«Μιλάτε ρώσικα;» ήταν η πρώτη ερώτηση που μου έκανε μόλις έφτασα στο σκακιστικό καφενείο «Πανελλήνιον», απέναντι από το Χημικό, στη Μαυρομιχάλη. Σχεδόν απολογητικά απάντησα αρνητικά. Παραμονή Χριστουγέννων γίνεται 66 ετών, είναι συνταξιούχος καθηγητής Αγγλικών, τον ονόμασαν Ιωσήφ λόγω του Στάλιν, είναι το στερνοπαίδι του θρυλικού γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, του άντρα που από πανίσχυρος ηγέτης βρέθηκε στην εξορία της Σιβηρίας και αυτοκτόνησε: του Νίκου Ζαχαριάδη.
Στο καφενείο με τα τραπέζια-σκακιέρες και τη φωτογραφία του πατέρα του στον τοίχο βρίσκεται σχεδόν κάθε μέρα, κάνει τα ραντεβού του, παίζει σκάκι, ακόμη και με αντίπαλο τον Κωνσταντίνο Πλεύρη… Μας μίλησε για τον πατέρα του, τον Νίκο, που τον μεγάλωσε μόνος, αφού ο Σήφης από τα πέντε του χρόνια μέχρι τα 18 δεν είδε τη μάνα του. Οι συζητήσεις τους, οι ατελείωτες παρτίδες σκάκι (μια φορά τον χρόνο, ανήμερα στα γενέθλιά του στη σκακιέρα-δώρο του Μαχάτμα Γκάντι), η φωτογραφία του Χέμινγουεϊ στον τοίχο, οι ατελείωτοι δίσκοι του Μπετόβεν σε όλο το σπίτι, ακόμα και κάτω από το κρεβάτι, η διαρκής παρουσία της KGB στη ζωή του, τα αποξηραμένα λουλούδια που έβαζε ο Νίκος στα γράμματα της γυναίκας του Ρούλας.
Αλλά και η τρίτη σημαντική γυναίκα στη ζωή του Ζαχαριάδη, για την οποία ποτέ κανείς δεν έμαθε, ο Χαρίλαος Φλωράκης, τα δώρα του Μάο Τσε Τουνγκ και το χαστούκι που δεν θα ξεχάσει ποτέ ο «Σηφάκος».
Είχε ομπίντα όμως, κακοκάρδισμα. Νομίζω γι' αυτό ήθελε να μιλάμε ρώσικα στο σπίτι. Εντάξει, ο Μεταξάς ήταν φασίστας, στο Νταχάου ναζί, όμως στη Σιβηρία τον έστειλαν οι φίλοι του. Οι σύντροφοί του τον πρόδωσαν.
— Σήφης από το Ιωσήφ. Σας βάφτισαν έτσι για προφανείς λόγους, υποθέτω…
Γιατί ο Στάλιν ήταν Ιωσήφ. Ποιο άλλο όνομα να δώσει στον γιο του ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ; (Χαμογελάει. Και θα είναι πολλές οι φορές κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας που θα χαμογελάσει, άλλοτε με νοσταλγία, άλλοτε με πικρία.)
— Τι βάρος για ένα παιδί να έχει το όνομα του Στάλιν και το επίθετο του Ζαχαριάδη…
Δεν μου άρεσε όταν ήμουν μικρός, το ομολογώ. Τότε έγινε το 20ό Συνέδριο, η αποσταλινοποίηση. Μετά από χρόνια, βέβαια, κατάλαβα τι ήταν ο Στάλιν. Ότι δεν είχε μόνο σκοτεινές, αλλά και φωτεινές πλευρές. Ο πατέρας μου δεν μου μιλούσε ποτέ για τις συναντήσεις του με τον Στάλιν. Ό,τι γνωρίζω το έμαθα από το αρχείο του. Δεν μου μίλησε ποτέ για τον Στάλιν, ούτε για το Νταχάου.
— Πότε καταλάβατε ποιος είναι ο πατέρας σας;
Έμαθα ποιος είναι, τι έχει κάνει, όταν ήμουν 15 χρονών, από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στη Μόσχα. Την άλλη μέρα πήγα στο Σουργκούτ και του είπα: «Πατέρα, ποιος είσαι; Τι γίνεται; Γιατί δεν ξέρω τίποτα;». Μου απάντησε ατάραχος: «Δεν ήθελα να σου μιλήσω εγώ πριν τα μάθεις από κάποιον άλλο. Ήθελα να σχηματίσεις αντικειμενική άποψή για εμένα, να μη σε επηρεάσω».
