Όλα ξεκίνησαν το 1870 με την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους, ενώ το 1917, πέντε μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς, η Θεσσαλονίκη, η οποία με τα πρώτα αυτοκίνητα, που εμφανίστηκαν το 1910, τις ράγες του τραμ και την καμινάδα του εργοστασίου «Σαϊάς» βρισκόταν πια σε τροχιά εκσυγχρονισμού, βίωνε μια τεράστια καταστροφή η οποία θα άλλαζε και τη φυσιογνωμία της ολοκληρωτικά, εγκαινιάζοντας την είσοδό της στον 20ό αιώνα.
Το 1917, λοιπόν, αποτελεί χωρίς αμφιβολία ορόσημο για την εξέλιξή της. Η τρομερή πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς τα 2/3 της πόλης, αφανίζοντας κτίρια μοναδικής αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας, εκκλησίες, συναγωγές και τζαμιά, όπως και χιλιάδες σπίτια, μετατρέποντας 72.000 ανθρώπους σε άστεγους, ήταν σαν να αποχαιρετούσε τον 19ο αι. με τον πιο τραγικό αλλά και θεαματικό τρόπο.
Η καταστροφή οδήγησε αμέσως μετά την κυβέρνηση Βενιζέλου όχι απλώς στον επανασχεδιασμό της πόλης, βασισμένο στο όραμα το Γάλλου αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Ερνέστ Εμπράρ, αλλά κυρίως στην ανάδειξη μιας ελληνικής πόλης που μόλις μερικά χρόνια πριν είχε απελευθερωθεί από πέντε αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας. Η παλιά πόλη σύντομα θα άλλαζε εικόνα και ταυτότητα και από μια ανατολίτικη περίκλειστη πολιτεία, στον οπτικό ορίζοντα της οποίας ξεχώριζαν οι μυτερές κορυφές των αμέτρητων μιναρέδων, θα εξελισσόταν σταδιακά σε μια ευρωπαϊκών προδιαγραφών πόλη-λιμάνι.
Η Θεσσαλονίκη της μπελ επόκ προεκτεινόταν ως τη Συνοικία των Εξοχών, ενώ η Άνω Πόλη, η οποία σήμερα αποτελεί ένα γραφικό κομμάτι τουριστικού ενδιαφέροντος, αποτελούσε ένα από τα πιο δραστήρια κοινωνικά τμήματά της.
Η Θεσσαλονίκη μετρούσε βέβαια αιώνες ιστορίας πίσω της και τόσο το βυζαντινό όσο και το οθωμανικό της παρελθόν ήταν καταγραμμένα στα τείχη, στους ναούς, στα ισλαμικά κατάλοιπα. Μάρτυρες, ένα πλέγμα υποδομών δημόσιων και ιδιωτικών μεγάρων που την κοσμούν μέχρι σήμερα. Η κατεδάφιση των θαλάσσιων τειχών του 1870 έβαζε τέλος στη μεσαιωνική εποχή, ατενίζοντας το μέλλον με ένα νέο άνοιγμα στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.
Ο εμπορικός και κοσμοπολίτικος αέρας της Θεσσαλονίκης, χάρη στην πολυπολιτισμικότητά της, την πολυπληθή εβραϊκή κοινότητα και τη σιδηροδρομική της σύνδεση με την Κεντρική Ευρώπη, είχε συνδράμει στο να είναι η πόλη διάσπαρτη από εντυπωσιακές αρχοντικές κατοικίες, διεθνείς τράπεζες και χρηματιστήριο, πολυτελή ξενοδοχεία, σάλες τεϊοποσίας, κέντρα διασκέδασης. Μεγάλη πυρκαγιά είχε ξεσπάσει και το 1890, αλλά δεν είχε αποτελέσει αιτία για ολοσχερή αναγέννηση της πόλης, παρά μόνο ρυμοτομικά. Η Θεσσαλονίκη της μπελ επόκ προεκτεινόταν ως τη Συνοικία των Εξοχών, ενώ η Άνω Πόλη, η οποία σήμερα αποτελεί ένα γραφικό κομμάτι τουριστικού ενδιαφέροντος, αποτελούσε ένα από τα πιο δραστήρια κοινωνικά τμήματά της.
Όλα αυτά καλείται να ανακαλύψει ο επισκέπτης στη σημαντική έκθεση «Το τέλος της παλιάς μας πόλης» που εγκαινιάζει το ΜΙΕΤ. Μια έκθεση μέσα από την οποία εξιστορούνται η ακμή και το απότομο τέλος εκείνης της κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης μεταξύ 1870 και 1917, τον μισό αιώνα σχεδόν που σημάδεψε την πρώτη μετάβασή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη σύγχρονη Ελλάδα, από την κοινοτική οργάνωση στο ομοιογενές εθνικό κράτος, από την εύφλεκτη ξυλόπηκτη πόλη στα πρώτα οικοδομήματα από μπετόν αρμέ, από τα δαιδαλώδη σοκάκια στις χαράξεις του σχεδίου Εμπράρ. Ένα τέλος που περιέκλειε μια νέα αρχή, αλλά και μια νέα συνέχεια.
