Το περασμένο Σάββατο είχε γενέθλια το αγόρι της καλύτερής μου φίλης. Μας έβγαλε στου Ψυρρή, σε ένα από τα δύο γνωστά ρακομελάδικα (για να μην κάνω και διαφήμιση). Λόγω της απεργίας των μέσων μεταφοράς, το μαγαζί είχε ψιλοαδειάσει γύρω στις έντεκα και οι περισσότεροι είχαν φύγει. Από την παρέα μας μείναμε πέντε, οι οποίοι θα γυρνούσαμε με αυτοκίνητο. Κάποιος είχε την ιδέα να πάμε στο καζίνο της Πάρνηθας. Δυο από εμάς μέναμε εκεί κοντά, χρήματα γενικά δεν είχαμε και πολλά, οπότε δεχτήκαμε. Είχαμε όλοι συμπληρώσει και το νόμιμο όριο ηλικίας σχετικά πρόσφατα, είχαμε όλοι δει λίγο πολύ ταινίες τύπου The Hangover, δε χρειάστηκε και ιδιαίτερη προσπάθεια, για να πειστούμε.
Η διαδρομή κράτησε περίπου μισή ώρα με σαράντα λεπτά, αλλά με μουσική στη διαπασών, αστεία και πειράγματα δε μου φάνηκε ότι πέρασαν περισσότερα από δέκα λεπτά, για να φτάσουμε στο Mont Parnais. Σταθμεύσαμε στο πάρκινγκ και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε με το τελεφερίκ ως την κορυφή του βουνού και το κεντρικό κτήριο του καζίνο. Μας φάνηκε ωραία εμπειρία - προσωπικά δεν είχα ξανανέβει σε τελεφερίκ - ενώ το πρότεινε και ο πιο έμπειρος χαρτοπαίκτης της παρέας (ο οποίος είχε ξαναέρθει άλλη μια φορά).
Πέντε εμείς και περίπου άλλοι τόσοι ανεβαίνουμε στο επόμενο τελεφερίκ. Η επιλογή άξιζε, ανεβαίνοντας βλέπαμε την εκπληκτική θέα από τα φώτα της πόλης, όπως δεν την είχαμε ξαναδεί. Και η ιδέα πως κρέμεσαι από ένα καλώδιο πάνω από σκοτεινούς βράχους και κορυφές, τα περιγράμματα των οποίων μετά βίας διακρίνονται, ανέβαζε την αδρεναλίνη στα ύψη. Ενθουσιασμένοι όλοι βγάζαμε επιφωνήματα χαράς και ακόμα περισσότερες φωτογραφίες. Οι υπόλοιποι επιβάτες ήταν μάλλον σιωπηλοί.
Η διαδρομή τελείωσε και προχωράμε προς το κεντρικό κτήριο. Η επιβλητική φωτεινή επιγραφή προϊδεάζει για το εξίσου εντυπωσιακό εσωτερικό. Φαντασμαγορικοί φωτισμοί, οι οποίοι αλλάζουν διαρκώς χρωματισμούς, δαιδαλώδεις και ατελείωτες, εκ πρώτης όψεως, κυλιόμενες σκάλες, ανελκυστήρες χωρητικότητας έως τριάντα ατόμων, καναπέδες σε κάθε γωνία και, και, και... Για να μη γίνω κουραστική, όλα περιγράφονται με μια λέξη: πολυτέλεια.
Φτάνουμε στην υποδοχή, όπου πρέπει να δώσουμε τα στοιχεία μας και να εγγραφούμε ως «μέλη», για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε. Οι υπάλληλοι ευγενικοί και ευχάριστοι μας αντιμετωπίζουν σαν εκατομμυριούχους. Μάλλον δεν ξέρουν ότι μετά την εγγραφή των έξι ευρώ προσωπικά έχω μείνει με εννιά ευρώ, για να τους αποφέρω. Φαίνεται πως άλλοι θα έρχονται με λιγότερα, γιατί οι μόνοι επισκέπτες με γιορτινή διάθεση φαινόμαστε εμείς.
Η διαδικασία εγγραφής ολοκληρώνεται. Επιτέλους μπαίνουμε στο καζίνο. Εκεί που δεν υπάρχουν ρολόγια, ούτε παράθυρα και η διασκέδαση κρατάει μέχρι πρωίας. Ο χώρος δεν είναι ακριβώς όπως φανταζόμουν, έχοντας δει στην τηλεόραση αντίστοιχους χώρους στο Λας Βέγκας, είναι, πάντως, εντυπωσιακός. Παντού πολύχρωμα λαμπάκια αναβοσβήνουν, τα γνωστά σε όλους μας φρουτάκια. Αριστερά είναι η αίθουσα με της ρουλέτες και τα τραπέζια με την πράσινη τσόχα. Ακόμα πιο μέσα είναι τα τραπέζια για τους μυημένους, όπου η θέση κοστίζει το λιγότερο ενενήντα ευρώ, όπως μας πληροφόρησε ο κρουπιέρης.
Πάμε προς το μπαρ, καθώς δικαιούμαστε ένα ποτό δωρεάν και φαγητό με έκπτωση. Εξεπλάγην με τη γενναιόδωρη ποσότητα αλκοόλ. Κρασί σε ένα νεροπότηρο, γεμισμένο ως πάνω. Εξυπηρετεί και αυτό τη σκοπιμότητά του, όπως έμαθα αργότερα...