— Γεννηθήκατε παραμονή Χριστουγέννων το 1950 στη Μόσχα, σωστά;
Ναι. Πήγε η μάνα μου (σ.σ. Ρούλα Κουκούλου) εκεί για να με γεννήσει. Ήμουν δέκα ημερών, όταν φύγαμε για τη Ρουμανία, όπου έζησα μέχρι το 1955, και μετά πήγαμε στην Τασκένδη. Η μητέρα μου έφυγε για την Ελλάδα για παράνομη δουλειά του Κόμματος στις 11 Ιανουαρίου του 1955. Τον Αύγουστο την έπιασαν. Την ξαναείδα, όταν ήμουν πια 18 ετών. Ο Νίκος έγραφε στο ημερολόγιο που κρατούσε κάθε μέρα τα πάντα για τη ζωή μου, ότι έκλαιγα συνέχεια και τη ζητούσα το βράδυ πριν κοιμηθώ. Τρία-τέσσερα χρόνια μετά θυμάμαι να σκέφτομαι: «Όταν θα έρθει η μάνα, θα πρέπει να μου φέρει πολλά δώρα» (χαμογελάει).
— Από τη Ρουμανία τι θυμάστε;
Έναν τοίχο μόνο. Τον τοίχο της αυλής όπου μεγάλωσα. Τίποτε άλλο.
— Ποια είναι η πρώτη εικόνα, η πρώτη ανάμνηση που έχετε από τον Νίκο Ζαχαριάδη;
Η πρώτη ανάμνηση αφορά την απουσία του. Ζούσαμε τότε στη Μόσχα και χρειάστηκε να φύγει για δουλειά του Κόμματος. Ήταν το 1956, δεν ήμουν ούτε έξι χρονών Με άφησε με μια γυναίκα που μάλλον ήταν της ΚGB. Στενοχωρήθηκα πολύ. Το θυμάμαι σαν τώρα να γυρίζω και να ρωτάω «πού πήγε, πού πήγε;». Ήμασταν πάντα μαζί, από τη μέρα που γεννήθηκα δεν είχαμε χωρίσει ποτέ. Ποτέ δεν με χαιρετούσε όταν έφευγε. Και όταν γυρνούσε, ποτέ δεν εξηγούσε γιατί έλειψε.
— Ήταν τρυφερός πατέρας;
Η μεγαλύτερη πίκρα… Όπως η μάνα του δεν τον φίλησε ποτέ, έτσι κι αυτός δεν με χάιδεψε ποτέ. Όταν ήμουν μικρός, μωρό, με αγκάλιαζε – θέλω να πιστεύω ότι με φιλούσε κιόλας (χαμογελάει ξανά).
— Ναι, αλλά σας φρόντιζε; Σας μαγείρευε;
Μέναμε οι δυο μας. Έκανε τα πάντα. Ήταν και μάνα και πατέρας. Μου μαγείρευε κάθε μέρα, θυμάμαι κυρίως τα μπλίντσικ που μου έφτιαχνε, ένα είδος κρέπας. Και αυγά. Πολλά αυγά (γελάει). Στην αρχή δεν ήξερε, αλλά μετά αγόρασε ένα μεγάλο βιβλίο στα ρώσικα με συνταγές. Τον έβλεπα να το διαβάζει και να μου μαγειρεύει στην κουζίνα. Παρ’ όλα αυτά, δεν ένιωσα ποτέ τρυφερότητα από τον Νίκο. Μετά έμαθα τι πραγματικά ένιωθε για μένα, από τα γράμματά του και τα ημερολόγια. Ήθελε να γίνω σκληρός.
— Στις αρρώστιες;
Ήταν συνέχεια στο πρόσκεφαλό μου. Έχω ακόμα τα χαρτάκια του στα οποία έγραφε κάθε τρεις ώρες τη θερμοκρασία μου. Ήταν ακούραστος, άυπνος επί μέρες.
