Ώρα 12η νυχτερινή, 6 χρόνια πίσω, Σεπτέμβρης του '11. Μόλις με έχουν κλέψει στην καρδιά του Θησείου. Ο τύπος, για να μου πάρει την τσάντα, σχεδόν έκανε σλάλομ με το παπάκι του ανάμεσα στα τραπέζια της Αποστόλου Παύλου, σχεδόν με πέταξε από την καρέκλα μου, ακριβώς επικράτησε πανικός, πάει η τσάντα. Ανάμαλλη, αλλά ψύχραιμη και ενώ έχει κληθεί η Άμεση Δράση και μας έχει συμβουλεύσει για τα χρειώδη, φτάνω στο πάλαι ποτέ θεϊκό Τμήμα της Λεωχάρους. Μαζί μου η καλύτερη μου φίλη, όλως τυχαίως δικηγόρος στο επάγγελμα.
«Τσάντα;» με ρωτάει ο φρουρός. Γνέφω «ναι» και υποψιάζομαι ότι περιμένει κάτι πιο εντυπωσιακό ως αντίδραση. «Στον 4ο» μου λέει και προσπαθεί να φανεί πονετικός.
Ανεβαίνω, χτυπάω πόρτα, συναντώ μπατσίνα μελαχρινή, με βαθύ ντεκολτέ, μακριά φούξια νύχια και στριφτό στο στόμα. Απ' το ηχείο του απολιθώματος που έχει μπροστά της προλαβαίνω ν' ακούσω ένα «του-ρου-του-τού» που θυμίζει «Angry Birds», αλλά δεν παίρνω όρκο. Είπαμε είμαι ψύχραιμη, όχι διαυγής.
«Τσάντα;»
«Ναι»
«Καθίστε. Ψύχραιμη φαίνεστε».
Κάθομαι. Και σηκώνομαι. Πίσω μου, στα δυο μέτρα, κάτι χαρχαλεύει, σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο που δεν είδα μπαίνοντας. Τζάνκια δύο, καρέκλα μία, στρώμα ένα. Το ένα κάνει φιλότιμες προσπάθειες να πέσει δεξιά, το άλλο λιγότερο φιλότιμες να πέσει αριστερά και ταυτοχρόνως να μη φύγει απ' τα χέρια του ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ.
Η «βραδινή περίπολος» έχει ξεκινήσει να πληκτρολογεί τα καθέκαστα με χαρακτηριστική δυσκολία. Νύχι και πληκτρολόγιο έχουν βίους παράλληλους. Δεν συναντιούνται ποτέ. Δεν θέλω να ξέρω τι συμβαίνει στην εξίσωση «νύχι - όπλο».
«Πού σας κλέψανε;».
«Στο Θησείο».
Περιγράφω τι συνέβη. Η «βραδινή περίπολος» έχει ξεκινήσει να πληκτρολογεί τα καθέκαστα με χαρακτηριστική δυσκολία. Νύχι και πληκτρολόγιο έχουν βίους παράλληλους. Δεν συναντιούνται ποτέ. Δεν θέλω να ξέρω τι συμβαίνει στην εξίσωση «νύχι - όπλο».
«Τι χρώμα είχε η τσάντα;»
«Φούξια. Βινύλ».
Το βλέμμα της με βάζει σε σκέψεις. Δεν κατάλαβε.
«Φούξια; Σαν τα νύχια σας;!».
Ok, το 'χει. Συνεχίζουμε.
«Μπορώ να καπνίσω;»
Ο στούφος έρχεται σε άπταιστη μακρόσυρτη νεοελληνική.
«Καλέ, ναιαιαι! Δεν βλέπετε εδώ μέσα που μυρίζει σαν τεκέεεες;»
Σηκώνομαι, ανάβω, κόβω βόλτες πάνω κάτω όση ώρα με ρωτάει τα προς συμπλήρωσιν διαδικαστικά. Όση ώρα κρατάνε οι βόλτες μου, προλαβαίνω να δω και το από κάτω της περιβολής: τζιν-πνίχτης, κιλοτάκι κόκκινο να εξέχει, ποντικοφαγωμένη καρέκλα με τρία χαλασμένα ροδάκια. Στα ράφια από πάνω μας τσάντες γυναικείες, στοιβαγμένες όπως-όπως.
«Πάμε τώρα. Τι είχε μέσα η τσάντα;».
Ανασαίνω βαριά. Απαριθμώ.
«Πορτοφόλι με ταυτότητα και κάρτες, τριάντα ευρώ, σημειωματάριο, ατζέντα, κλειδιά, χαρτιά. Αυτά».
Σβήνω τσιγάρο. Το μάτι της «περιπόλου» πέφτει στο χέρι της φίλης.
«Ωραίο βραχιόλιιιι!»
«Ευχαριστώ» της απαντάει.
«Τι είναιαιαιαι;»
«Πιπερίτσες», της απαντάει, «υποτίθεται ότι φέρνουν καλή τύχη»
«Αααα, δεν το 'ξεραααα! Και δε μου λες (σ.σ.: πληθυντικός τέλος), το μπρελόκ ή το πορτοφόλι σου είχε κάτι... έτσιιιιι... χαρακτηριστικό επάνω;»
«Ναι. Το μπρελόκ είχε τη Betty Boop».
Κι άλλο βλέμμα «μη μου μιλάς κινέζικα, σε χάνω».
«Τι είναι αυτό;»
«Καρτούν», το «βλέμμα» επιμένει, «της δεκαετίας του '30».
«Δεν το 'χω ξανακούσει! Με τι μοιάζει;»
«Με κορίτσι. Κόκκινο φόρεμα, ζαρτιέρες κι ένα άσπρο σκυλάκι στο πόδι».
«Ναιαιαιαι; Δεν το ξέρω. Εγώ έβλεπα Πάουερ Ρέιντζερς! Πώς γράφεται το "ζαρντιέρες";»
Ζορίζομαι, νομίζω.
«Λοιπόοοοον! Να και η ένορκηηηη (σ.σ.: κατάθεση). Υπογράφεις εδώ και τα υπόλοιπα θα σ' τα πω μετάαααα».
«Βεβαιώνεται ότι όπως προκύπτει από τα υπηρεσιακά μας βιβλία, μπλα, μπλα... προσήλθε στην Υπηρεσία μας... μπλα μπλα η τάδε του τάδε μπλα μπλα... άγνοστος δραστης της αφαιρεσαι την τσαντα η οποια ηταν χροματος φουξια και περιείχε.... επιπλέον περιείχε.... κλειδιά οικίας με μπρελογκ ενα κοριτσάκι με ζαρντιερες και κοκινο φορεμα...».
Όχι κόμματα, όχι τελείες, όχι διαστήματα. Υπογράφω. Λέω «ευχαριστώ». Φεύγω. «Μηδενί δίκην δικάσης πριν αμφοίν μύθον ακούσης».
Είναι το τελευταίο πράγμα που βλέπω, βγαίνοντας, κολλημένο με μπλου τακ στον τοίχο. Ορθογραφημένο, φαρδύ πλατύ, στο πιο βρόμικο ίσως δωμάτιο της Αθήνας. Για να πάρω ξανά ταυτότητα στα χέρια μου πέρασαν δύο μήνες. Μη λέτε ότι σας έκλεψαν, να λέτε ότι τη χάσατε. Ξεμπερδεύετε πιο εύκολα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO