Τις βλέπω καθημερινά μια-μια ή και δυo-δυo, διασκορπισμένες σε μια διαδρομή που φτάνει μέχρι την πλατεία Μαβίλη. Έξω από το Ιπποκράτειο συχνότερα. Έξω από το Αιγινήτειο συχνά. Αλλά και στο Αλεξάνδρα, στο Ευγενίδειο, στον Λευκό Σταυρό. Ανεβοκατεβαίνουν συγκεκριμένες ημέρες τη Βασιλίσσης Σοφίας και τους πιο πολυσύχναστους παραδρόμους της, στη μεγάλη «νοσοκομειακή» ακτίνα γύρω από το Μέγαρο Μουσικής.
Μοιάζουν μεταξύ τους, καθώς οι περισσότερες φορούν «στολή», ντυμένες στα κατάμαυρα, από το κεφαλομάντιλο μέχρι το φουστάνι που φτάνει στον αστράγαλο. Επιπλέον, και οι μεν και οι δε σε παίρνουν στο κατόπι πεισματικά, συνοδεύοντας τα βήματά σου, με φωνή που, σταδιακά, από απαλά συνωμοτική γίνεται επιθετικά απορημένη. Έχουν ωστόσο διττή αποστολή. Οι μισές έρχονται καταπάνω σου, αποφασισμένες για μετωπική, ζητώντας αρχικά ένα τσιγάρο για να σε κάνουν να κοντοσταθείς. Ή μπαίνουν κατευθείαν στο θέμα με ένα μισο-χαμόγελο. «Στάσου, κοπέλα (η ίδια προσφώνηση ανεξαρτήτως ηλικίας), να σου πω τη μοίρα σου. Κάποιος από "Τ" θέλει το κακό σου...». Οι άλλες μισές, με ανάλογη κατά μέτωπο προσέγγιση, επιλέγουν να σου απευθυνθούν στον πληθυντικό, χαμηλοβλεπούσες και αγέλαστες, καθώς σου τείνουν μια σειρά από κομποσκοίνια που επιμένουν ότι προέρχονται από το Μοναστήρι της Αγίας... δεν θυμάμαι, ότι είναι «διαβασμένα» και ότι αρκεί ένα από αυτά για να ξορκίσει όλους σου τους καημούς. Όποιος ανοίγει το βήμα, στρέφει το βλέμμα και τις προσπερνά εισπράττει πρώτα μια καταναγκαστική συνοδεία, μια ακόμα επίμονη απόπειρα («καλέ, δεν σε νοιάζει;») και ύστερα μια επιθετική ματιά ή και μια προειδοποίηση ανάμεσα από τα δόντια για το «τυχερό» που σε βρήκε στον δρόμο και το αγνόησες.
Κυρίως τις αντιπαθώ γιατί επιλέγουν να τριγυρίζουν γύρω από νοσοκομεία για να εμπορευτούν εκεί την ελπίδα, την ίαση, τη θρησκεία, τον έρωτα και την ευτυχία με ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν αποκαμωμένοι σε κάποιον νοσοκομειακό θάλαμο.
Τις αντιπαθώ και τις μεν και τις δε (που προφανώς προέρχονται από μία και μοναδική παμπόνηρη μηχανή επαιτείας) για την ορατή, αλλά και την ψυχολογική προετοιμασία που προηγείται της εισβολής τους: τα ρούχα, το ύφος, το βλέμμα, το ποιους –και περισσότερο ποιες– επιλέγουν να ενοχλήσουν πρώτους, είναι όλα αποτέλεσμα μιας μικρής «επιστήμης», στημένης έξυπνα από αετονύχηδες. Κυρίως όμως τις αντιπαθώ γιατί επιλέγουν να τριγυρίζουν γύρω από νοσοκομεία για να εμπορευτούν εκεί την ελπίδα, την ίαση, τη θρησκεία, τον έρωτα και την ευτυχία με ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν αποκαμωμένοι σε κάποιον νοσοκομειακό θάλαμο, κάποιον συγγενή να επισκεφτούν ή κάποια εξέταση να κάνουν. Με ανθρώπους, πάντως, πιο ευάλωτους απέναντι στην «ελπίδα» των πέντε-δέκα ευρώ και του ενός τσιγάρου.