— Τιμωρίες;
Δεν με χτυπούσε ποτέ. Μόνο μια φορά μού έδωσε ένα χαστούκι, επειδή του είπα ψέματα. Ήμουν 11 χρονών. Κάθε εβδομάδα πληρώναμε στο σχολείο 90 κοπίκια για έξι πρωινά γεύματα. Εμένα μου άρεσε ένα στιλό με μελάνι – εκείνη την εποχή μόλις είχαν βγει. Ο πατέρας μου έκανε συλλογή από στιλό, είχε τουλάχιστον δέκα εξαιρετικά, όλα δώρα από προσωπικότητες, από τον Μάο Τσε Τουγκ ως τον Μαχάτμα Γκάντι.
Του ζήτησα ένα και ήταν η μοναδική φορά που μου είπε ψέματα: τότε στο σχολείο γράφαμε υποχρεωτικά με μοβ μελάνι και μου είπε ότι αυτά τα στιλό έγραφαν μόνο με μπλε! Το πίστεψα, πάντα τον πίστευα. Έτσι, πήρα τα 90 κοπίκια και αγόρασα το στιλό. Λέω «δεν πειράζει, δεν θα φάω έξι μέρες». Του το είπε όμως η δασκάλα και αυτός με χαστούκισε. Ξέρετε, όταν θύμωνε ο πατέρας μου, αρκούσε να κοιτάξεις τα μάτια του. Μου κοβόταν η ανάσα, αν κάτι δεν του άρεσε είχε ένα βλέμμα που έλεγα «καλύτερα να πεθάνω».
— Θυμάστε κάποιο δώρο που σας έφερε;
Ένα ποδήλατο. Το ζητούσα καιρό. Θυμάμαι, έβαζε το δάχτυλό του στον γιακά μου για να νιώθω ασφάλεια και να μάθω να οδηγώ. Με κρατούσε κι έτρεχε από πίσω μου. Θυμάμαι, μια μέρα στην πλατεία, μπροστά στον σταθμό του τρένου, μου είπε «μπορείς και μόνος σου». Του είπα «όχι, φοβάμαι, θέλω μαζί σου». Έτσι, χωρίς να το καταλάβω, έβαλε στον γιακά μου ένα κομμάτι ψωμί για να νομίζω ότι είναι το δάχτυλό του και ότι με ακολουθεί. Το πίστεψα κι έτσι έκανα ποδήλατο μόνος μου.
Πάντως, δώρα μου έστελναν πολλά από τη Γερμανία, την Ελλάδα, η μάνα μου, οι φίλοι του. Θυμάμαι ένα τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι που ήταν τότε θαύμα. Με ζήλευε όλη η πόλη. Και ο ίδιος μου αγόραζε παιχνίδια και κάθε Χριστούγεννα στόλιζε δέντρο από τις 24 του μήνα ως τις 6 Γενάρη. Πάντα. Ανήμερα στα γενέθλιά μου παίζαμε σκάκι στη σκακιέρα που του είχε κάνει δώρο ο Μαχάτμα Γκάντι. Μια αριστουργηματική σκακιέρα από ελεφαντοστό, με μοναδικές φιγούρες.
— Στη βιβλιοθήκη του τι βιβλία είχε;
Μόνο λογοτεχνία στα ρώσικα. Όλα τα πολιτικά βιβλία ήταν στα ελληνικά και δεν μπορούσα να τα διαβάσω. Αγαπούσε τον Τζακ Λόντον, είχε όλα τα βιβλία του. Έδωσε, μάλιστα, στον σκύλο μας το όνομα «Μπακ», από τον σκύλο στο «Κάλεσμα της άγριας φύσης». Φυσικά, είχε τα άπαντα του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι. Ήταν φίλος του Κώστα Βάρναλη και του Δημήτρη Γληνού. Ο αγαπημένος του, όμως, ήταν ο Χέμινγουεϊ. Είχαμε στον τοίχο φωτογραφία του. Ταλαντούχος, κομμουνιστής, έμενε στη Κούβα…
— Άλλες φωτογραφίες;
Τρεις φωτογραφίες είχαμε στον τοίχο: Χέμινγουεϊ, Αϊνστάιν και Μπετόβεν. Λάτρευε τον Μπετόβεν, είχε παντού δίσκους του, ακόμα και κάτω από το κρεβάτι του. Άκουγε όλη μέρα κλασική μουσική στο πικάπ. Κυρίως Μπετόβεν, αλλά και Μότσαρτ, αγαπούσε πολύ τον Ντβόρζακ και τον Τσαϊκόφσκι. Από την Ελλάδα τού έφερναν κασέτες και άκουσα κι εγώ για πρώτη φορά ελληνική μουσική στη Σιβηρία: αντάρτικα και ρεμπέτικα. Έχω κρατήσει πολλούς από τους δίσκους του και τις κασέτες.
