Ο Ντίλαν, το Νόμπελ και ο ποπ εαυτός μας. Aπό τον Νικόλα Σεβαστάκη

Ο Ντίλαν, το Νόμπελ και ο ποπ εαυτός μας. Aπό τον Νικόλα Σεβαστάκη Facebook Twitter
1

Όσοι γεννηθήκαμε στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα συναντηθήκαμε από νωρίς με την ποπ κουλτούρα. Όποιες και αν ήταν οι οφειλές της χώρας στα άγρια πολιτικά της πάθη, μεγάλο μέρος του καθημερινού πολιτισμού της πέρασε στην επικράτεια της μόδας και των επιδράσεων που είχε η «ποπ» στον τρόπο ζωής. Δεν μιλώ μόνο ή κυρίως για τη μουσική αλλά για τη διακόσμηση, τα χρηστικά αντικείμενα, τα κόμικς, το σινεμά. Από τις ταμπέλες των καταστημάτων ως το σύστημα της μόδας, τίποτα δεν έμεινε, πρακτικά, ανεπηρέαστο.


Αυτό δεν συνέβη με τους γονείς μας, που ήταν παιδιά των προπολεμικών καιρών και έζησαν κυρίως μια Ιστορία σημαδεμένη από τη βία και την πενία. Και εκεί, βεβαίως, υπήρχαν εξαιρέσεις (αν ο Φώτης Πολυμέρης ή οι ορχήστρες που έπαιζαν λατινοαμερικάνικα του '40 ήταν ποπ), αλλά η ποπ μεταβολή της ελληνικής καθημερινότητας είναι υπόθεση των χρόνων της Μεταπολίτευσης.


Τι σχέση έχουν, όμως, τα παραπάνω με τη διαμάχη για το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Μπομπ Ντίλαν; Έχουν. Διότι μία από τις συνέπειες του τρόπου που αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε είναι ότι το γούστο μας κυριαρχεί, συχνά, στις κρίσεις μας. Συγκινούμαστε, ας πούμε, και ταυτιζόμαστε με κάτι, με ένα σώμα τραγουδιών, με στίχους, με μια καλλιτεχνική περσόνα. Και έπειτα δεν μπορούμε να καταλάβουμε πως αυτές οι ταυτίσεις (στο όριο αισθητικής και αισθήματος) δεν δηλώνουν απαραίτητα κάτι για το μέγεθος και τη σπουδαιότητα του δημιουργού. Το γεγονός, δηλαδή, ότι αγαπάμε κάτι και ότι αυτό έχει γίνει μέρος της αισθηματικής μας αγωγής δεν σημαίνει ότι πρέπει και να το αναγορεύσουμε σε κορυφή.

Μπορούμε να έχουμε στην καρδιά μας τους στίχους του «Blowin' in the wind» ή του «Subterranean homesick blues» αλλά να κρίνουμε ότι ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι μια διαφορετική υπόθεση.


Θα πει κανείς πως δεν είναι όλη η ποπ το ίδιο πράγμα. Φυσικά. Από τις φολκ αφηγήσεις του Ντίλαν ως τις πιο εκλεκτικές και δύστροπες εκδοχές στη σύγχρονη ηλεκτρική και ηλεκτρονική μουσική υπάρχει τεράστιο φάσμα απαιτήσεων. Στον στίχο και στη μουσική. Στην αρχιτεκτονική του ήχου και στη σχέση της μουσικής με ένα κοινό που μπορεί να είναι εκατό νοματαίοι ή ένα δισεκατομμύριο ακροατές. Διαφορετικές μορφές ευφυΐας, ταλέντου, στιχουργικής, εμπλέκονται και φτιάχνουν ένα σύμπαν πολυποίκιλο και χαοτικό.


To ζήτημα όμως που συζητώ εδώ είναι διαφορετικό: ότι δεν θέλουμε να ξεχωρίσουμε «αυτό που μας αρέσει» από αυτό που αξίζει, ενδεχομένως, ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας. Και όχι απλώς δυσκολευόμαστε αλλά είμαστε απρόθυμοι και να το διαπραγματευτούμε. Θεωρούμε μάλιστα προδοσία και καταπάτηση των ιερών μας το να ακούσουμε από τον άλλον ότι, για παράδειγμα, ο Ντίλαν δεν είναι για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.


Αυτή είναι η συνηθισμένη, γλυκιά αυταπάτη του ποπ εαυτού. Η αρνητική του πλευρά, κατά τη γνώμη μου. Το ότι κουβαλάει ένα ρομαντικό απόλυτο και το εκλογικεύει σε κάθε αφορμή με τον φόβο να παραδεχτεί την εύθραυστη αλήθεια των προτιμήσεών του. Και όλο και περισσότερο, μεγαλώνοντας, ευλογούμε τα γούστα μας. Θέλουμε οι άλλοι να ανταποκρίνονται στα δικά μας μέτρα και σταθμά, στους ενθουσιασμούς μας, στις απέχθειές μας. Λες και μέτρο όλων των αξιολογήσεων σε αυτήν τη ζωή είναι το υποκειμενικό αίσθημα του «μου αρέσει» ή «δεν μου αρέσει».

