Αν κάποτε το να είσαι Έλληνας μουσικός, εικαστικός, επιμελητής -ή, τέλος πάντων, μέσα στη σκηνή της σύγχρονης κουλτούρας- αποτελούσε τροχοπέδη για την παγκόσμια εμβέλεια της δουλειάς σου, τα πράγματα τα τελευταία χρόνια μοιάζει να έχουν αλλάξει ιδιαίτερα και ευχάριστα! Όχι, προς Θεού• δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό που ακούγεται με στόμφο καμιά φορά στην Ελλάδα, πως ξαφνικά ζούμε ένδοξα χρόνια, και πως η εικαστική Ελλάδα έχει γίνει ο πιο περιζήτητος προορισμός στο διεθνές εικαστικό γίγνεσθαι εξαιτίας των μεγάλων εικαστικών εκδηλώσεων, όπως η Μπιενάλε Αθηνών ή Θεσσαλονίκης! Αυτές σίγουρα προσέθεσαν στην προσπάθεια πολλών ανθρώπων, εδώ και πολλά χρόνια, να συντηρήσουν την εικαστική δημιουργία στην Ελλάδα και να τη διαδώσουν όσο περισσότερο γίνεται προς όλες τις κατευθύνσεις (βλέπε σοβαρά περιοδικά τέχνης όπως το ARTI, ή το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ ανάμεσα σε πολλά άλλα).
Από την άλλη, βέβαια, δεν ισχύει πια ούτε και αυτό που ακούει κανείς να εκφράζεται με πικρία από καλλιτέχνες, επιμελητές κ.λπ., προηγουμένων κυρίως γενιών -της γενιάς μου δηλαδή και πριν!- ότι έπρεπε να κρύβουν το γεγονός πως είναι Έλληνες προκειμένου να προχωρήσουν στο εξωτερικό, διότι και αυτό, παρόλο που έχει μια μικρή δόση αλήθειας, δεν ισχύει πραγματικά! Η Ελλάδα, σωστά, δεν σπρώχνει ούτε ενθαρρύνει το ουσιαστικά δημιουργικό δυναμικό της μέσω κρατικού μηχανισμού, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως, παρά τη δυσκολία, το εμπόδιο ήταν τόσα χρόνια μόνο πρακτικό, ούτε πως είχε να κάνει με την καταγωγή μας. Ίσως να έχει να κάνει περισσότερο με τον τρόπο με τον οποίο εμείς οι ίδιοι αντιμετωπίζουμε ή αντιμετωπίζαμε την εθνική μας ταυτότητα. Πως δηλαδή εμείς δεν αφήναμε ποτέ τις ιδιομορφίες της όποιας ελληνικής ποπ κουλτούρας (από αρχαιοτάτων χρόνων ως τώρα) να φανούν και να συνομιλήσουν με τον όποιο παγκόσμιο ανάλογο κλοιό.
Αντ’ αυτού, ο κυρίαρχος απόηχος από δω μεριά ήταν είτε τα «βασανισμένα χρόνια», είτε το «μπορούμε κι εμείς να το κάνουμε σαν κι εσάς». Δυστυχώς, όμως, πάντα κυριαρχούσαν οι εξής δύο πλευρές: ή το «ακριβώς όμως όπως εσείς, χωρίς τη δική μας (καταραμένη γαρ) προσωπικότητα», ή, από την άλλη μεριά, μόνοι μας, με παρωπίδες και θυμωμένοι με όλους τους υπόλοιπους (τον παγκόσμιο διάλογο γύρω από τη σύγχρονη κουλτούρα), να παίζουμε το «ποντίκι που βρυχάται».
Μην τρελαθούμε, βέβαια και θεωρήσουμε πως η εικαστική Ελλάδα είναι μέσα στα τσαρτ των δέκα πρώτων προορισμών για την τέχνη (ας μην είχε τη θάλασσα). Απλώς, επιτέλους μπήκε στη γενική συζήτηση περί σύγχρονης κουλτούρας, με χαλαρότητα και χιούμορ και κυρίως με αποδοχή της πραγματικότητας.
Μάλλον ήδη θα μοιάζω σαν τον Ελληνοαμερικάνο πατέρα στην ταινία My big fat Greek wedding, που έβρισκε ελληνικότητα ή ελληνικές ρίζες σε κάθε λέξη, αντικείμενο και συνήθεια. Το θέμα της εβδομάδας είναι μια επίσκεψη στο Βερολίνο, άλλα, σαν πραγματικό ανέκδοτο, όπου και να πήγαινα, για δουλειά ή όχι, υπήρχε ένας λόγος να συζητηθεί η Ελλάδα με τρόπο χαλαρό όσο ποτέ, χωρίς επισημότητες• κάτι σαν φυσική εξέλιξη μέσα σε μια γενική «κοσμοπολίτικη» πραγματικότητα που χωράει πολλά κυρίαρχα μοντέλα και τείνει να εξαλείψει τις διαφορές δεύτερου ή τρίτου κόσμου - τουλάχιστον στο ουτοπικό επίπεδο του στυλ ζωής (γιατί, αν μιλήσουμε για οικονομικά, μπορεί να πέσει κεραυνός να μας κάψει).