— Ήταν όμορφος άνδρας. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν υπήρχαν έρωτες στη ζωή του, εκτός από τις δύο γυναίκες που παντρεύτηκε, την Τσέχα Μαρία Νοβάκοβα και τη μητέρα σας, Ρούλα Κουκούλου.
Υπήρχε και τρίτη σημαντική γυναίκα στη ζωή του. Αλλά αυτό δεν θα το συζητήσω ποτέ. Ξέρετε, όταν γύρισε από το Νταχάου όπου έμεινε για τέσσερα χρόνια, ο αδελφός του ο Μίμης τού πρότεινε να πάνε μαζί να γλεντήσουν με κορίτσια. Δεν δέχτηκε. Είπε «έχω κομματική δουλειά».
— Ήταν το Κόμμα πάνω από όλα; Και από τα παιδιά του;
Το Κόμμα ήταν πάνω από τη μάνα του, τα παιδιά του, τη γυναίκα του, πάνω απ’ όλα. Και αναφέρομαι στη μάνα του γιατί τη λάτρευε. Η μοναδική φορά που έκλαψε ο Ζαχαριάδης στη ζωή του, ήταν όταν πέθανε ο Στάλιν. Έτσι έλεγε κι ο ίδιος. Και όμως, είδα δάκρυα να σκιάζουν τα μάτια του, χωρίς να τρέχουν στα μάγουλά του, όταν έφτασε το γράμμα που έλεγε ότι πέθανε η μάνα του. Την είχε χτυπήσει αυτοκίνητο την ώρα που διέσχιζε τον δρόμο.
— Ακούω να λέτε συνέχεια «ο Νίκος» όταν αναφέρεστε σε αυτόν. Πώς τον αποκαλούσατε ως παιδί;
Πάπα. Και «σύντροφε»! (γελάει.)
— Σχολείο πήγατε στον Καύκασο;
Σε στρατιωτικό σχολείο. Με έστειλαν όσο πιο μακριά μπορούσαν από αυτόν. Η KGB. Μου έγραφε συνέχεια γράμματα. Μου έγραφε γράμματα και η μάνα μου, τα οποία μετέφραζε ο Νίκος και μου τα έστελνε. Μετά έγραφε και τη… δική μου απάντηση με καλλιγραφικά, επειδή δεν είχε πει στη μάνα μου ότι δεν μιλάω ελληνικά. Εγώ τα ζωγράφιζα από πάνω και της τα έστελνε.
— Όταν η μητέρα σας, μέσα από τη φυλακή στην Αθήνα, έγραψε ένα γράμμα με το οποίο αποκήρυξε τον ίδιο της τον άντρα, τον Νίκο Ζαχαριάδη, συνέχισε να της στέλνει τα «γράμματά» σας;
Ναι, κι όμως. Συνέχισε να της γράφει για λογαριασμό μου. Σαν να ήμουν εγώ. Σταμάτησε όμως να γράφει στο ημερολόγιο που κρατούσε με όσα συνέβαιναν στη ζωή μου, στη ζωή μας. Τα έγραφε για να ξέρει τι περάσαμε. Όταν του έστειλαν το γράμμα της από τη φυλακή Αβέρωφ όπου υπέγραψαν όλες οι γυναίκες συμφωνώντας με τα μέτρα εναντίον του Ζαχαριάδη, σταμάτησε το ημερολόγιο.
