ΤοΣφαγείο, γραμμένο το 1990 απότον Ισραηλινό συγγραφέα Ιλάν Χατσόρ,αποτυπώνει τις συνέπειες της χρόνιαςσύγκρουσης Ισραηλινών και Παλαιστινίωνστην ιδεολογική και πρακτική αντιπαράθεσητριών Παλαιστίνιων αδελφών. Ο έναςαδελφός έχει καταλήξει αντάρτης σταβουνά, ο δεύτερος προσπαθεί να επιβιώσειστο (παλαιστινιακό) χωριό του, κάνονταςό,τι δουλειά βρεθεί, ο τρίτος κάθε μέραπηγαίνει στο Τελ Αβίβ, καθώς εργάζεταιστο εστιατόριο ενός από τους «εχθρούς».Ο τελευταίος είναι το κεντρικό πρόσωποτης ιστορίας, ένας σύνθετος στιςαντιφάσεις του ρόλος. Ο Νταούντ θέλειειρήνη, θέλει να ζήσει και να χαρεί τηγυναίκα και το παιδί του. Είναι αυτόςπου μένει πίσω, που επωμίζεται την άδοξηυποχρέωση να συντηρεί τους ανήμπορουςτης οικογένειας, θύμα τελικά των φανατικώντης μίας και της άλλης πλευράς.
ΟΙλάν Χατσόρ προσπαθεί να κατανοήσειτον άνθρωπο που δεν είναι ρομαντικός,που δεν μπορεί να αφιερώσει τη ζωή τουστη «μεγάλη ιδέα». Δείχνει πώς η πολεμικήσυνθήκη εξαγριώνει τα ήθη, εντείνει καισχηματοποιεί το κοντράστ ανάμεσα στοΚαλό και στο Κακό, ακυρώνει κάθε έννοιαΔικαίου, παρασύρει σε επιλογές που σεκαιρό ειρήνης θα ήταν αδιανόητες. Καιεμμέσως θέτει ένα κρίσιμο ερώτημα: ότανβρίσκεται σε εξέλιξη ένας απελευθερωτικόςαγώνας με μεγάλες απώλειες ανθρώπινωνζωών, έχει κάποιος το δικαίωμα, καιμπορεί τελικά, να παραμείνει «ουδέτερος»;
Αλλά,μεταφέροντας τη σύγκρουση από το πεδίοτης Ιστορίας στο στενό πλαίσιο μιαςοικογένειας, και δη παλαιστινιακής, οσυγγραφέας βοήθησε το ισραλινό κοινόνα «κατανοήσει» τον «αντίπαλο» κι εμάςνα δούμε τα αδιέξοδα της ισραηλινο-παλαιστινιακήςσύγκρουσης; Στο σημείωμά του στο πρόγραμματης παράστασης ο Χατσόρ λέει ότι τα τρίααδέλφια θα μπορούσαν κάλλιστα να είναιΙρλανδοί, Βόσνιοι ή Γερμανοί. Πράγματι,σε περιπτώσεις κατοχής, εμφυλίου, χρόνιουαπελευθερωτικού αγώνα, μια ιστορία σαντου Σφαγείου μπορεί να συμβεί. Μόνο πουτη δεδομένη στιγμή που διάλεξε ο ΒαγγέληςΘεοδωρόπουλος να παρουσιάσει το έργοέχει μόλις προηγηθεί ο ανελέητοςισραηλινός βομβαρδισμός στη Γάζα κι ολογαριασμός είναι αποτρόπαιος: 1.400νεκρο, 6.000 τραυματίες, 90.000 άστεγοι καιπερίπου 1.000.000 Παλαιστίνιοι, των οποίωνη επιβίωση εξαρτάται από την ανθρωπιστικήβοήθεια τρίτων. Μου είναι αδύνατο νααποχρωματίσω τα δεδομένα του έργου καιδεν μπορώ να δεχθώ το «κακό» να ταυτίζεταιμ' ένα φουκαρά Παλαιστίνιο.
Τοζήτημα είναι τι κάνει το Ισραήλ, ένακράτος που δεν θα υπήρχε αν δεν είχεπροηγηθεί το Ολοκαύτωμα. Όπως έγραψε οΓαλλοεβραίος Εντγκάρ Μορέν, ανάμεσα σεπολλούς φωτισμένους Εβραίους πουαναγνωρίζουν ίδια δικαιώματα και στονπαλαιστινιακό λαό, δεν υπάρχουνδικαιολογίες για το κράτος του Ισραήλκαι τα εγκλήματά του. Και τελικά το πώςο Εβραίος της Διασποράς (στον οποίοπολλά οφείλει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός),που έζησε αιώνες κατατρεγμούς και τηχωρίς προηγούμενο ναζιστική θηριωδία,κατέληξε να γίνει ο Ισραηλινός εθνικιστήςπου βομβαρδίζει αμάχους, έχει πολύπερισσότερο ενδιαφέρον από τις εύκολαεξηγήσιμες ενδοπαλαιστινιακές κόντρεςμεταξύ μετριοπαθών και σκληροπυρηνικών.
Παράτις αμφιβολίες για τη λανθάνουσαιδεολογία του, ίσως και εξαιτίας αυτών,αξίζει να δει κανείς το Σφαγείο. Οιερμηνείες των τριών ηθοποιών, του ΟρέστηΤζιόβα, του Γιώργου Παπαγεωργίου (πουπαραμένει εκφραστικός ακόμη και τιςστιγμές που απλώς παρακολουθεί τουςάλλους δύο) και του Μιχάλη Οικονόμου(που αποδίδει θαυμάσια όλες τις μεταπτώσειςκαι τις βαθιές αντιφάσεις του Νταούντ)ξεκινούν κάπως αδύναμα, αλλά αποκτούντη σωστή θερμοκρασία όσο προχωράει ηπαράσταση και τελικά σε παρασύρουν στηθριλερική ατμόσφαιρα του έργου. Τατσιγκέλια που κρέμονται απειλητικά σεδιάφορα σημεία της σκηνής (σκηνικό τηςΜαργαρίτας Χατζηιωάννου) ενισχύουν τηναίσθηση της απειλής, το ίδιο και η μουσικήυπόκρουση του Σταύρου Γασπαράτου.