Αν υπάρχει ένας καλλιτέχνης, στην Ελλάδα που να έχει καταφέρει να σχολιάσει ουσιαστικά την κουλτούρα μας, ανεπιτήδευτα και χωρίς στράτευση, απλά και μόνο μέσα από την αφήγηση της προσωπικής του ιστορίας, αυτός είναι ο Άγγελος Παπαδημητρίου. Το «πολιτικό», βέβαια, είναι το «προσωπικό», τουλάχιστον έτσι όπως εκφράζεται μέσα από την τέχνη. Έτσι, αν και ποτέ δεν προσπάθησε να γίνει πολιτικός, η πολιτική ήρθε και σφηνώθηκε μέσα στην προσωπική του ιστορία, όπως ακριβώς γίνεται με όλους αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους, που δεν χρειάζεται να καταγγείλουν αυτά που πρέπει να ακουστούν δημόσια, αλλά μας εξηγούν απλώς πώς είναι τα πράγματα με αυτούς, πώς τη βγάζουν οι ίδιοι, και αυτό είναι υπεραρκετό, ίσως και για περισσότερο από μια γενιά!
«Δεν είχα ποτέ μου στόχους», θα μου πει αργότερα με τόνο καθόλου απολογητικό. «Ίσως και αυτό να με έσωσε από την κατάρα της στασιμότητας και της σοβαροφάνειας. Η ελευθερία ξεκίνησε από του γονείς μου, μου την έμαθαν από πολύ νωρίς. Ήταν καλές ψυχές, γενναιόδωρες, με παλμό έντονο. Μια αστική μεταπολεμική οικογένεια... έτσι ήταν η ζωή μου». «Όχι σαν του Καβάφη, αλλά σαν του Παλαμά», συμπληρώνει ο Βίκος Ναχμίας, ο καλύτερός του φίλος, που είναι εκεί, μαζί μας. Πραγματικά, ίσως από τις μεγαλύτερες αρετές αυτού του καλλιτέχνη να είναι η αστείρευτη ελευθερία απέναντι στη δημιουργία (με την ευρύτερη έννοια της), όχι μόνο ως συναίσθημα που τον κυριαρχεί αλλά και που μεταδίδει. Θυμάμαι σαν τώρα την πρώτη φορά που τον γνώρισα προσωπικά. Αν και ήξερα τη δουλειά και την πορεία του, η αίσθησή μου δεν ήταν αυτή που έχει κανείς όταν βλέπει έναν μέντορα, ο οποίος ανά πάσα στιγμή θα αναμασήσει μια σοφιστεία που θα εκληφθεί νοσταλγικά. Το αντίθετο! Η περιέργεια και μαζί ένα τρελό πάθος για καθετί που αιωρείται στον αέρα (ορατό και ίσως αόρατο) έκαναν το Άγγελο Παπαδημητρίου να μοιάζει με την πιο ανάλαφρη διάνοια που είχα συναντήσει ποτέ! Η έκπληξη κρέμεται από τα χείλη του, ενίοτε εκτοξεύεται και εκλαμβάνεται περισσότερο εκρηκτικά παρά νοσταλγικά!
Βρισκόμαστε στο σπίτι του στα Εξάρχεια και όχι πια στο Κιάτο. Το φως του πρωινού μπαίνει διεισδυτικά μέσα στο κλασικό, φαινομενικά, διαμέρισμα μιας αθηναϊκής πολυκατοικίας του '60. Στο στερεοφωνικό παίζει το τραγούδι «Η αγάπη που σκοτώνει» σε εκτέλεση της Καίτης Γκρέυ. «Αυτό είναι για σένα», μου λέει. «Μη βιαστείς να μιλήσεις, άκου και μετά τα λέμε». Έχει δίκιο. Το μυρωδάτο τσάι σερβιρισμένο όπως πρέπει , ο καφές ζεστός επίσης, και μια ποικιλία από παστάκια μαζί με το κέικ συμπληρώνουν τη σύνθεση, που δεν θα μπορούσε να είναι άλλη. Προς στιγμήν διστάζω να απλώσω το χέρι μου να σερβιριστώ, μήπως και τα παστάκια δεν είναι αληθινά αλλά από πορσελάνη! Ο Άγγελος απαντάει στην απορία μου για την εγκατάλειψη της περιφέρειας. «Κοίταξε να δεις», μου λέει, «τα δύο σπίτια σημαίνουν δύο κουζίνες, δύο κουβέρτες, δύο σετ σεντόνια, δύο πιάτα. Πού τελικά ανήκεις, με τι δένεσαι;». «Αυτά τα πράματα είναι για μπερδεμένα ανθρωπάκια που δεν αγαπούν τίποτα, δεν ξέρουν τίποτα και θέλουν πάντα να έχουν επιλογή. Αηδίες! Το Κιάτο μού άρεσε πολύ, πέρασα υπέροχα, δημιούργησα, αλλά τώρα ο κύκλος έκλεισε και μόλις το κατάλαβα το πούλησα με μιας. Έχω πολύ πάθος, αλλά δεν κολλάω, δεν εξαρτώμαι από τίποτα, μπορώ να φύγω πανεύκολα όταν χρειαστεί. Ένιωσα ότι τώρα πρέπει να είμαι ξανά κοντά στην Αθήνα, δίπλα σε διάφορα πράγματα. Δεν ξέρω γιατί... αλλά είμαι σίγουρος ότι έχω δίκιο. Και οργάνωσα και τη ζωή μου ανάλογα, έχω καθημερινές πρόβες στο Εθνικό, ας πούμε!».
