως, δεν με πείθουν όλα αυτά τα «επισυναπτόμενα» που κάθε λίγο επανέρχονται στις συζητήσεις; Αντιμετώπιζα πάντα με κάποια καχυποψία τη ρητορική της «παρακμής». Τις μπανάλ βεβαιότητες ότι πιάσαμε πάτο, ότι δεν πάει πιο κάτω, ότι χάσαμε την ψυχή μας, ότι ως λαός και κοινωνία κινούμαστε στο σκοτάδι. Έβλεπα ότι με την πρώτη ευκαιρία λαϊκοί άνθρωποι και διανοούμενοι πηδούσαν σε αυτό το τρένο και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Γιατί αρπάζονταν από πένθιμες βεβαιότητες περισσότερο για να καταδικάσουν, παρά για να καταλάβουν. Για να βγάλουν το παράπονό τους, παρά για να μάθουν τι στο διάολο στράβωσε.
Δεν έχω αλλάξει άποψη γι' αυτό. Ούτε για την Ελλάδα ούτε για την Ευρώπη, που τώρα έχει γίνει το νέο θέμα των ειδικών της «παρακμής». Έχω, όμως, πλέον την υποψία ότι οι πειραματιστές και τα φιλέρευνα άτομα μειώνονται. Σε αυτό διαπιστώνω πτωτική πορεία. Νομίζω ότι λιγοστεύουν όσοι ψάχνουν κάτι χωρίς να γνωρίζουν από πριν ποιες ακριβώς σελίδες να κοιτάξουν ή σε ποιο σημείο να μείνουν.
Ενδεχομένως, πίσω από πολλά να είναι ένας καπιταλισμός της απόσπασης της προσοχής ή μια κουλτούρα αβαθούς συσχέτισης με τα πάντα και με τίποτα. Κάτι, δηλαδή, που δεν δένει με την «κλασική» περιπέτεια της γνώσης, η οποία έχει πάντα κόμβους και σταθμούς συγκέντρωσης με μεσολαβητές και κριτικούς. Η αυτομόρφωση, άλλωστε, ήταν ο τρόπος με τον οποίο πλούτιζε κι εκείνος που δεν ήταν πλούσιος. Αν όμως συνεχίσουν από τη μια οι προφάσεις των νωθρών και από την άλλη ο κλονισμός της μεσαίας τάξης, το μέλλον θα γίνει ακόμα πιο άνυδρο. Όχι ιδιαίτερα αισιόδοξη σκέψη, αλλά προς τα εκεί πάνε τα πράγματα.