Την έκθεση "Missing Out: Refugee education in crisis" που καταδεικνύει ότι περισσότερα από τα μισά από τα 6 εκατομμύρια παιδιά σχολικής ηλικίας που εμπίπτουν στην εντολή της, δηλαδή 3,7 εκατομμύρια παιδιά, δεν έχουν καν πρόσβαση σε σχολείο, δημοσιεύει σήμερα η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
«Εκατομμύρια παιδιά πρόσφυγες αντιμετωπίζουν αυτή την κρίση», λέει ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες Filippo Grandi. «Η εκπαίδευση των παιδιών προσφύγων είναι εξαιρετικά παραμελημένη, ενώ αποτελεί μία από τις ελάχιστες ευκαιρίες που έχουμε να διαπλάσουμε την επόμενη γενιά, ώστε να μπορέσει να αλλάξει την τύχη των δεκάδων εκατομμυρίων αναγκαστικά εκτοπισμένων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο».
Η έκθεση δημοσιεύεται λίγο πριν από τη συνάντηση των ηγετών του κόσμου στο πλαίσιο της Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και Μετανάστες, που θα γίνει στις 19-20 Σεπτεμβρίου, και της Συνόδου των Ηγετών για την Παγκόσμια Προσφυγική Κρίση, που διοργανώνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Και στις δύο Συνόδους η Υ.Α. απευθύνει έκκληση σε κυβερνήσεις, δωρητές, ανθρωπιστικές οργανώσεις και αναπτυξιακούς εταίρους, καθώς και σε εταίρους του ιδιωτικού τομέα, να ενισχύσουν περαιτέρω τη δέσμευσή τους για να διασφαλίσουν ότι κάθε παιδί θα έχει πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση. Στο επίκεντρο των συζητήσεων θα είναι ο Στόχος 4 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη: «Διασφάλιση πλήρους και ποιοτικής εκπαίδευσης για όλους και προώθηση της δια βίου μάθησης», ο οποίος δε θα επιτευχθεί πριν από το 2030 εάν δεν καλυφθούν οι εκπαιδευτικές ανάγκες των ευάλωτων πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων και άλλων αναγκαστικά εκτοπισμένων ανθρώπων.
Ενώ η έκθεση τονίζει την πρόοδο που έχουν επιτύχει οι κυβερνήσεις, η Υ.Α. και οι εταίροι τους στο να αυξήσουν τον αριθμό των παιδιών-προσφύγων που εγγράφονται στα σχολεία, η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη όταν πρόκειται για τόσο μεγάλους αριθμούς. Ενώ ο παγκόσμιος προσφυγικός πληθυσμός σχολικής ηλικίας ήταν σχετικά σταθερός στα 3,5 εκατ. τα πρώτα δέκα χρόνια του 21ου αιώνα, έχει αυξηθεί κατά 600.000 παιδιά και εφήβους κατά μέσο όρο ετησίως από το 2011. Μόνο το 2014, ο προσφυγικός πληθυσμός σχολικής ηλικίας αυξήθηκε κατά 30%. Με αυτόν τον αυξητικό ρυθμό, η Υ.Α. εκτιμά ότι υπάρχει ανάγκη σε ετήσια βάση κατά μέσο όρο για τουλάχιστον 12.000 επιπλέον αίθουσες διδασκαλίας και 20.000 επιπλέον δασκάλους.
Οι πρόσφυγες συχνά ζουν σε περιοχές όπου οι κυβερνήσεις πασχίζουν ήδη να προσφέρουν εκπαίδευση στα δικά τους παιδιά. Αντιμετωπίζουν έτσι την επιπρόσθετη δυσκολία να βρουν σχολικά κτίρια, εκπαιδευμένους δασκάλους και εκπαιδευτικό υλικό για δεκάδες ή ακόμα και εκατοντάδες χιλιάδες νέους μαθητές, που συχνά δεν μιλάνε τη γλώσσα διδασκαλίας και τις περισσότερες φορές έχουν ήδη χάσει τρία με τέσσερα χρόνια σχολείου. Περισσότερα από τα μισά παιδιά και εφήβους πρόσφυγες παγκοσμίως που δεν πηγαίνουν σχολείο βρίσκονται μόλις σε εφτά χώρες: το Τσαντ, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Αιθιοπία, την Κένυα, τον Λίβανο, το Πακιστάν και την Τουρκία.
Tον Φεβρουάριο, στη Διάσκεψη του Λονδίνου για τη στήριξη της Συρίας και της ευρύτερης Περιοχής, οι δωρητές δεσμεύτηκαν σε ένα σχέδιο που θα είχε αντίκτυπο σε 1,7 εκατ. παιδιά και νέους, πρόσφυγες από τη Συρία, αλλά και ντόπιο πληθυσμό των κοινοτήτων που υποδέχονται πρόσφυγες, στον Λίβανο, την Ιορδανία, την Αίγυπτο, το Ιράκ και την Τουρκία. Επίσης, το σχέδιο στοχεύει σε 2,1 εκατ. παιδιά μέσα στην Συρία που δεν πηγαίνουν στο σχολείο. Μέχρι την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς αυτό τον Σεπτέμβριο, η δουλειά που μεσολάβησε από τις κυβερνήσεις στις χώρες υποδοχής υπήρξε εντυπωσιακή. Στην Ιορδανία και το Λίβανο ενισχύθηκε το σύστημα διπλής βάρδιας στα σχολεία, στην Αίγυπτο το 90% των παιδιών προσφύγων από τη Συρία έχουν εγγραφεί στο σχολείο και στην Τουρκία εντατικοποιήθηκαν οι προσπάθειες για να ενθαρρυνθούν οι σχολικές εγγραφές. Παρόλα αυτά, η χρηματοδότηση για την οποία υπήρξε δέσμευση στη Διάσκεψη δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, με κίνδυνο να υπονομευτεί μέρος αυτής της προόδου.
Η έκθεση καλεί τις κυβερνήσεις να δώσουν προτεραιότητα στην αποτελεσματική ένταξη των παιδιών προσφύγων στα εθνικά συστήματα και τον πολυετή εκπαιδευτικό σχεδιασμό. Στο Τσαντ, μια πρόσφατη μετάβαση όλων των σχολείων στο εθνικό σύστημα εκπαίδευσης στήριξε και τα παιδιά πρόσφυγες και τα παιδιά της τοπικής κοινότητας. Ωστόσο, η έλλειψη κονδυλίων έχει ως αποτέλεσμα τον υπερπληθυσμό και την ελλιπή υποδομή των τάξεων.
Δεδομένου ότι κατά μέσο όρο οι πρόσφυγες περνούν 20 χρόνια εκτοπισμένοι σε μια παρατεταμένη προσφυγική κατάσταση, η έκθεση καλεί τους δωρητές να μεταβούν από προσεγγίσεις έκτακτης ανάγκης σε πολυετή και προβλεπόμενη χρηματοδότηση που δίνει τη δυνατότητα να υπάρξει ένας βιώσιμος σχεδιασμός, ποιοτικός προγραμματισμός και ασφαλής παρακολούθηση της εκπαίδευσης για τους πρόσφυγες αλλά και για τα παιδιά και τους εφήβους της τοπικής κοινότητας.