Τα εκθέματα συμπεριλαμβάνουν τις παλαιότερες φωτογραφίες της δεκαετίας, τα δύο πανοράματα, του 1863 (Székely/Σέκελυ, από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας) και του 1873 (Sayce/Σέυς, της συλλογής Δέλλιου από το ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ), το οποίο εκτίθεται για πρώτη φορά πλήρες με τις 4 λήψεις του, όπου αποτυπώνεται η κατάσταση της περίκλειστης Θεσσαλονίκης πριν από την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους, προσφέροντας τη σύγκριση της δεκαετίας πριν και μετά την κατεδάφιση.
Επίσης, η φωτογραφία του 1863-1867 με το θαλάσσιο τείχος των αδελφών Abdullah/Αμπντουλλά, από τα Εθνικά Αρχεία της Ουγγαρίας, που εντοπίστηκε από τον Ζαχαρία Σεμερτζίδη και πρωτοπαρουσιάστηκε στο facebook από την ομάδα «Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης», όπως και μια δεύτερη φωτογραφία του θαλάσσιου τείχους από το λιμάνι με προσανατολισμό προς τον Λευκό Πύργο (συλλογή Pierre de Gigord / εκδόσεις Kallimages).
Μια σειρά από μεταγενέστερα πανοράματα, όπως το τριπλό πανόραμα του 1890, των Σουλτς & Μπάρνσλεϋ / Schultz & Barnsley από τον μιναρέ της Αγίας Σοφίας, του Byzantine Research Fund Archive, από τη Βρετανική Σχολή Αθηνών, χάρτες της εποχής πριν από την πυρκαγιά του 1890 (Werniesky) και μετά από αυτήν (Salem) με το νέο σχέδιο της οθωμανικής διοίκησης, μια πρώτη απόπειρα ευθυγράμμισης και εξορθολογισμού του πολεοδομικού ιστού μετά από πυρκαγιά, από το αρχείο Αλέκας Γερόλυμπου στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, δύο πανοράματα από θαλάσσης του 1891 και του 1903 που παρουσιάζουν την όψη της πόλης αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1890 και στις αρχές του 20ού αιώνα, από τις συλλογές Βασίλη Βασιακώστα και Δημήτρη Σαλπιστή αντίστοιχα.
Σχετικά με τη Μεγάλη Πυρκαγιά θα παρουσιαστούν ένα πανόραμα της Άνω Πόλης του 1917 από τον μιναρέ της Ροτόντας, της συλλογής Δέλλιου, πανοράματα και αεροφωτογραφίες πριν και μετά την πυρκαγιά του 1917, του γαλλικού λευκώματος Vue Αérienne de Salonique, από την Τρικόγλεια Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, φωτογραφίες από το πορτφόλιο «Salonika Fire: 18-19th August 1917», που εξέδωσε ο αγγλικός στρατός, από τις συλλογές της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, σχολιασμένες από τον Roderick Bailey, ιστορικό στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και πολλές άλλες φωτογραφίες από τις συλλογές BRF/BSA.
Συμπληρωματικά παρουσιάζονται φωτογραφίες και καρτ ποστάλ της πυρίκαυστης ζώνης, που αποκαλύπτουν την έκταση της πυρκαγιάς στο επίπεδο του εδάφους, την κατάσταση των μνημείων, τη δεινή θέση των πληγέντων, από τις συλλογές Γιώργου Α. Δέλλιου, Ευάγγελου Φυσίκα, Μιχαήλ Β. Χατζηγιάννη και ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ.
Οι φωτογραφίες πλαισιώνονται από μια πληθώρα από ακουαρέλες Άγγλων και Γάλλων στρατιωτών που υπηρέτησαν στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, οι οποίες αποτύπωσαν όχι μόνο μνημεία και τοπία της Θεσσαλονίκης αλλά και καθημερινούς ανθρώπους στους δρόμους και στις αγορές, αυτούς ακριβώς που επλήγησαν από την πυρκαγιά, καθώς οι Δυτικοί στρατιώτες γοητεύονταν από τον «ανατολίτικο εξωτισμό».
Έτσι, καταγράφονται οι φυλές, οι ενδυμασίες και οι στάσεις του πολύμορφου πληθυσμού της πόλης. Τα έργα αυτά, τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό, ανήκουν κυρίως στη συλλογή των Αρσέν και Ρουπέν Καλφαγιάν, όπως και στη συλλογή Μάνου Χαριτάτου, από το ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
Τέλος, στο κλείσιμο της έκθεσης, θα εκτεθούν τα πέντε σωζόμενα πρωτότυπα σχέδια του Εμπράρ, από τη συλλογή Αλέξανδρου και Στέφανου Καλλιγά, τα οποία είχαν πρωτοπαρουσιαστεί από τον Βασίλη Κολώνα στο Μουσείο Μπενάκη και στο ΜΜΣΤ και τα οποία αποτυπώνουν το νέο πνεύμα που εισήγαγε η δυτική πολεοδομία, νεότευκτη τότε επιστήμη, στον εκ βάθρων ανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης. Δηλαδή η νέα πόλη όπως περίπου την ξέρουμε σήμερα, δίνοντας έτσι οριστικό τέλος στην παλιά, που πάντως είχε καταφέρει να επιβιώσει λίγο έως πολύ αλώβητη μέχρι το 1917.
Info:
«Το τέλος της παλιάς μας πόλης. Θεσσαλονίκη 1870-1917»
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης
Βίλα Καπαντζή – Λεωφόρος Βασιλίσσης Όλγας 108
Επιμέλεια έκθεσης: Γιάννης Επαμεινώνδας
Διάρκεια έκθεσης: Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017 έως Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018