Γύρω, όπου και να κοιτάξεις, απλώνονται τα έργα, ολόφρεσκα, σαν να έχουν μόλις
τελειώσει, και ας έχουν ορισμένα γίνει δεκαετίες πριν. Ο χρόνος μοιάζει σαν να μην υπήρξε γι' αυτά, ίσως και γιατί τα έργα αυτά δεν φέρουν το βάρος της ιστορικότητας σε σχέση με την ντόπια σκηνή της τέχνης (ούτε καν της διεθνούς θα έλεγα). Μια ζώνη με κρεμασμένες πορσελάνινες προτομές διάσημων αντρών (το σχήμα και το μέγεθος παραπέμπουν σε όρχεις), μια σειρά αμφορείς που περιέχουν υπολείμματα ευνούχων, η κλασική πιατέλα με τα κόλλυβα από την κηδεία του καλλιτέχνη σε πορσελάνη, ένα κλασικό ντουλάπι με ένα μικρό και εύθραυστο πορσελάνινο αγοράκι προστατευμένο/κλεισμένο μέσα σε αυτό είναι ορισμένα από τα δημιουργήματα. Το χαζεύω. Αυτός είμαι εγώ, μου ψιθυρίζει γλυκά ο Άγγελος Παπαδημητρίου. Είμαι εντυπωσιασμένη, όπως κάθε φορά που ξαναβλέπω τη δουλειά του και αναρωτιέμαι πώς θα ήταν όταν την πρωτοέδειξε σε μια Ελλάδα οργισμένη, στην Ελλάδα του Νέου Κύματος... «Ξέρεις», συνεχίζει, λες και διάβασε τις σκέψεις μου, «μια από τις πρώτες φορές που έδειξα αυτά εδώ τα πραγματάκια στις Νέες Μορφές μπήκε ένας γλύπτης σοβαρός, θυμωμένος, με έπιασε από τον λαιμό, με κόλλησε στον τοίχο και μου είπε: "Πώς τολμάς, τέτοιο ψηλό αγόρι -ήμουν χαριτωμένος βλέπεις-, να κάνεις τέτοια πράγματα, εσύ πρέπει να δουλεύεις το μάρμαρο!"». Δεν είχε νόημα να αντιδράσω, για μένα αυτό ήταν η μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Του απάντησα, βεβαίως, όπως φαντάζεσαι: «Ναι, βέβαια, δίκιο έχετε, θ' αρχίσω τώρα!».
O Άγγελος ετοιμάζεται για την έκθεση «Castrato» στην γκαλερί The Breeder, γεγονός που του δίνει ιδιαίτερη χαρά, γιατί νοιώθει πως είναι στο σωστό μέρος, ανάμεσα σε καλλιτέχνες ίσως πολύ νεότερούς του, με τους οποίους, όμως, επικοινωνεί καλύτερα. Κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή. «Ξεκίνησα αργά να κάνω τέχνη, ξαφνικά. Η Μελίνα Τανάγρη, καλή φίλη, με έβαλε στο θέαμα, μου έδωσε μια σπρωξιά κι έτσι βρέθηκα στο ζουμ, να κάνω αυτά για τα οποία πάντα ήμουν έτοιμος και μάλιστα πήρα και τα πρώτα μου λεφτά. Ξαφνικά, ένιωσα ότι σε μια μέρα ψήλωσα! Στα πιο εικαστικά με στήριξε η Ελένη η Βακαλό, σημαντικός άνθρωπος, που με στήριξε. Όταν πρωτοείδε τη δουλειά μου μού είπε: «Πολύ δύσκολα τα πράγματα Άγγελε, ή θα καταστραφείς εντελώς ή θα έχεις μεγάλο μέλλον».
