1.
Γκελ με την άβυσσο
Από την Σταυρούλα Παπασπύρου
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε σαν το 1927 στη Θεσσαλονίκη και δολοφονήθηκε σαν σήμερα, το 1988 στην Αθήνα, κάνοντας στο μεσοδιάστημα ομολογημένα "γκελ με την άβυσσο". Χείμαρρος λόγου κι ελευθεριότητας, αντικομφορμιστής αλλά κι ονειροπαρμένος, πρίγκιπας των σαλονιών και εκδιδόμενος ως τραβεστί στη Συγγρού ταυτόχρονα, πέρασε στις συνειδήσεις μας, κι ας ενοχλούνταν γι' αυτό, ως συγγραφέας του ενός βιβλίου.
Από το 1962 που τύπωσε με δικά του έξοδα το "Τρίτο στεφάνι" , μέχρι να συναντηθεί το μυθιστόρημα με το πολυπληθές κοινό του χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια. Οι πρώτες κριτικές αποτιμήσεις γι' αυτόν τον ωκεανό συνειρμικών διαλόγων μεταξύ Νίνας και Εκάβης, με φόντο τις εθνικές μας περιπέτειες απ' τις αρχές ώς τα μέσα του 20ού αιώνα, ήταν απαξιωτικές. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Κοτζιά, το υλικό του Ταχτσή «ξεγλιστράει αμετουσίωτο ανάμεσα από τα δάχτυλά του, έτσι που στο τέλος καταντάει το κυριακάτικο γιουβέτσι και τα μπουγαδόνερα της συνοικιακής αυλής να προσδιορίζουν με τη μυρωδιά τους και το ύψος από το οποίο αντικρίζει την οικουμένη ο συγγραφέας». Ενα «ακατάπαυστο κουτσομπολιό ανάμεσα σε μπουγαδόνερα», θεώρησε το βιβλίο και η Ελλη Αλεξίου, παραγνωρίζοντας με τη σειρά της την μέγιστή του αρετή, τη γλώσσα του.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ταχτσή, το "Τρίτο στεφάνι" άρχισε να γίνεται γνωστό μέσα απ' τις χουντικές φυλακές, χάρη στις γυναίκες των πολιτικών κρατουμένων που αναζητούσαν ευχάριστα βιβλία για τους άντρες τους... «Ακόμα πιο φανατικοί αναγνώστες μου έγιναν οι μπάτσοι» είχε πει σε συνέντευξή του στη «Λέξη»: «Οταν με πρωτοκάλεσαν στη Γενική Ασφάλεια για μια αντιδικτατορική μου ενέργεια, χάρισα από ένα αντίτυπο σε δυο τρεις για να μάθουνε ποιος είμαι. Τους άρεσα, κι από τότε, κάθε φορά που μ' έπιαναν για πολιτικούς ή άλλους λόγους, μου το ζητούσανε επίμονα».
Σήμερα πια κανείς σχεδόν δεν το αρνείται: Εκείνο που χρωστάμε στον Ταχτσή είναι το γλωσσικό ιδίωμα των ηρωίδων του. Αντλώντας από πρωτοπόρες αφηγηματικές τεχνικές, σαν αυτές που καλλιέργησαν η Γουλφ και ο Τζόις, «ήταν ο πρώτος που έκανε ύφος τη γλώσσα των μικροαστών», όπως τονίζει ο Κουμανταρέας, κρατώντας αποστάσεις από τη «δικτατορία της καλλιέπειας και της φιλολογίας». Κι αυτή η αμεσότητα της γραφής του -καρπός επίπονης επεξεργασίας- επέτρεψε στους νεώτερους συγγραφείς να χρησιμοποιούν μια προφορικότητα προσαρμοσμένη στην ηλικία και την εποχή τους.
2.
Ο Κώστας Ταχτσής για την φωτογραφία
"Αν ήμουν ποτέ νάρκισσος, δεν είμαι πια...". Επιμέλεια: Σπύρος Στάβερης
Γεννήθηκα την εποχή του υπαίθριου φωτογράφου με τη μηχανή στο στρίποδο και το μαυρομάνικο στο οποίο έχωνε το κεφάλι του. Με το δεξί χέρι κανόνιζε το φακό, σου' λεγε "λίγο πιο ίσα το κεφάλι, κοίτα, να, θα βγεί το πουλάκι !" - μια λέξη που για το παιδί που ήμουν τότε σήμαινε βέβαια κυρίως κάτι άλλο... Αλίμονο, δεν έβγαινε ποτέ κανένα και κανενός είδους πουλάκι. 'Εβγαινα εγώ, πρώτα στη μαύρη αρνητική πλάκα, ύστερα στη θετική, και ποτέ σχεδόν με το κεφάλι όρθιο, πάντα γερμένο πλάι -κάτι που, σκαλίζοντας παλιές οικογενειακές φωτογραφίες, διαπίστωσα πως πρέπει να κληρονόμησα απ' τη γιαγιά μου -έτσι μητριαρχικά, λειτούργησε σε μένα ο αταβισμός...
