Η αβεβαιότητα που προκαλούν οι δασμοί και η εμπορική πολιτική του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αρχίζει να επηρεάζει αρνητικά πολλές βιομηχανίες, καθώς οι καταναλωτές περιορίζουν τις δαπάνες τους, προειδοποιούν επιχειρήσεις.
Η μεταβλητότητα των αποφάσεων του Τραμπ σχετικά με το εμπόριο έχει δημιουργήσει προβληματισμό στις αγορές, αναγκάζοντας πολλές εταιρείες να εξετάζουν αυξήσεις τιμών, γεγονός που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό και να επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη.
Παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ έχει δηλώσει πως οι πολιτικές του μπορεί να προκαλέσουν «βραχυπρόθεσμο πόνο», η ανησυχία για τις οικονομικές επιπτώσεις εντάθηκε, καθώς απέφυγε να προβλέψει αν η πολιτική του θα οδηγήσει σε ύφεση.
Τη Δευτέρα, οι φόβοι αυτοί πυροδότησαν μαζικές ρευστοποιήσεις στη Wall Street, με αποτέλεσμα να χαθούν σχεδόν 5 τρισεκατομμύρια δολάρια από την κεφαλαιοποίηση του S&P 500 σε σύγκριση με το υψηλό του περασμένου μήνα.
Ο CEO της Delta Air Lines, Ed Bastian, δήλωσε ότι οι οικονομικές ανησυχίες των καταναλωτών και των επιχειρήσεων επηρεάζουν ήδη τις εγχώριες αεροπορικές μετακινήσεις. «Είδαμε εταιρείες να περιορίζουν τα έξοδά τους. Οι δαπάνες των επιχειρήσεων άρχισαν να επιβραδύνονται», ανέφερε στο CNBC.
Οι ανησυχίες αυτές επηρεάζουν και τον κλάδο του λιανεμπορίου, με επιχειρήσεις όπως η Macy’s, η Walmart και η Target να προειδοποιούν για πιέσεις στη ζήτηση λόγω πληθωρισμού και φόβων ύφεσης.
Οι νέοι δασμοί 25% σε εισαγόμενο χάλυβα και αλουμίνιο τίθενται σε εφαρμογή την Τετάρτη, επηρεάζοντας εκατομμύρια τόνους μετάλλων από χώρες όπως Καναδάς, Βραζιλία, Μεξικό και Νότια Κορέα.
Την Τρίτη, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι διπλασιάζει τους δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από τον Καναδά, φτάνοντας συνολικά το 50%, ως απάντηση στην απόφαση του Οντάριο να επιβάλει προσαύξηση 25% στις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς τις ΗΠΑ.
Σε ανάρτησή του στο Truth Social, απείλησε επίσης με σημαντική αύξηση των δασμών στα εισαγόμενα αυτοκίνητα από τις 2 Απριλίου, αν ο Καναδάς και άλλες χώρες δεν καταργήσουν «άδικους δασμούς» σε αμερικανικά προϊόντα.
Επιπτώσεις στην επιχειρηματική εμπιστοσύνη και στην οικονομία
Διάφορες έρευνες αποκαλύπτουν ότι η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών στις ΗΠΑ έχει αρχίσει να επιδεινώνεται, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των επενδύσεων και των καταναλωτικών δαπανών.
Ο Σύνδεσμος Μικρών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ (NFIB), ο οποίος είχε στηρίξει τον Τραμπ στις εκλογές του 2024, ανέφερε ότι το επιχειρηματικό κλίμα εξασθενεί για τρίτο συνεχόμενο μήνα, εξαλείφοντας την ώθηση που είχε προκαλέσει η επανεκλογή του.
Παράλληλα, η μηνιαία έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης κατέδειξε αυξανόμενη απαισιοδοξία των αμερικανικών νοικοκυριών σχετικά με τις οικονομικές τους προοπτικές και άνοδο των προσδοκιών για αύξηση της ανεργίας.
Οι ανησυχίες για την οικονομία βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας, καθώς ο Τραμπ ετοιμάζεται να συναντηθεί με 100 κορυφαίους CEO στο πλαίσιο του Business Roundtable στην Ουάσιγκτον.
Παρότι οι επιχειρήσεις είχαν αρχικά υποδεχθεί θετικά την επανεκλογή του Τραμπ λόγω των υποσχέσεών του για μείωση της γραφειοκρατίας και φορολογικές ελαφρύνσεις, η απουσία σαφούς σχεδίου για φορολογικές περικοπές και η πιθανότητα κυβερνητικού shutdown δημιουργούν πρόσθετη αβεβαιότητα.
Ο CEO της γερμανικής Henkel, Carsten Knobel, δήλωσε ότι οι πολιτικές της Ουάσιγκτον πλήττουν δυσανάλογα την αμερικανική αγορά. «Βλέπουμε διστακτικότητα τόσο στους καταναλωτές όσο και στις βιομηχανικές αγορές», ανέφερε.
Οι φόβοι για ύφεση στις ΗΠΑ ενισχύονται, με τους οικονομολόγους να εκτιμούν ότι η αυξανόμενη αβεβαιότητα θα κάνει πιο δύσκολες τις μακροπρόθεσμες επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων.
Ο Christian Schulz, αναπληρωτής επικεφαλής οικονομολόγος της Citi για την Ευρώπη, δήλωσε: «Οι επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν ακόμη περισσότερο να λάβουν αποφάσεις για το μέλλον, λόγω των αυξανόμενων φόβων για ύφεση».
Παράλληλα, οι μετοχές της Verizon σημείωσαν πτώση, καθώς η εταιρεία προειδοποίησε για «ασθενή ανάπτυξη» στο πρώτο τρίμηνο του 2025, ενώ τα πολυκαταστήματα Kohl’s, Macy’s και Walmart προέβλεψαν μειωμένα κέρδη λόγω επιφυλακτικότητας των καταναλωτών.
Με πληροφορίες από Reuters