Με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν μέσω του οποίου έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε στο δρόμο, ο Ανδρέας Κασάπης χειρίζεται τον εσωτερικό (ιδιωτικό) χώρο της γκαλερί Loraini Alimantiri Gazonrouge, στην πρώτη του ατομική έκθεση. Το περιβάλλον του μελαγχολικού χαρακτήρα που μας γελά γλυκόπικρα σε διαφορετικές γωνίες της Αθήνας έχει, εκ των πραγμάτων (εφόσον το περιβάλλον δεν είναι η ίδια η πόλη), αντικατασταθεί από τους παγερούς άσπρους τοίχους του εσωτερικού χώρου των οποίων η μεγαλύτερη επιφάνεια δεν είναι καλυμμένη. Μια σειρά από μεσαίου και μικρού μεγέθους πίνακες (πάλι σε άσπρο φόντο, πορτρέτα χαρακτήρων ταυτόχρονα συναφών αλλά και εντελώς διαφορετικών από αυτούς του «δρόμου»), κάποιες αναφορικές ready made εικόνες (αναμνήσεις) και ένας υποτονικός μπάσος ήχος, ο οποίος με σχεδόν φυσικό τρόπο αντικαθιστά τον ήχο της πόλης, δημιουργούν μια σύνθεση με ένα παράδοξα «ανοίκειο» και την ίδια ώρα «γλυκά συνηθισμένο» χαρακτήρα. Κάτι σαν ένα συναίσθημα λυπο-λαγνείας που συνοδεύει συνήθως ακραία γεγονότα όπως ακυρωμένες ελπίδες και προσδοκίες ή ακόμη και το «τέλος», καταστάσεις που μέσα στην τραγικότητά τους κρύβουν πάντα και ένα λανθάνον ίχνος οπτιμισμού.
Αν και ο τρόπος της εικονογραφίας είναι αρκετά διαφορετικός από αυτόν που βλέπει κανείς στα σχέδια του Κάσαπη (aka Ark) μέσα στην «πόλη» -γεγονός που καταρχήν θα μπορούσε να δώσει μια εντύπωση ότι χρησιμοποιεί ένα πιο επίσημο τρόπο «ζωγραφικής» στον χώρο της τέχνης-, η ατμόσφαιρα και το συναίσθημα που δημιουργούν τα έργα (όπως περιγράφεται πιο πάνω) είναι και η ουσιαστική υπογραφή του καλλιτέχνη στη δουλειά του. Η ικανότητα να ανακλάται τόσο επακριβώς αυτή η οξύμωρη σχέση με τη ζωή, η αμφισημία στους χαρακτήρες που υπονοεί και ζωγραφίζει, είτε προορίζονται για μέσα στο χώρο του είτε για το δρόμο, μοιάζει να είναι από τις μοναδικότητες στο συνολικό έργο του Κασάπη. Φιγούρες σε τεντωμένο σχοινί παρ’ όλο που δεν κουνιούνται, με χιλιάδες αντικρουόμενες σκέψεις να στροβιλίζονται γύρω τους, ακόμα και αν τα βλέμματά τους μοιάζουν κενά.
Η αναφορά στο παιδικό δωμάτιο (στις παιδικές αναμνήσεις), ερμηνεία που εξακριβώνω με τη βοήθεια της Λωραίνης Αλιμαντήρη (της ιδιοκτήτριας της γκαλερί), να πλέκεται ανάμεσα στα ζωγραφικά σχεδόν αυτο-πορτρέτα και σε εικόνες όπως ένα φωτογραφικό πορτρέτο δύο μικρών κοριτσιών της δεκαετίας του ‘70, ή τη μια αφίσα που αναφέρεται ίσως και σε κάποιον από τους πρώτους πυραύλους που έφυγαν από τη Γη για το διάστημα, μπορεί να είναι -κατά τη γνώμη μου- λιγότερο «ολοκληρωμένη» από τις τοιχογραφίες και τα σχέδια του Κασάπη (σχεδόν κόμικ) που τις συνοδεύουν, αλλά αυτό είναι ίσως και η επιτυχία της έκθεσης. Το γεγονός ότι δεν επαφίεται σε μια δοκιμασμένη συνταγή (δεν αντιγράφει τελικά τον εαυτό του), αλλά ανατρέχει στην πρώτη πηγή -τη φαντασία και το συναίσθημα- προκειμένου να αποδώσει αυτό που τον συνδέει με το εσωτερικό ενός χώρου (ορισμένο από τους τέσσερις τοίχους που τον περιβάλλουν), είναι τελικά και το στοίχημα που μοιάζει να κερδίζει. Η έρευνα και η αυθεντικότητα των προθέσεών του οδηγούν σε καινούργιους πειραματισμούς και μονοπάτια τα οποία δεν υποκινούνται από κίνητρα εμπορικότητας ούτε από την εγκαθίδρυση εικαστικής persona.
H λυρικότητα (μόνο με την καλή έννοια) που συνδέει τις «εικόνες μιας άλλης εποχής» με τα ζωγραφικά πορτρέτα συναισθηματικά βασανισμένων χαρακτήρων αλλά και τα γεωμετρικά σχήματα στους πίνακες τα οποία φαίνεται να σπάνε βεβιασμένα αυτή την τόσο «βολεμένη κατάσταση θλίψης και ματαίωσης» μοιάζει εξαιρετικά πετυχημένη. Ίσως η σύνθεση των αντικειμένων στο χώρο προκειμένου να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον να είναι λιγότερο σαφής, αλλά φαίνεται πως μέσω «δουλειάς» και αναζήτησης θα γίνει…