Είναι πολύ καιρό τώρα που τις παρατηρώ τα πρωινά όταν πηγαίνω στη δουλειά. Άλλοτε τυχαίνει να είμαι εγώ ο στόχος της μετωπικής τους (και τότε περνώ μερικά λεπτά που αναρωτιέμαι εάν εκείνη την ημέρα έχουν κάτι περισσότερο αφελές ή ιδιαίτερα μελαγχολικό κι αβέβαιο το βλέμμα και το περπάτημά μου). Ευτυχώς, σε πλήρη αντιδιαστολή προς τη μαυρίλα που σέρνουν ως τάχα μου μάγια της ελπίδας, στη γειτονιά έχουμε το ευγενικό πακιστανάκι της γωνίας που πουλάει καλαμπόκια ή κάστανα. Τον Έλληνα κουλουρά του τετραγώνου, που, χαμογελαστός πάντα, διαθέτει 4-5 διαφορετικά είδη κουλουριών. Και το καλύτερό μου (απ' αυτή την εποχή και πέρα): τον υπέροχο, χαρούμενο Ρομά με την οικογένειά του και το ημιφορτηγάκι του που ξεχειλίζει από χρώματα εποχής. Σε πείσμα της αστυνομίας που λυσσάει κάθε χρόνο να τον εξαφανίσει, διώκοντας το υπαίθριο εμπόριο, αλλά όχι τα κομποσκοίνια, εναλλάσσει λοφίσκους από φράουλες, κεράσια, βερίκοκα και (ωραίες καλοκαιρινές) ντομάτες, όλα καλής ποιότητας και αρκετά φτηνά – πάντως, φτηνότερα απ' ό,τι θα σου στοίχιζε η «μοίρα» σου.
Ο Ρομά μας έχει αργήσει φέτος να παρκάρει το ημιφορτηγό του στη γωνία, οπότε ελπίζω στην εποχή των κερασιών. Οι «κουρούνες» όμως που τσιμπολογούν ευρώ και ευχές είναι παντός καιρού. Λυπήθηκα προχθές που είδα μία από αυτές να έχει διπλαρώσει με επιτυχία ένα παχουλό και άφτιαχτο κορίτσι, με αρκετά εμφανή ανασφάλεια, αν μπορώ να κρίνω από τον τρόπο που στεκόταν και μιλούσε. Αντιθέτως, η καταφερτζού τής έλεγε και της έλεγε και της έλεγε, με φοβερή σιγουριά για τον αντίκτυπο των λόγων της. Κι εκείνη χαμογελούσε δειλά, κοίταζε τη συνομιλήτριά της για λίγο, ύστερα κατέβαζε τα μάτια στα παπούτσια και, τελικά, υπακούοντας ασφαλώς σε κάποια μαγική «συνταγή», σταυροκοπήθηκε δύο φορές και έκανε δύο διακριτικές μετάνοιες, εκεί, καταμεσής του πεζοδρομίου. Δεν είδα τη συνέχεια, αλλά αυτό το μικρό και ασήμαντο περιστατικό μού χάλασε τη διάθεση. «Μα τον Θεό», σκεφτόμουν, «εάν ήταν το ημιφορτηγό με τα φρούτα στη γωνία, θα της έλεγα πώς μια χούφτα γυαλιστερά κεράσια και δυο χαρούμενες ατάκες από τον έξυπνο μικροπωλητή είναι για την ηλικία της και την τσέπη της σπουδαιότερο ξόρκι από τις μετάνοιες του πεζοδρομίου».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO