Το ένα και μοναδικό λογοτεχνικό του έργο, ο «Γατόπαρδος», εκδόθηκε 16 μήνες μετά τον θάνατο του · πεθαίνει τον Ιούλιο του 1957 - στις 23 για την ακρίβεια - από καρκίνο, ήσυχα στον ύπνο του. Λέγεται πως το χιούμορ, οι γνώσεις του και η αγάπη του για τα γλυκά, με τα οποία μπορούσε να ζήσει, χωρίς να φάει οτιδήποτε άλλο, συγκρίνονταν μόνο με το μέγεθος της παρακαταθήκης που δεν άφησε, παρά την ευρυμάθεια και τη σοφία του.
Ο Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα ήταν εύπορος. Κατά τις πηγές δεν χρειάστηκε να δουλέψει ούτε μέρα. Εκείνο που άοκνα μπορούσε να κάνει ήταν να διαβάζει – τα πάντα –, να μαθαίνει ξένες γλώσσες και να αδικεί τον εαυτό του και τις συγγραφικές του δυνατότητες.
Μοναχικός, προστατευμένος σε έναν γάμο χωρίς πάθος, ο οποίος για καιρό συντηρήθηκε με επιστολές, ο συγγραφέας του «Γατόπαρδου» απορρίφθηκε «από αυτό το γουρούνι τον Μονταντόρι», όπως με κάποια πίκρα σημείωνε στο ημερολόγιο της η σύζυγος του (“Refus de ce cochon de Mondadori”), καθώς και από άλλους εκδοτικούς οίκους μέχρι το όνομα του να φιγουράρει στα βιβλιοπωλεία μετά θάνατον, ενθουσιάζοντας με την ιστορική αρτιότητα, το ζύγισμα κάθε λέξης, την περιγραφή των κοινωνικών τάξεων, την προσέγγιση στον ξεπεσμό και τη ματαίωση της αριστοκρατίας.
Τι χρειάζεται, λοιπόν, για μια τέτοια επιτυχία; Τι θα είχε να συμβουλεύσει επίδοξους συγγραφείς από την άλλη ζωή, στην οποία, ως βαθιά αντικληρικός, καθόλου δεν πίστευε;
1.
Πολλά τσιγάρα, πολλά βιβλία, πολλά γλυκά. Κυκλοφορούσε μονίμως καλοντυμένος, με μία δερμάτινη τσάντα γεμάτη από βιβλία – απαραιτήτως ένα του Σαίξπηρ -, πάστες και καπνό.
2.
Αργόσυρτους ρυθμούς, υψηλή συγκέντρωση. Οι φίλοι του τον παρομοίαζαν με θηριώδη αφηρημένη γάτα. Ήταν ψηλός, βαρύς, έξυπνος και ετοιμόλογος, διάβαζε γρήγορα και με συνέπεια. Μπορούσε να τελειώσει ένα ογκώδες μυθιστόρημα του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ μέσα σε λίγες ώρες.
3.
Καμία πίστη στον εαυτό. Έγραφε ακατάπαυστα, ωστόσο, στο τέλος της μέρας, εκτιμούσε ότι το σύνολο των γραπτών του ήταν σκουπίδια. Προτιμούσε να μεταλαμπαδεύει προφορικά γνώσεις σε όποιον θεωρούσε ότι ήταν σε θέση να τον παρακολουθήσει. «Φοβάμαι πως είναι σκουπίδι», ναι, το είχε πει και για τον «Γατόπαρδο».
4.
Αγάπη για τα λάθη. Πίστευε ότι όλοι πρέπει να έχουν περιθώριο – και μερίδιο – στο λάθος, ως αποτελεσματική μέθοδο μάθησης. Πρέπει να υπάρχουν όλοι, πίστευε: και οι καλοί και οι μέτριοι και οι κακοί. Για την ποικιλία και την παραγωγή γνώσης στη ζωή.
5.
Υπομονή και ενδιαφέρον και για την κακή λογοτεχνία. «Πρέπει να ξέρει κανείς και να πλήττει», έλεγε και δεν άφηνε ποτέ στη μέση ούτε ένα κακό βιβλίο.
6.
Φόβος για τις σκληρές καρδιές. Υπέφερε, εκτιμούν οι βιογράφοι του, από κάποια ερωτική κακοτυχία που στραπατσάρισε αυτό το κομμάτι της προσωπικότητας του. “Cave obturationem cordis” (μτφ.: «προστατεύσου από τη σκληρότητα της καρδιάς») είχε συμβουλεύσει κάποτε έναν αγαπημένο συγγενή του.
7.
Ενδιαφέρον για τις ζωές των άλλων. Ήταν καλός ακροατής, ακόμη κι αν έπρεπε για λίγες ώρες κάθε μέρα να ακούει τις «ανοησίες των ανθρώπων». Ακόμη κι από αυτές κάτι είχε να μάθει. Απλώς, δεν ήταν για πολύ. Λίγες ώρες αρκούσαν.
8.
Αδιαφορία για το χρήμα. Στην περίπτωση του ήταν κάτι εύκολο. Ως απόγονος παλαιού αριστοκρατικού οίκου της Σικελίας , με οικόσημο μια λεοπάρδαλη, δεν είχε να φοβάται για τα προς το ζην, ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Συνήθιζε να χρησιμοποιεί σαν πορτοφόλια τα βιβλία του. Στις σελίδες τους μπορούσε να βρει χαρτονομίσματα που είχε φυλάξει και μετά είχε ξεχάσει.
9.
Λίγη απέχθεια για τις κοινωνικές τάξεις δεν κάνει κακό. Παρά την αριστοκρατική καταγωγή –πρίγκιπας ο ίδιος - και την οικονομική άνεση, ο Λαμπεντούζα δεν ήταν οπαδός της χλιδής. Οι μόνες πολυτέλειες που απολάμβανε ήταν η αγορά βιβλίων (αλίμονο…), τα ταξίδια και ο κινηματογράφος. Κατά τα λοιπά, καταδίκαζε τις κοινωνικές τάξεις και τα βάσανα της διαστρωμάτωσης.
10.
Ποτέ δεν είναι αργά. Μπορεί κανείς να αρχίσει να γράφει και στα 60. Όπως εκείνος. Όταν ο ξάδελφος του Λούτσιο Πίκολο βραβεύθηκε για την ποίηση του πήρε την απόφαση να γράψει τον «Γατόπαρδο», με την «μαθηματική βεβαιότητα», όπως είχε πει, ότι δεν ήταν πιο κουτός από αυτόν…