Και η πορσελάνη στην εποχή των βαριών υλικών και των macho συμπεριφορών; «Επέλεξα την πορσελάνη, γιατί έτσι το ένιωσα φυσικό. Δεν υπάρχει τίποτα πιο περίπλοκο από το ότι απλά υπηρέτησα στρατιώτης στη Σάμο και εκεί κάνουν πολλά κεραμικά από πορσελάνη. Όταν είδα το υλικό σκέφτηκα πως αυτό έπρεπε να κάνω. Αυτό μπορούσε να εκφράσει καλύτερα ό,τι είχα στο μυαλό μου και στην ψυχή μου για τον τόπο, για μένα. Το κιτς ουδέποτε μ' ενδιέφερε για να το σχολιάσω, απλά το χρησιμοποίησαν ως όχημα όσοι ήθελαν τότε να μιλήσουν για τη δουλειά μου, δεν ήξεραν τι άλλο να πουν κι εγώ δεν ανακατευόμουν».
Σκέφτομαι τον Άγγελο Παπαδημητρίου να παίζει θέατρο με τις πορσελάνινες κεφαλές στα δάκτυλά του σε μια από τις πρώτες εκθέσεις του, το «Ροκ ροκοκό», η οποία πρέπει να προσγειώθηκε σαν UFO στην κατεστημένη αθηναϊκή κοινωνία. Τον σκέφτομαι, επίσης, στις διάφορες εμφανίσεις του σε σίριαλ ή τηλεοπτικά παιχνίδια, και τον τρόπο με τον οποίο εκεί υποδύεται τον εαυτό του. Ταυτόχρονα, σκέφτομαι και όλους αυτούς τους νεότερους καλλιτέχνες που μπλέκουν τα ΜΜΕ με την υψηλή τέχνη, που ανακάλυψαν τα φτηνά διακοσμητικά υλικά, πού κάνουν performance τέτοιου τύπου πολλά χρόνια μετά κι αναρωτιέμαι πώς μπορεί να είναι κάποιος τόσο μπροστά από την εποχή του.
«Ήταν πολύ δύσκολα, δεν είχα με ποιον να επικοινωνήσω, τίποτα! Σκέψου ότι σε μένα όλα αυτά φαινόντουσαν φυσικά. Ήθελα να τα κάνω όλα! Τα θεάματα τα άρχισα γιατί μου είπαν ότι ένας εικαστικός δεν πρέπει να κάνει τέτοια. Μετά με πήραν στο διεθνές της Μπιενάλε της Βενετίας, κάτι που με έκανε να νιώσω πολύ καλά. Επιτέλους, κάποιος καταλαβαίνει, σκέφτηκα. Μετά γνώρισα στο Βερολίνο, στην έκθεση «Greek Realities», τον Νίκο Χαραλαμπίδη, νεότερο καλλιτέχνη που πίστεψε σε μένα και με έκανε να ξαναζυμωθώ με νεότερους δημιουργούς! Φίλος ζωής. Και τώρα είμαστε μαζί εδώ και σας ακούω να θριαμβολογείτε για τη δουλειά μου, τη νιώθετε στο πετσί σας κι αυτό είναι για μένα ό,τι περίμενα σε όλη μου τη ζωή. Επικοινωνούμε, ενώ άλλοι έχουν παλιώσει, αυτό έχει τη μεγαλύτερη σημασία, γι' αυτό ένιωθα πάντα έτοιμος, από τότε που γεννήθηκα!»
Συνεχίζουμε ως το απόγευμα χορεύοντας, μεταξύ μας ή με τα έργα, υπό τους ήχους των αγαπημένων του μουσικών και γοτθικών ερωτιάρικων στίχων, μιας σειράς ανέκδοτων τραγουδιών του 1948 της Ιωάννας Γεωργακοπούλου...