O Akhil Sharma είναι ινδικής καταγωγής Αμερικάνος συγγραφέας (έχει γράψει το An Obedient Father που έχει κερδίσει διάφορα λογοτεχνικά βραβεία και έχει δημοσιεύσει ιστορίες του σε διάφορα αμερικάνικα περιοδικά). Στο προηγούμενο τεύχος του New Yorker μέσα στο αφιέρωμα «φαγητό» υπάρχει αυτή η πολύ συγκινητική ιστορία του με τίτλο «Βούτυρο».
Το πιο σημαντικό ήταν η αφοσίωση. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου είχε πάθε ένα ατύχημα στο κολύμπι, είχε πάθει βλάβη στον εγκέφαλό του, κι ήταν ανίκανος να κινηθεί ή να μιλήσει. Τον πήραμε από το νοσοκομείο στο σπίτι και αρχίσαμε να τον φροντίζουμε μόνοι μας. Ήταν κάτι φρικτό, αλλά η αφοσίωση απαιτούσε να υποκρινόμαστε ότι δεν ήταν.
Η μητέρα μου πακέταρε τα σχολικά μου μεσημεριανά στις λευκές πλαστικές σακούλες που έφταναν οι ιατρικές προμήθειες για τον αδερφό μου. Οι σακούλες είχαν τυπωμένο το όνομα του φαρμακείου και μια λίστα με τα αντικείμενα που περιείχαν, δηλαδή καθετήρες, σύριγγες και υπόθετα. Καθόμουν στην καφετέρια και ανησυχούσα μήπως κάποιος πρόσεχε τις σακούλες και χρειαζόταν να εξηγώ. Θα μπορούσα να ζητήσω από τη μητέρα μου να μου βάλει το μεσημεριανό σε κανονικές χάρτινες τσάντες. Αν το έκανα αυτό, όμως, θα έκανα λιγότερη τη μιζέρια μου και θα αισθανόμουν προδότης, επειδή, εφόσον υπόφεραν ο αδερφός μου κι οι γονείς μου, έπρεπε να υποφέρω κι εγώ.
Είχαμε μετακομίσει στην Αμερική απ’ το Δελχί όταν ήμουν οχτώ. Εγκατασταθήκαμε πρώτα στο Κουίνς και μετά στο Νιου Τζέρσεϊ. Δεν υπήρχαν και πολλοί Ινδοί στο σχολείο μου. Όσοι από εμάς φέρναμε ινδικό φαγητό απ’ το σπίτι, καθόμασταν όλοι στο ίδιο τραπέζι της καφετέριας. Τα άλλα αγόρια περνούσαν απ’ το τραπέζι μας και τραγουδούσαν «σκατάαααα. Μυρίζω σακατάααα». Έσκυβαν πάνω απ’ τους ώμους μας, κοιτούσαν το φαγητό μας –πατάτες με μπαχαρικά, μπάμιες, πικρές νεροκολοκύθες- και χαχάνιζαν. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα λίγα χρόνια αργότερα όταν βγήκε στο σινεμά ο Ιντιάνα Τζόουνς και Ο Ναός του Χαμένου Θησαυρού. Η ταινία έδειχνε Ινδούς να τρώνε φίδια και μυαλά από πιθήκους. Μια μέρα, την ώρα του μεσημεριανού, ένα μαύρο αγόρι με ρώτησε τι τρώω και του είπα φίδι. «Φίδι!», άρχισε να ουρλιάζει. Ακουγόταν χαρούμενος και περήφανος. Αμέσως βρέθηκα περιτριγυρισμένος από ένα πλήθος. Ήθελα να είμαι μέρος όλου αυτού, φυσικά, αλλά ακόμα περισσότερο ήθελα να ξεσπάσω.
Η μόνη περίπτωση που η οικογένειά μου δεν έτρωγε ινδικό φαγητό ήταν όταν οι συγγενείς μας έρχονταν στην πόλη. Είχαμε κάποιους συγγενείς στη Βιρτζίνια που μας επισκέπτονταν την Ημέρα των Ευχαριστιών. Ήταν πρόσχαροι άνθρωποι. Όταν έρχονταν, έμεναν ξύπνιοι μέχρι αργά, έπαιζαν χαρτιά με άλλους Ινδούς που ζούσαν στη γειτονιά μας, και κορόιδευαν τη μητέρα μου για το κόλλημά της με τη θρησκεία κάνοντας δυνατά ρεψίματα και κραυγάζοντας «ο Μπράχμα μιλάει».