Το budget είναι μικρό, οπότε λέμε να παίξουμε κόκκινο - μαύρο στη ρουλέτα. Η μάρκα στο πιο «χαλαρό» τραπέζι κοστίζει δυόμιση ευρώ, ενώ οι πιθανότητες να διπλασιάσω τα εννιά μου ευρώ με ιντριγκάρουν. Αποφασίζουμε με την κολλητή μου να ποντάρουμε μαζί. Είχε πλάκα στην αρχή. Όμως, δεν έχει πλάκα να χάνεις. Από κοινού το ταμείο ήταν μείον είκοσι ευρώ. Τι ατυχία ήταν αυτή! Μου ερχόταν να κλάψω, από τα νεύρα μου περισσότερο. Και στο αποκορύφωμα, έρχεται και ο τρίτος της παρέας περιχαρής. Είχε παίξει δέκα ευρώ στο διπλανό τραπέζι και είχε κερδίσει πενήντα. Ούτε να τον βλέπω δεν ήθελα εκείνη την ώρα.
Αφού ζητήσαμε δανεικά από τον εορτάζοντα και δε μας έδωσε, μεταφερθήκαμε δίπλα στα φρουτάκια, για να τελειώσουμε το ποτό μας. Μια κυρία δίπλα έπαιζε. Ξανθιά, γεμάτη, μεσήλικη - πενήντα με πενήντα πέντε - απορροφημένη στην οθόνη, με βλέμμα απλανές. Τη χαιρετώ και τη ρωτώ αν κερδίζει. Μου απαντά αρνητικά. Τη ρωτώ πόσα έπαιξε. Δεν ξέρει. Της εύχομαι καλή τύχη και καλή συνέχεια. Φυσά τον καπνό από το τσιγάρο της, αλλά δε μου λέει τίποτα. Δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη, αλλά μάλλον ούτε κι εγώ. Ακόμη κλαίω τα λεφτά και την ατυχία μου.
Ρίχνω μια ματιά τριγύρω, δεν είχα προλάβει να παρατηρήσω τους ανθρώπους όλη αυτή την ώρα. Δε με ένοιαζε, με ένοιαζε μόνο το παιχνίδι. Οι περισσότεροι έπιναν καφέ. Όσοι φορούσαν γραβάτες τις είχαν λύσει. Μερικοί μου φάνηκαν άυπνοι για μέρες, αξύριστοι, συννεφιασμένοι. Καλά στο καζίνο ήρθαν, σκέφτομαι. Γιατί δεν περνούν καλά; Γιατί, όμως, δεν περνάω καλά ούτε εγώ; Γιατί βλέπω και την κολλητή μου συννεφιασμένη; Αλλιώς φαίνονται στις ταινίες. Ξέρω γιατί, γιατί έχασα εννιά ευρώ κι εκείνη είκοσι, αλλά ο άλλος κέρδισε πενήντα. Πόσω μάλλον όσοι έπαιξαν εννιακόσια, εννιά χιλιάδες ή εννιά εκατομμύρια και τα έχασαν. Υπάρχουν και τέτοιοι. Και είναι οι περισσότεροι εδώ μέσα.
Η ώρα κόντευε τρεις, αποφασίζουμε να φύγουμε. Νιώθω έτοιμη να κλάψω, πραγματικά δε χαίρομαι. Γυρνώ, κοιτάω τη φίλη μου, ούτε εκείνη είναι χαρούμενη. Μια ηλικιωμένη κυρία στις κυλιόμενες ρωτά όποιον περνάει αν πηγαίνει προς Κυψέλη. Δεν πηγαίνουμε, εδώ κοντά μένουμε, της απαντάμε. Δεν αποκρίνεται, σα να την περίμενε την απάντηση, σα να την έχει συνηθίσει. Απευθύνεται απλά στους επόμενους.
Ο φωτισμός με κούρασε. Η θέα απ' το τελεφερίκ δε μου κάνει καμιά αίσθηση. Τώρα είμαστε όλοι οι επιβάτες σιωπηλοί. Εκτός από το φίλο μας που κέρδισε, ο οποίος μου φαίνεται πως δε σταματά να μιλάει. Επιτέλους φτάνουμε στο πάρκινγκ. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Προτείνω να χαμηλώσουμε τη μουσική, μου φαίνεται κάπως κουραστική. Η διαδρομή είναι ήσυχη. Μένω πιο κοντά, οπότε με αφήνουν πρώτη. Καληνυχτίζω την παρέα και μπαίνω στο σπίτι. Η βραδιά τελείωσε.
Η πρώτη μου φορά στο καζίνο. Αύριο είναι Κυριακή. Τη Δευτέρα στη σχολή όλοι θα με ρωτάνε πώς ήταν, μάλλον θα είμαι η μόνη που έχει πάει. Δεν ξέρω πώς ήταν. Ήταν σίγουρα πρωτόγνωρη εμπειρία. Γιατί μου άφησε, όμως, ένα κενό και συγχρόνως ένα πλάκωμα στο στήθος;
σχόλια