«Αι Πόρναι και οι Χασισοπόται»
Ύστερα από περιπέτειες που, καίτοι προγενέστερες, θα ιστορηθούν αργότερα, οι Οδυσσέας Γεωργίου και Γιώργος Ιωαννίδης αποφάσισαν παράλληλα με τα cut-up και τα άλλα πειράματα με τα ψαλίδια και τις κόλλες, παράλληλα με τις περιπλανήσεις σε όλη τη νύκτια Αθήνα, παράλληλα τέλος με τις κραιπάλες και τα ασυνάρτητα διαβάσματα, να επιδοθούν και σε κάπως κόσμιες εξωτερικεύσεις του παλλόμενου μύχιου σύμπαντός τους, καθώς επίσης και να παντελονιάσουν καμιά δραχμή για τις διαρκώς διογκούμενες δαπάνες της καθημερινής ζωής τους όπως την όριζε η λεγόμενη, από τον φίλο τους Χρήστο Βακαλόπουλο, «ονειρική υφή της πραγματικότητας». Διότι το μεν τσίπουρο έρρεε άφθονο και πάμφθηνο τότε, το Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα, Ογδονταένα, ας πούμε, αλλά στης Ράτκας και ο Γεωργίου και ο Ιωαννίδης, όταν άρχιζε να οιμώζει η Nina Simone (και ας σημειωθεί εδώ ότι η Ράτκα, το Ωραιότερο Κατάστημα του Πλανητικού Συστήματος, ήταν το μόνο μέρος σε όλη την Αθήνα όπου μπορούσες να ακούσεις Nina Simone, στα τέλη της Δεκαετίας του Εβδομήντα και στις Αρχές της Δεκαετίας του Ογδόντα), δεν έπιναν φυσικά τσίπουρο αλλά άρχιζαν τα «δεκαοχτάρια» και τα «τριαντάρια» και τα «καπνιστά», ψέλνοντας αγκαλιά στο τέλος τη σοφία του Γάλλου (ή ο Λα Ροσφουκό ήταν, η ό άλλος, ο Λα Μπρυγιέρ) που έλεγε ότι Είναι Αδύνατον Να Είσαι Ερωτευμένος Με Δίχως Μια Περιουσία Να 'χεις Να Σπαταλήσεις.
Ο Γεωργίου λοιπόν και ο Ιωαννίδης έβαλαν μπροστά το τριπλό σχέδιο: 1. Ραδιόφωνο, 2. Περιοδικά, 3. Βιβλία. Κατάφεραν σε χρόνο μηδέν να έχουν εκπομπές στο Δεύτερο Πρόγραμμα ο ένας και στο Τρίτο ο άλλος, να αρθρογραφούν στον Ήχο ο ένας και στη Μουσική ο άλλος, να γράψουν βιβλία για την Elisabeth Taylor ο ένας για τον Neil Young ο άλλος. Κατάφεραν επίσης και άλλα πολλά. Κι ακόμα πιο πολλά. Και πολύ περισσότερα.
Του Ιωαννίδη τον πατέρα ο Γεωργίου, τον έλεγε Κίσινγκερ, ομοίως και ο Γιαννόπουλος. Και ο ίδιος ο Ιωαννίδης τον πατέρα του κι αυτός Κίσινγκερ τον έλεγε. Ακόμα και ο ίδιος ο πατέρας του Ιωαννίδη που ο Γεωργίου και ο Γιαννόπουλος και ο Ιωαννίδης Κίσινγκερ τον έλεγαν Κίσινγκερ κι αυτός ο ίδιος έλεγε αυτόν τον ίδιο. Τέτοια ομοιότητα. Φτυστός ήταν ο κύριος Δημοσθένης Ιωαννίδης με τον κύριο Χένρι Κίσινγκερ: τα ίδια μαύρα κοκάλινα γυαλιά, το ίδιο σπαστό καλοχτενισμένο μαλλί, το ίδιο μόνιμο μειδίαμα, το ίδιο ευμενώς περιπαικτικό βλέμμα.
Είχανε πάει να τον δούνε, οι Γιαννόπουλος και Γεωργίου, τον Ιωαννίδη, που είχε απομονωθεί για ένα διάστημα στο πατρικό του στο Βόλο. Τον είχανε πεθυμήσει και πήγαν να τον δουν. Ο Κίσινγκερ έπινε κρασί και κάπνιζε ένα πούρο. Ο Ιωαννίδης έπινε τσίπουρο. Ο Γιαννόπουλος, ουίσκι. Ο Γεωργίου, τίποτα. Ο Κίσινγκερ άρχισε τις ήπιες επικρίσεις: Τέτοια παιδιά, με τέτοιους βαθμούς, περάσατε πρώτοι στο Πανεπιστήμιο, πάνε τέσσερα χρόνια και δεν ξέρετε καν σε ποιο έτος είστε, και όλο το ρίχνετε έξω, και αμελείτε, και στο τέλος θα καταστραφείτε, τέτοια πράγματα. Οι Γεωργίου και Γιαννόπουλος, σιωπηλοί, σε ξένο σπίτι, τόσο φιλόξενο μάλιστα, με όλα τα καλούδια, έκαναν τον Μπρεχτ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το έπαιζαν στρατηγική της σιωπής. Ο Ιωαννίδης θέλησε να διαμαρτυρηθεί, Ναι, αλλά μοχθούμε, πατέρα, και γράφουμε, και βγάζουμε βιβλία, και δημοσιεύουμε σε περιοδικά, ακόμα και σε εφημερίδες, έχουμε ήδη το κοινό μας, πολλοί άνθρωποι μας διαβάζουν.
Ο Κίσινγκερ ήπιε μια γουλιά κρασί, έπαιξε το πούρο του στα σαρκώδη χείλη του, μειδίασε, τους κοίταξε όλους, Ιωαννίδη, Γιαννόπουλο, Γεωργίου, έναν-έναν, με καλοπροαίρετη καταφρόνηση, ήπιε μια δεύτερη γουλιά κρασί, και είπε, βραχνά και πατρικά, «Ναι, ξέρω ποιοι σας διαβάζουν. Θα σας πω εγώ ποιοι σας διαβάζουν. Αι πόρναι και οι χασισοπόται».
Συνεχίζεται. Αύριο: Συμμορία Σαίξπηρ
σχόλια