Οι συγγενείς μας ήταν πρόθυμοι να χαλάσουν λεφτά με έναν τρόπο που εμείς δεν το κάναμε. Πήγαιναν στην Πίτσα Χατ. Αυτό ήταν πολύ αγχωτικό, επειδή κάποιες φορές έπρεπε να τους κεράσουμε.
Η Πίτσα Χατ με την παράξενη σκεπή της, σαν μια χάρτινη βάρκα αναποδογυρισμένη και φορεμένη σαν καπέλο, μου φαινόταν ευρωπαϊκή και εντυπωσιακή. Υπαινισσόταν έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι και ζούσαν μια ζωή καλύτερη απ’ τη δική μου. Δεν τρώγαμε σχεδόν ποτέ σε εστιατόριο. Ήταν πιο φτηνό να φέρουμε την πίτσα στο σπίτι, να κόψουμε τα δικά μας κρεμμύδια και τις πράσινες πιπεριές, παρά να πληρώσουμε για τις γαρνιτούρες. Επίσης, όλοι ήξεραν ότι μόνο ένας ηλίθιος παράγγελνε αναψυκτικό σε εστιατόριο, επειδή το ποτήρι περιείχε πάρα πολύ πάγο.
Ενώ περιμέναμε να ετοιμαστούν οι πίτσες για το σπίτι, έψαχνα τρόπους για να ζημιώσω την Πίτσα χατ. Έπαιρνα στο σπίτι χούφτες καλαμάκια, γέμιζα τις τσέπες μου φίσκα με καραμέλες μέντας που πρόσφεραν στα ταμεία, όταν δεν κοιτούσε κανείς πήγαινα μέχρι τη γωνία και, την ώρα που επέστρεφα στο μαγαζί, έφτυνα στο πάτωμα.
Στο σπίτι απλώναμε την πίτσα στο τραπέζι της κουζίνας. Όσο την είχαμε στο κέντρο του τραπεζιού, αισθανόμουν λες και είχαμε επισκέψεις από κάποιον λευκό. Βάζαμε τις γαρνιτούρες μας στις φέτες μας. Τις τρώγαμε.
Είδα τον κόσμο, κυρίως, μέσα από ένα πρίσμα φόβου και θυμού –φόβο μήπως δεν είχαμε αρκετά χρήματα να φροντίσουμε τον αδερφό μου και θυμό για τους άλλους ανθρώπους επειδή δεν υπόφεραν όπως κι εγώ. Έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε. Ο αδερφός μου είναι πια νεκρός. Ακόμα και τώρα ο κύριος φόβος μου παραμένει, λες και ζω ακόμα στον κόσμο της παιδικής μου ηλικίας.
Ένας εκατομμυριούχος γνωστός μου κάποτε πήγε εμένα και τη γυναίκα μου σε ένα εστιατόριο τριών αστεριών μισελέν, στο Per Se της Νέας Υόρκης, όπου ξόδεψε για μας περίπου είκοσι χιλιάδες δολάρια για κρασιά –ένα Palmer του ’61,ένα Margaux του ’82, ένα Cheval Blanc του ’90, ένα d’Yemen του ’89 κι ένα Krug.
Το μόνο που μου προκαλούν όλα αυτά τα σπαταλημένα λεφτά, παρόλα αυτά, είναι θυμός. Όσο πιο πολλά ξοδεύω τώρα, τόσο πιο πολύ αισθάνομαι ότι δικαιούμαι μια εξήγηση γιατί το παρελθόν μου ήταν έτσι όπως ήταν. Όταν πηγαίνω σε εστιατόρια όπως το Per Se, ψάχνω τρόπους να πάρω μαζί μου κάτι, όπως τις καραμέλες μέντας στην Πίτσα Χατ. Μου αρέσει να παίρνω λίγο περισσότερο από αυτό που πληρώνω.
Το Per Se παίρνει βούτυρο από ένα συγκεκριμένο κοπάδι αγελάδων. Πριν φύγω από το εστιατόριο εκείνο το βράδυ, ρώτησα τον σερβιτόρο εάν μπορούσα να πάρω λίγο από το βούτυρο σπίτι. Φυσικά, το κανόνισε. Έχει περάσει καιρός από εκείνο το δείπνο, αλλά έχω ακόμα το βούτυρο μέσα στον καταψύκτη μου. Δεν έχω ιδέα τι θα το κάνω.
σχόλια