— Ρωτήσατε ποτέ τη μητέρα σας γιατί έγραψε αυτό το γράμμα;
Ποτέ. Ποτέ. Δύο εβδομάδες πριν πεθάνει, μου είπε «έλα να μιλήσουμε». Μου είπε πάρα πολλά για τον μεγάλο έρωτα που έζησε με τον Νίκο, για τα λάθη τους. Τη ρώτησα: «Θα το υπέγραφες τώρα το γράμμα;». Μου είπε αμέσως «όχι». Αυτό ήθελα να ακούσω. Μιλώντας μετά με συγκρατούμενές της μου είπαν ότι την ανάγκασε το Κόμμα να το κάνει. Άλλωστε, ο Νίκος, ο άνδρας της, της είχε μάθει ένα πράγμα: πάνω απ’ όλα το Κόμμα.
— Το ημερολόγιο το έκλεισε όμως…
Ναι, γράφοντας «τώρα πια δεν έχω λογαριασμούς». Όμως τα γράμματα συνέχισε να τα γράφει, σαν να ήταν εγώ. Για χρόνια.
— Νομίζω πως αυτό δείχνει πόσο αφοσιωμένος ήταν σ’ εσάς.
Η Ελλάδα, το Κόμμα, η μάνα του, ο κομμουνισμός, η Σοβιετική Ένωση και μετά ο Σηφάκος. Νομίζω αυτή ήταν η σειρά στην αγάπη του (χαμογελάει).
— Στη μάνα σας είχε πει «το Κόμμα πάνω απ’ όλα». Εσάς σας μιλούσε για το Κόμμα, για την πολιτική;
Ποτέ. Σας είπα πριν ότι μέχρι 15 χρονών δεν ήξερα ποιος είναι. Όταν γύρισα και τον ρώτησα, μου είπε «θα σου τα πω». Έχω, μάλιστα, και το σημείωμα που έγραφε «αύριο να μιλήσω με τον Σηφάκο για τη ζωή μου» − έγραφε τα πάντα σε σημειώματα. Μου είπε για την Έκτη Ολομέλεια όπου τον είπαν προδότη, χαφιέ… Είχα υποστεί σοκ, δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Μου μιλούσε ήρεμος, αποστασιοποιημένος. Είχε ομπίντα όμως, κακοκάρδισμα. Νομίζω γι’ αυτό ήθελε να μιλάμε ρώσικα στο σπίτι. Εντάξει, ο Μεταξάς ήταν φασίστας, στο Νταχάου ναζί, όμως στη Σιβηρία τον έστειλαν οι φίλοι του. Οι σύντροφοί του τον πρόδωσαν.
— Τελευταία φορά πότε τον είδατε;
Τρεις εβδομάδες πριν αυτοκτονήσει. Είχε στείλει ήδη γράμμα στην Αθήνα, στο ΚΚΕ, με το οποίο προειδοποιούσε ότι θα αυτοκτονήσει. Έφυγα 8 Ιουλίου, ο Κώστας Λουλές πήγε εκ μέρους του Κόμματος γύρω στις 26 του Ιουλίου και 1η Αυγούστου ο πατέρας μου αυτοκτόνησε. Στην τελευταία μας συνάντηση ήταν ακριβώς όπως πάντα. Όμως όλες τις φορές, όταν έφευγα, δεν με χαιρετούσε. Αυτήν τη φορά μπήκα στο ταξί και τον βλέπω ξαφνικά να βγαίνει στο κατώφλι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Σε εκείνη την τελευταία συνάντηση μου έδωσε ένα γράμμα για τη μάνα μου, λέγοντάς μου: «Να της το δώσεις μετά την 1η Αυγούστου». Στις 25 Ιουλίου του 1973, μια εβδομάδα σχεδόν πριν αυτοκτονήσει, κανόνισε η ΚGB να μας έρθει πρόσκληση από τη Βουλγαρία. Έτσι, όταν αυτοκτόνησε ήμασταν μακριά.
— Το γράμμα που σας έδωσε τι έλεγε;
Το ένα κομμάτι ήταν πολιτικό, το άλλο οικογενειακό. Η μάνα μου μού διάβασε μόνο το δεύτερο. Δεν μπορώ όμως να σας μιλήσω γι’ αυτό.