 
Φυσικά, υπάρχει και εκείνη η μονολιθική πόζα όσων λένε πως αγνοούν και περιφρονούν την ποπ διάσταση. Γι' αυτούς το κριτήριο είναι απλώς η δυσκολία-για-τη-δυσκολία, η απόσταση από τα λαϊκά γούστα, η αποκήρυξη των συναισθημάτων και ο θρίαμβος μιας τέχνης εγκεφαλικής και μονόπαντα διανοητικής. Προσποιούνται, εν τέλει, πως ζουν μια αυθεντικότητα σε απόσταση ασφαλείας από καθετί χαμηλό, μαζικό ή έστω «εύπεπτο».


Αυτός, όμως, ο οχυρωμένος ελιτισμός δεν πρέπει να μας οδηγεί στην παιδιάστικη αντίδραση να ισοπεδώνουμε τα πάντα. Το γεγονός, ας πούμε, ότι εγώ εδώ και τριάντα χρόνια ακούω κυρίως εκδοχές της indie ροκ μουσικής δεν σημαίνει ότι την υπερασπίζομαι ως ίσης αισθητικής και πνευματικής αξίας με τον Μπαχ, τον Μότσαρτ, τον Μάλερ. Το ότι έχω περάσει ωραίες στιγμές διαβάζοντας τον Επιθεωρητή Μαιγκρέ του Σιμενόν (που είναι για μένα σημαντικός συγγραφέας) δεν σημαίνει ότι θα έβαζα τον Σιμενόν δίπλα στον Μούζιλ, στον Γιόζεφ Ροτ ή στον Ναμπόκοφ.


Είναι γνωστό όμως ότι διάγουμε εν νοσταλγία και πως δεν σηκώνουμε μύγα στο σπαθί μας για τις εμμονές μας. Ορισμένα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο να ταιριάζουν με την περίμετρο των γούστων μας. Μπορούμε να έχουμε στην καρδιά μας τους στίχους του «Blowin' in the wind» ή του «Subterranean homesick blues» αλλά να κρίνουμε ότι ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι μια διαφορετική υπόθεση.


Διακρίνοντας το τι αγαπάμε από το τι δικαίως αξίζει ένα Νόμπελ, σώζουμε, ενδεχομένως, και τα δύο: και τις αγάπες μας από θεσμούς που δεν τους πάνε αλλά και τους θεσμούς από μια ψεύτικη προοδευτικότητα που τους ακυρώνει.

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Θοδωρής Αντωνόπουλος / Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Αν θεωρήσουμε την ομοφυλοφιλία επάγγελμα, αξιότιμε κ. συνήγορε, τότε σίγουρα αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στα βαρέα ανθυγιεινά. Τουλάχιστον για όσο μπορούν να δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο κακοποιητικές απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές, σαν αυτές που είτε εκφέρετε είτε ενθαρρύνετε.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος / Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Αντί να διαφωνήσουμε για το ένα ή το άλλο θέμα, όπως και είναι θεμιτό και αναμενόμενο σε μια δημοκρατία διαλόγου, το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε είναι να εξευτελιζόμαστε οι ίδιοι και να εξευτελίζουμε τους άλλους, ωσάν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
O βούρκος των ημερών

Στήλες / O βούρκος των ημερών

Σήμερα: Μηνύματα στο αλεξίπτωτο • • • βουλευτική ηπιότητα • • • περιβαλλοντικη καταστροφή στο Ισραήλ • • • δύσκολες μέρες για τον Μακρόν • • • εμβολιαστική ευνοιοκρατία • • • ένας γενναιόδωρος πρώην οδηγός νταλίκας • • • η περιπέτεια της «μυστικής ομιλίας»
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Αρετή Γεωργιλή / Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Γιατί όλη αυτή η πολιτική χυδαιότητα που αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το πραγματικό πρόβλημα και στρέφει τη συζήτηση σε μια στείρα κομματική αντιπαράθεση, στις πλάτες όλων αυτών των παιδιών, που το μόνο που ζητούν είναι δικαίωση και γαλήνη;
ΑΡΕΤΗ ΓΕΩΡΓΙΛΗ
Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Τι διαβάζουμε σήμερα: / Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Σήμερα: Τα Ζεν της Βαϊκάλης • • • νίκη μεγαλοψυχίας • • • η βία δεν πτοεί (ακόμη) τους Βιρμανούς • • • μια πρώτη δικαίωση • • • οι επίμονοι Ινδοί αγρότες • • • δημοκρατία και πίτσα • • • ένας τιτάνας
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