Από μικρή θαύμαζα και γοητευόμουν από τις όμορφες μπαλαρίνες με τα πανέμορφα κοστούμια και τον παραμυθένιο κόσμο τους.
Ξεκίνησα το χορό στα έξι μου χρόνια στο δημοτικό σχολείο που πήγαινα. Oι γονείς μου είδαν την κλίση μου και με έγραψαν στη σχολή Ματέυ, μία από τις αρχαιότερες σχολές χορού της Αθήνας. Στην πορεία πέρασα στο φυτώριο της Κρατικής Σχολής Χορού και τελικά αποφοίτησα από τη Σχολή της Δέσποινας Γρηγοριάδου.
Μου άρεσαν τόσο πολύ οι μεταμορφώσεις και το ονειρικά στοιχεία των παραστάσεων που αποφάσισα πως θέλω να τα ενσωματώσω όσο το δυνατόν περισσότερο στη ζωή μου.
Ήμουν τόσο απορροφημένη με αυτό που σπούδαζα που δεν είχα σκεφτεί ακριβώς το πως θα επιβιώνω δουλεύοντας στο χώρο. Θεωρούσα ότι αυτό θα γίνεται με έναν μαγικό τρόπο, καθώς θα κάνω αυτό που αγαπώ. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί σε γενικές γραμμές το έχω καταφέρει.
O σύγχρονος άνθρωπος παρασυρμένος από τη φιλοσοφία της κατανάλωσης, της ταχύτητας, του ανταγωνισμού και της εικόνας έχει ανάγκη από έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της ίδιας της ζωής και μια επιστροφή στο φυσικό, το ατομικό, το προσωπικό.
Με το butoh ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά στα Χανιά το καλοκαίρι του 1999, με δάσκαλο τον Ιάπωνα Butoh Master, Μασάκι Ιγουάνα (Masaki Iwana). Βρισκόμουν ήδη σε μια διαδικασία αναζήτησης νέων στοιχείων που θα με έβγαζαν από το «καλούπι» που είχα μπει αναπόφευκτα μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης με το μπαλέτο.
Δυσκολεύτηκα πολύ στην αρχή αλλά η γοητεία του χορού αυτού με έκανε να επιμείνω. Ήταν κάτι τόσο ελεύθερο, σοφό, ανθρώπινο και ουσιαστικό που με κέρδισε απόλυτα.
Η προσωπικότητα του Masaki έπαιξε τεράστιο ρόλο, καθώς και ο τρόπος προσέγγισής του στο butoh μου ταίριαξαν πολύ. Μεγάλος καλλιτέχνης και δάσκαλος με σοφία, ευαισθησία και δύναμη να εμφυσάει στους μαθητές του πως το butoh δεν υπάρχει μόνο στη σκηνή αλλά το βρίσκει κανείς αν το αναζητήσει παντού μέσα στην ίδια τη ζωή.
Με είχε ξενίσει ιδιαίτερα το γεγονός πως σε κάθε ερώτηση των μαθητών, και ήταν πολλές οι ερωτήσεις, απαντούσε με τον ίδιο τρόπο: «Δεν ξέρω». Αυτό που εννοούσε, κατά τη δική μου ερμηνεία μετέπειτα, ήταν: «μην αναζητάς τους εύκολους δρόμους, κάνε την δική σου έρευνα, πάρε το χρόνο σου να μάθεις αυτό που εσύ έχεις να μάθεις».
Έχει χαραχθεί βαθιά στη μνήμη μου η στιγμή που θέλησε να μας δείξει το πώς μπορεί να καταλήξει μια τυχαία σύνθεση από σώματα που χορεύουν σόλο και κινούνται μέσα στο ίδιο χωροχρονικό συνεχές. Ζήτησε λοιπόν από κάποιους μαθητές να χορέψουμε μαζί του. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της σύνθεσης, άνοιξε το στόμα του και ήταν σαν να εμφανίστηκε από εκεί η άβυσσος, το άπειρο και συνάμα το απόλυτο κενό.
Ήταν σχεδόν μια μεταφυσική εμπειρία για μένα. Το πρώτο βράδυ μετά το σεμινάριο άρχισα να αναρωτιέμαι το πώς μπορεί νιώθει το σώμα όταν πεθαίνει. Το ερώτημα ξεπήδησε από το ίδιο το σώμα μου σα να είχε αποκτήσει μια εντελώς δική του βούληση. Ήταν μια πολύ δυνατή και καθοριστική αίσθηση. Τώρα αντιλαμβάνομαι, ξεκάθαρα πια, ότι οι λόγος που διάλεξα να ασχοληθώ με το butoh είναι καθαρά υπαρξιακός.
Έκτοτε, συνέχισα ανελλιπώς να παρακολουθώ σεμινάρια butoh με τον Μasaki καθώς και με άλλους Ιάπωνες δασκάλους που επισκέπτονται την χώρα μας.
Όπως η Sumako Koseki, η οποία διδάσκει ενώ ταυτόχρονα κάνει performances, την Yumiko Yoshioka η οποία έχει μια πολύ σύγχρονη ματιά για το butoh και είναι μια ευφάνταστη, φωτεινή δασκάλα αλλά και χορεύτρια, την Moeno Wakamatsu που δουλεύει με έναν αιθέριο και αέρινο τρόπο επιχειρώντας προσμείξεις με στοιχεία δύναμης και εσωτερικότητας και τον Atsushi Takenouchi που είναι πιο κοντά στο Σαμανικό στοιχείο και έρχεται στην Αθήνα πάντα μαζί με την σύντροφό του Hiroko Komiya η οποία είναι εκπληκτική μουσικός και χρησιμοποιεί διάφορα όργανα, μέχρι και κοχύλια για να δημιουργήσει μουσική.