— Στην κηδεία ήσασταν;
Ναι. Γυρίσαμε επειδή μας ενημέρωσαν πως αρρώστησε, ενώ στην πραγματικότητα είχε αυτοκτονήσει. Είχε κρεμαστεί. Μας είπαν ότι πέθανε από ανακοπή… Στην κηδεία ήμασταν εγώ, η μάνα, ο αδελφός μου ο Κύρος, ένας από το ΚΚΕ, ένας από την Κεντρική Επιτροπή, ένας δημοσιογράφος και δυο-τρία άτομα από την KGB. Όταν έφερα τα οστά στην Ελλάδα ήταν χιλιάδες στο Α’ Νεκροταφείο. Όταν πήγα να τον φέρω και ανοίξαμε το φέρετρο, ήταν ίδιος όπως πριν από δεκαοκτώ χρόνια στην κηδεία του.
— Εσείς δεν ασχοληθήκατε ποτέ με την πολιτική.
Όχι, ποτέ. Μου το είχε ζητήσει: «Ποτέ μην μπεις στην πολιτική».
— Ο Νίκος Ζαχαριάδης, αν και αποκαταστάθηκε από το ΚΚΕ, εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενος στην Ελλάδα και να προκαλεί ακόμα και μίσος.
Όταν ήρθα στην Ελλάδα πριν από δεκατέσσερα χρόνια και διάβασα όσα γράφουν για τον πατέρα μου, το μίσος που υπάρχει, πήρα απόφαση να βγει η αλήθεια. Και κάνω ότι μπορώ γι’ αυτό, να βγουν όσο περισσότερα ντοκουμέντα για τον Νίκο. Σύντομα θα πάω στην αστυνομία και θα μου δώσουν τα αρχεία τους για τον Ζαχαριάδη. Μου το υποσχέθηκαν. Το 2013 έγραψα γράμμα στον Πούτιν, ζητώντας τα στοιχεία που υπάρχουν στα αρχεία του Προέδρου για τον Ζαχαριάδη. Μου απάντησαν ότι δεν υπάρχουν, ότι τα έχουν προωθήσει στην KGB και με παρέπεμψαν εκεί. Η απάντηση ήταν «δεν έχουμε φάκελο Ζαχαριάδη». Βέβαια… συμπτωματικά, όσο ήμουν στη Μόσχα, μου ήρθε κρυφά μέσω ταχυδρομείου ένας φάκελος με 28 ντοκουμέντα. Πάντως, έχουμε βρει πολλά, ενώ έχουμε αγοράσει και αρκετά…
— Ψηφίζετε;
Ναι. ΚΚΕ. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Είναι το κόμμα των γονιών μου.
— Και πριν γίνει η αποκατάσταση του ονόματος του Ζαχαριάδη από το Κόμμα, το 2011, πάλι ΚΚΕ ψηφίζατε;
Ναι, και τότε. Στην τελευταία του συνάντηση με τον αδελφικό του φίλο Αλέξη Πάρνη πριν φύγει από τη Μόσχα το 1962, τη στιγμή που τον χαιρετούσε στον σταθμό, ο Ζαχαριάδης είπε: «Μην πας στην Ελλάδα, εδώ έχεις δόξα, σεβασμό. Αν επιμένεις όμως, τρία πράγματα να μην κάνεις: μη βρίσεις ποτέ το ΚΚΕ ό,τι κι αν λένε για μένα, μη στηρίξεις ποτέ άλλο κόμμα, και να μη γράψεις τίποτα για το οποίο θα μετανιώσεις σε πενήντα χρόνια». Αυτό εφαρμόζω κι εγώ.
— Τον Χαρίλαο Φλωράκη τον συναντήσατε ποτέ;
Τον είχα πάρει δυο-τρεις φορές τηλέφωνο, αλλά δεν με είχε δεχτεί. Δύο μήνες πριν πεθάνει, με κάλεσε μόνος του να μου μιλήσει. Στα δύσκολα ερωτήματα που του έκανα μου έλεγε: «Δεν θυμάμαι πια, είμαι 92 ετών». Μιλήσαμε για κάποια ονόματα, που δεν θέλω όμως να πω. Τον ρώτησα τι του είπε ο Λουλές όταν γύρισε από το Σουργκούτ. Μου είπε «νομίζω δεν θα το κάνει, δεν θα αυτοκτονήσει». Όμως στη Μόσχα, όταν έφυγε από τον πατέρα μου, είπε στον αστυνομικό που τον συνόδευε, «φοβάμαι ότι θα αυτοκτονήσει».