«Φιλοδοξώ να γίνω ο συναισθηματικός καταλύτης για την αλλαγή μιας νομοθετικής ντροπής» είχε πει στη Χριστίνα Γαλανοπούλου του LIFO.gr ο Αλέξανδρος Βέλιος μερικές εβδομάδες πριν από τον θάνατό του.
Τώρα, δέκα ημέρες μετά τον θάνατό του, που έγινε όπως ακριβώς τον επέλεξε και τον προανήγγειλε ο ίδιος, αντί για καταλύτης για την αλλαγή της νομοθετικής ντροπής μοιάζει να είναι καταλύτης της διαιώνισης της υποκρισίας.
Εννοείται πως δεν φταίει αυτός. Και πως είναι ακόμα νωρίς. Η απογοήτευσή μου όμως όταν διάβασα σήμερα την απόφαση για την εκταφή της σορού του ήταν μεγάλη. Αντί να έχει γίνει μια μεγάλη κουβέντα που θα οδηγήσει σε αλλαγή των νόμων, αντί να έχουν βγει μπροστά κόμματα (π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ) για να στηρίξουν με προτάσεις νόμου το απόλυτο ανθρώπινο δικαίωμα –το δικαίωμα στην αξιοπρεπή ζωή και στον αξιοπρεπή θάνατο–, αντί να κινείται κάτι προς τη θετική κατεύθυνση τέλος πάντων, γυρίζουμε πίσω στη γνωστή υποκρισία. (Προφανώς απ' όλα τα εγκλήματα η αστυνομία καίγεται να εξιχνιάσει και να τιμωρήσει την αυτοκτονία/ευθανασία του Βέλιου.)
Το ότι ακόμα και μετά θάνατον δεν σέβονται την απόφασή του και ψάχνουν μήπως κάποιος του έδωσε ένεση για να τον τιμωρήσουν κι εκείνον, με αποτέλεσμα να τον ξεθάβουν για περαιτέρω εξετάσεις, παρότι νόμιμο, είναι προσβλητικό για τον αγώνα του, για τα πιστεύω του και για τις αποφάσεις του.
«Τόσες εξουσίες κάνουν κουμάντο στη ζωή μας, που θα έπρεπε να μας επιτρέψουν την πολυτέλεια να κάνουμε εμείς κουμάντο στον θάνατό μας...»
Άλλα ήλπιζε ο Βέλιος πως θα συμβούν: «Έχει τόσο βαθιές ρίζες αυτό το θέμα στην κοινωνία, η οποία είναι πάντα μπροστά, παρά τα επιβεβλημένα θρησκευτικά κωλύματα», μας είχε πει στη συνέντευξή του. «Πιστεύω ότι ως θέμα το ανέδειξα, το έθεσα στη δημόσια σφαίρα του διαλόγου, ελπίζω να κινητοποίησα ανθρώπους και διαδικασίες και φιλοδοξώ να είμαι ή έστω να γίνω ο συναισθηματικός καταλύτης για μια αλλαγή, έναν εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου, το οποίο είναι επιεικώς αναχρονιστικό και δεδομένα εξοργιστικό: η ευθανασία να θεωρείται ποινικό αδίκημα, ανθρωποκτονία με ελαφρυντικά. Μια ντροπή, δηλαδή, και για τη νομοθεσία μας και για το σύστημά μας».
Η σπουδή των εξουσιών που «έκαναν κουμάντο στη ζωή του» να τρέξουν για να εξιχνιάσουν την «ανθρωποκτονία» του Βέλιου (ενώ όλοι ξέρουμε πως ο ίδιος δεν θεώρησε έτσι τον θάνατό του, το αντίθετο!) είναι απογοητευτική. Διπλά απογοητευτικό είναι το γεγονός ότι παράλληλα με την αναχρονιστική, αστυνομική και εισαγγελική εξέλιξη δεν υπάρχει ως αντίβαρο οποιαδήποτε πίεση προς την κατεύθυνση που έδειξε ο Βέλιος – και χιλιάδες άλλοι συνάνθρωποί μας.
Όλοι ξέρουμε πως το όραμα του Βέλιου θα γίνει κάποτε πραγματικότητα: όταν «ωριμάσουν οι συνθήκες», όταν η εκκλησία αρχίσει να κοιτάζει τη δουλειά της, όταν οι πολιτικοί δεν θα φοβούνται τις αντιδράσεις. Το «κάποτε» όμως, όταν έχεις δικό σου άνθρωπο με ανίατη ασθένεια και φριχτούς πόνους που σε ικετεύει για ένα τέλος, δεν είναι αρκετό...