Είναι συγκινητικό να συναντάς επιτέλους μια τηλεοπτική σειρά πραγματικά αντάξια του σαγηνευτικού ναρκοπεδίου της τραυματικής εφηβείας - του μπλαζέ μηδενισμού, της ανομίας, της αποξένωσης, της μελαγχολίας, της παθολογίας, της λαχτάρας, της κενής επαναστατικότητας, της ιδέας να εξαφανιστείς για πάντα ασφαλής στην αντίληψη ότι ό,τι κι αν συμβεί, το μέλλον είναι μακρινό και παντοτινό – αντί για τις συνήθεις διδακτικές προβολές ενηλίκων σε μια άγνωστη, έρημη χώρα.
Το Τέλος του γ***μένου κόσμου – η σειρά παραγωγής του βρετανικού Καναλιού 4 που διανέμεται από το Netflix – είναι βασισμένο στο ομώνυμο «μινιμάλ» ύφους κόμικ του Charles S. Forsman που κυκλοφόρησε το 2013, η τηλεοπτική εκδοχή όμως είναι ένα συναρπαστικό, λυρικό, τρομακτικό, σπαρταριστό κατά τόπους κομψοτέχνημα που καταφέρνει να συγκεντρώσει τους πιο έντονους απόηχους από τις πιο ξεχωριστές (και ονειρικά βίαιες) ταινίες κλονισμένου εφηβικού ρομαντισμού: Badlands, Heathers, River's Edge, True Romance και πολλές άλλες από την indie πινακοθήκη των 90's κυρίως...
Εκείνος έχει συνειδητοποιήσει από μικρός ότι είναι άσχημα «χαλασμένος» και σκοτώνει από μικρός διάφορα πλάσματα του δάσους, φιλοδοξώντας μια μέρα να αφαιρέσει τη ζωή και από κάτι «μεγαλύτερο».
«Με λένε Τζέιμς, είμαι 17 χρονών, και είμαι αρκετά βέβαιος ότι είμαι ψυχοπαθής», ακούγεται η φωνή του πρωταγωνιστή στην πρώτη σκηνή της σειράς, ενώ στο δεύτερο επεισόδιο η συνομήλικη σύντροφός του στο on the road τριπ παραβατικότητας που επιχειρούν μαζί, σχολιάζει: «Αν αυτό γυριζόταν ταινία, θα μας είχαν κάνει Αμερικάνους».
Το κεντρικό, αρχετυπικής εφηβικής αποξένωσης, ζευγάρι αποτελείται από δύο «ψυχάκια», χαμένα στα βάθη της εφηβικής προσμονής για απόδραση, τα οποία ενσαρκώνουν με μοναδικά γνήσιο τρόπο που κόβει την ανάσα ο Alex Lawther (Τζέιμς) και η Jessica Barden (Αλίσα). Και οι δύο προέρχονται από τα απώτερα προάστια (οποιουδήποτε μέρους, θα έλεγε κανείς) και από οικογενειακά περιβάλλοντα με σοβαρές δυσλειτουργίες.
Εκείνος έχει συνειδητοποιήσει από μικρός ότι είναι άσχημα «χαλασμένος» και σκοτώνει από μικρός διάφορα πλάσματα του δάσους, φιλοδοξώντας μια μέρα να αφαιρέσει τη ζωή και από κάτι «μεγαλύτερο». Κατά προτίμηση άνθρωπο, και γιατί όχι την άρτι αφιχθείσα, νέα του συμμαθήτριά του, την Αλίσα, μη διαγνωσμένη ακριβώς μανιοκαταθλιπτική και με ποικίλα άλλα θεματάκια.
Τελικά, ο Τζέιμς αποφασίζει να το αναβάλλει για μια πιο κατάλληλη ώρα – αυτή είναι και η κλωστή που συνδέει τη μικρή τους Οδύσσεια – αποδεχόμενος χωρίς έντονες αντιρρήσεις την προτροπή της αναπάντεχης «αδελφής ψυχής» του να κλέψει το αμάξι του πατέρα του και να την κοπανήσουν από αυτή την καταθλιπτική νεκρόπολη με προορισμό το άγνωστο.
Το TEOTFW (έτσι «ακρωνυμικά» εμφανιζόταν ο τίτλος στο εξώφυλλο του κόμικ) είναι γυρισμένο με έναν τρόπο που συχνά θολώνει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και παραισθησίας (όπως και το μυαλό των δύο πρωταγωνιστών) και είναι πλημμυρισμένο από τις εκτυφλωτικές ανταύγειες ενός αιώνιου σούρουπου και τους ήχους ενός έξοχου και λειτουργικού soundtrack που εκτός από τις βινιέτες του Graham Coxon των Blur, αποτελείται από παλιά και νεότερα άσματα περί ανομολόγητου πόθου, κρυφής λαχτάρας και παραλυτικής μοναξιάς. Τυπικό παράδειγμα το παλιό, υπέροχο "Lonesome Town" του Ricky Nelson.
Δεν μπορώ να έχω πραγματικά αντίληψη για το πώς βλέπουν τη σειρά οι millennials – ή ακόμα και οι νεότεροι απ' αυτούς, όπως κι αν λέγονται - αλλά μοιάζει τόσο αυθεντική και ειλικρινής και ευαίσθητη και καλοφτιαγμένη και καίρια και σαρκαστική και εκτός εποχής και τάσεων, στην προσέγγιση που επιχειρεί στη συναρπαστικά έρημη χώρα ης εφηβείας, που υποθέτω θα ταυτιστούν όσοι είναι να ταυτιστούν. Γενικά είμαι κατά του υπερδιεγερτικού μπουκώματος του binge-watching, αλλά τα οκτώ επεισόδια διάρκειας είκοσι λεπτών έκαστο κατά μέσο όρο, κραυγάζουν να τα δει κανείς όλα μαζί, ακολουθώντας το ταξίδι των δύο νεαρών ηρώων ως την (φυσική;) κατάληξή του.