Καταρχάς έφτασα εκεί για μια ομιλία που έπρεπε να δώσω σε γερμανικό οργανωτικό πλαίσιο και η οποία, προς έκπληξή μας, κατανοήθηκε άμεσα από το κοινό ως μετα-διονυσιακό πανκ! Στην ίδια οργάνωση, το Artforum Berlin (γερμανική art fair), στο νεανικό τμήμα Sector focus, ανάμεσα σε 30 άλλες γκαλερί, η γκαλερί Rodeo, με διευθύντρια, ιδιοκτήτρια και εμπνεύστρια την Σύλβια Κούβαλη, απέσπασε το βραβείο καλύτερης γκαλερί! Θα μπορούσε ίσως να είναι συμπωματικό ότι είναι Ελληνίδα, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι κιόλας. Η Σύλβια ανήκει σε αυτήν τη γενιά που δεν προσπάθησε να κάνει κάτι ίδιο με την «αυτοκρατορία» των τεχνών, ούτε πρότεινε ξανά τους συνήθεις ύποπτους προκειμένου να έχει σίγουρες πωλήσεις. Άνοιξε όμως μια γκαλερί στη δύσκολη Ιστανμπούλ ως Ελληνίδα, και στο πρόγραμμά της συμπεριέλαβε κυρίως Ελληνοκύπριους και Τούρκους καλλιτέχνες, οι οποίοι δεν ήταν ήδη μέσα στις λίστες με τα top 10 της αγοράς. Ξεκινώντας από την αποδοχή του «τι είναι», η Σύλβια επένδυσε σε ένα δικό της εννοιολογικό σχέδιο, που έχει νόημα και είναι αλληλένδετο με την κουλτούρα και την καταγωγή της, και γι’ αυτή την πρόταση μάλλον επιβραβεύεται.
Το ίδιο βράδυ (ύστερα από σύσταση ενός φίλου) πήγα να ακούσω τους Νεοϋορκέζους Fiery Furnaces. Μια μελαχρινή κοπέλα, σύγχρονη σωσίας της Πάτι Σμιθ, και ο μελαχρινός αδελφός της (με καταγωγή εβραϊκή και ελληνική) έχουν αρχίσει να «τα σπάνε» στη μουσική σκηνή και όχι μόνο (το μισό κοινό εικαστικοί και γύρω…) ανά τον πλανήτη! Η Ελλάδα εδώ, σε ένα από τα ανάρπαστα t-shirts τους, προς πώληση στην είσοδο ενός από τα πιο cult γκιγκάδικα του Βερολίνου. Μια μαύρη μπλούζα με ένα σκίτσο της Ακρόπολης περιτριγυρισμένης από αυτοκίνητα και με επιγραφή στο περιστύλιο Fiery Furnaces αποτελεί το στίγμα τους και απόλυτο trend statement. Οι Fiery Furnaces αναφέρονται πάντα στην Ελλάδα και στην Ελληνίδα γιαγιά τους, τόσο στις συνεντεύξεις όσο και στη μουσική τους. Νιώθουν ότι αυτό τους κάνει κοσμοπολίτες όσο και η ζωή τους στη Νέα Υόρκη! Στην ίδια συναυλία, το support γκρουπ που διάλεξαν ήταν οι Daniel Benjamin, οι οποίοι επέμεναν να μιλούν (σπαστά) ελληνικά στο διεθνές κοινό, επίσης ως έκφραση του δικού τους κοσμοπολιτισμού. Παιδιά Ελλήνων, μάλλον οικονομικών μεταναστών, μας χαιρέτισαν με ένα μεγάλο αντίο από την Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης, από όπου κατάγονται και όπου παραδέχονται ότι ανήκει η μισή τους καρδιά. Πέρα από μένα, δεν νομίζω ότι κατάλαβαν πολλοί περί τίνος ακριβώς πρόκειται… αλλά είμαι σίγουρη ότι το βράδυ στο σπίτι ορισμένοι θα έψαχναν στο Διαδίκτυο να δουν τι είναι αυτό το «ασπροβάλτα»! Τέλος, η περιήγηση στα διάφορα στούντιο νέων καλλιτεχνών με έφερε μπροστά στην αρχαιοελληνολατρική δουλειά των νέων Αμερικανών AIDS-3D, οι οποίοι ξεκίνησαν από εκθέσεις στις οποίες τους πρωτοδείξαμε στην Αθήνα -και όχι αλλού- και τώρα προοδεύουν ανά τον πλανήτη. Με έφερε και στο εργαστήριο του πολύ νέου Γιώργου Σταμκόπουλου, που ζει στο Βερολίνο γιατί είναι πιο ανοιχτό και οικονομικό, δουλεύει σε ένα κλαμπ και ταυτόχρονα είναι βοηθός της γνωστής καλλιτέχνιδας Nathalie Djurberg, που τη γνώρισε τυχαία, και δεν βιάζεται να δείξει τη δουλειά του, ούτε θέλει να εκμεταλλευτεί τη διεθνικότητα του Βερολίνου• του αρέσει που είναι Έλληνας και του αρέσει να μιλάει με όποιον Έλληνα τυχαίνει να περνάει από εκεί για τις νέον τοπογραφίες του!
Εικαστικά - κριτικές /