'Εχω πολλές παιδικές φωτογραφίες βγαλμένες πριν απ' τον πόλεμο, σχεδόν καμιά απ' την περίοδο της Κατοχής, κι έτσι δεν ξέρω πως ήμουν ανάμεσα στα δεκατρία και τα δεκαεφτά. Ξαναρχίζω να βγαίνω φωτογραφίες αμέσως μετά τον πόλεμο -σε τραβούσαν τότε διάφοροι φωτογράφοι στο δρόμο ήθελες δεν ήθελες, και σου' διναν μια κάρτα να πας την επομένη να πληρώσεις να τις πάρεις. Πότε πήγαινα, πότε όχι.
Πήγαινα κι έβγαινα βέβαια πολλές φωτογραφίες για ταυτότητα ή άλλους λόγους -στα χρόνια του Εμφυλίου ακόμα και για να πας μια εκδρομή ως τον Πόρο έπρεπε να υποβάλεις αίτηση στην Αστυνομία επισυνάπτοντας και δυο φωτογραφίες -μια απ' αυτές βγήκε πολύ όμορφη, κι είν' αυτή που έχω βάλει στο κείμενο που έγραψα για το δίσκο Σκληρός Απρίλης του '45 του Χατζιδάκι. Τον καιρό της χούντας ανακάλυψα ακόμα μια, εξίσου ωραία : ήταν λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση της "Δήλωσης των 18" που είχα συνυπογράψει -κάτι που μερικοί άσπονδοι φίλοι κάνουν ό,τι μπορούν για να παρασιωπήσουν, δίνοντας έμφαση στα "18 Κείμενα"... Με κάλεσαν λοιπόν στην Ασφάλεια. Ο αστυνομικός είχε μπροστά του έναν ογκώδη φάκελο σα να' μουνα κανένας εγκληματίας. 'Αρχισε να τον σκαλίζει. Ο άνθρωπος βρισκόταν σε πολύ πιο μεγάλη αμηχανία από μένα. Μου είπε : "Εδώ σας βλέπω ανθυπολοχαγό... Εδώ..." Δεν τέλειωσε τη φράση του. Απλώς μου' δειξε την ενοχοποιητική φωτογραφία που μου είχαν βγάλει οι ίδιοι το '65 επί Γεωργίου Παπανδρέου, όταν υπουργός Δημόσιας Τάξης ήταν εκείνος ο μανιακός διώκτης ομοφυλόφιλων που κυκλοφορούσε με μια μπέρτα κι ήταν -τι ειρωνεία- εργοστασιάρχης προφυλακτικών ! Μες στο φάκελο υπήρχαν και πολλές αιτήσεις μου για άδεια ταξιδίου -στα νησιά του Σαρωνικού, στην αγνή ακόμα τότε Μύκονο και τις άλλες Κυκλάδες, στους Δελφούς, κ.ο.κ. Σε κάθε αίτηση ήταν κολλημένη στο πάνω μέρος δεξιά κι από μια φωτογραφία. Και πήρε μια απ' αυτές το μάτι μου που δε θυμόμουνα καθόλου και που δεν είχα στο αρχείο μου. Τον παρακάλεσα να μου τη δώσει -"Τι τη θέλετε εσείς", του λέω. Αρνήθηκε ευγενικά. 'Ηταν άλλωστε, παραδόξως, σ' όλα πολύ ευγενικός μαζί μου. Μιλήσαμε λιγότερο για το πραξικόπημα που αυτός επέμενε ν' αποκαλεί "επανάσταση" και περισσότερο για το διχασμό Κωνσταντίνου-Βενιζέλου και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ας είναι. Αν, όπως λένε, έχουν πραγματικά κάψει όλους τους φακέλους, θα' χει χαθεί για πάντα αυτή η φωτογραφία των δεκαοχτώ μου χρόνων, αλλ' έτσι τουλάχιστον θα' χει χαθεί ευτυχώς κι η άλλη.
Τι αισθάνομαι όταν βλέπω τον εαυτό μου σ' εφημερίδες και περιοδικά ; Τίποτα. Αν ήμουν ποτέ νάρκισσος, δεν είμαι πια. Εκτός κι αν η δυσαρέσκεια που νοιώθω κάθε φορά ότι στο μεταξύ έχω γεράσει ακόμα λίγο, είναι κι αυτή ένα είδος ναρκισσισμού.
Τι αισθάνομαι βλέποντας τις φωτογραφίες άλλων συγγραφέων ; Μμ... Μειδιώ λιγάκι -ανάλογα και με τα αισθήματα που τρέφω γι' αυτούς και το έργο τους. Και μόνο η φωτογραφία του Σεφέρη δεν παύει ποτέ να με συγκινεί.
__________
Περιοδικό Πολιορκία -Γραφή κι Ανάγνωση, τεύχος 28, Σεπτ. 1985
3.
+bonus:
Η εκπομπή "Παρασκήνιο" που ήταν αφιερωμένη στον Κώστα Ταχτσή, με σπάνιο υλικό.
σχόλια