Κάθε δάσκαλος έχει να δώσει κάτι σημαντικό μέσα από την διδασκαλία και την προσωπική του προσέγγιση. Μέσω των δασκάλων μου διδάχθηκα ένα μεγάλο εύρος στοιχείων της ανθρώπινης ύπαρξης και συμπεριφοράς. Από την εκλεπτυσμένη αγριότητα μέχρι τον μελαγχολικό ενθουσιασμό. Το butoh είναι ένας χορός γεμάτος αντιθέσεις, όπως ακριβώς είναι και η ανθρώπινη φύση.
Ο χορός butoh εμφανίστηκε στην Ιαπωνία μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο και τη βόμβα στη Χιροσίμα, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Συνδυάζοντας το παραδοσιακό με το πρωτοποριακό, θεωρήθηκε χορός παραβατικός και περιθωριακός και χορευόταν αρχικά στα καταγώγια της πόλης του Τόκυο. Καταδείκνυε την ωμή αλήθεια και συχνά την αγριότητα. Συνδέθηκε με τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό και το κίνημα Dada και θεωρείται ως μια avant-garde μορφή παραστατικής τέχνης.
O σύγχρονος άνθρωπος παρασυρμένος από τη φιλοσοφία της κατανάλωσης, της ταχύτητας, του ανταγωνισμού και της εικόνας έχει ανάγκη από έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της ίδιας της ζωής και μια επιστροφή στο φυσικό, το ατομικό, το προσωπικό. Αυτός είναι και ο λόγος που το butoh έχει διαδοθεί στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου ερχόμενο σε επαφή και διάδραση με τοπικές παραδόσεις χωρίς να χάνει την αρχική του σημασία και τον πυρήνα της φιλοσοφίας του που δεν είναι άλλος από το ταξίδι προς την ψυχή με στόχο την σωματική και ψυχική έκφραση, την καθαρότητα και την αναζωογόνηση. Αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι πολύ κοντά σε πρακτικές όπως ο διαλογισμός που στην ουσία επιδιώκει να δημιουργήσει έναν κενό εσωτερικό χώρο ώστε ταυτόχρονα να επιχειρηθεί η σύνδεση με την Ολότητα.
Το butoh καθώς δεν υιοθετεί βηματολόγιο, έχει μια μεγάλη ελευθερία ως προς τους κανόνες και αυτό το καθιστά δύσκολο αλλά και ταυτόχρονα πολύ ενδιαφέρον, διότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει ένα δικό του μοναδικό χορό.
Στον δυτικό κόσμο, η Ακινησία θεωρείται ασυνήθιστη και άβολη. Θεωρούμε δεδομένο ότι θα κινούμαστε συνεχώς, ότι πρέπει να κινούμαστε συνεχώς και πως αυτά που έχουν αξία είναι οι μεγάλες ταχύτητες και οι συνεχείς εναλλαγές. Όμως, στη φύση, η Ακινησία είναι εξίσου σημαντική και παρούσα όσο η Κίνηση.
Η έννοια της Ακινησίας περιέχει μέσα της την αναμονή για κάτι νέο που θα εμφανιστεί. Καθώς ο χορευτής του butoh παραμένει ακίνητος εξωτερικά, μέσα του επεξεργάζεται τα εσωτερικά του τοπία, τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες του. Είναι μία ακινησία που εμπεριέχει ροή σε λανθάνουσα μορφή, έτοιμη να ξεχυθεί ακόμα και με μια απλή κίνηση των βλεφάρων ή ένα σπασμό του χεριού. Το αν θα μεταδοθεί αυτή η ένταση στο θεατή εξαρτάται από την καθαρότητα και την ποιότητα του χορευτή αλλά κυρίως από την ειλικρίνειά του απέναντι στη σχεδόν μεταφυσική εμπειρία που βιώνει κατά τη διάρκεια του χορού του.
Η σχέση του Butoh με τη μουσική είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που έχουμε συνηθίσει. Η μουσική και ο χορός είναι δύο εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα που συνυπάρχουν. Κάποιες φορές μπορεί να συναντηθούν, χωρίς όμως να υπάρχει η απόλυτη πρόθεση. Συχνά η μουσική απουσιάζει και ενίοτε μόνο κάποιοι μεμονωμένοι ήχοι είναι αρκετοί.
MiM 2017-Κύμα (Αλίκη Γεωργουλοπούλου-Δώρα Παναγοπούλου)
Στο μάθημά μου χρησιμοποιώ ακούσματα από θιβετιανά γκονγκ μέχρι κομμάτια καλλιτεχνών όπως οι Klaus Schulze, Toru Takemitsu, Ryuichi Sakamoto, Lisa Gerrard, Arvo Pärt, Philip Glass, Brian Eno, Biosphere, Spyweirdos, Neon και πολλούς άλλους. Ενίοτε χρησιμοποιώ ηχογραφημένους περιβαλλοντικούς ήχους και γενικώς οτιδήποτε θεωρώ ότι ταιριάζει στην κάθε περίσταση. Δε θα έλεγα πάντως πως υπάρχει κάποιος περιορισμός για το τι μουσική μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς, αφορά αποκλειστικά το γούστο και τη διάθεση του κάθε δασκάλου.
Οι άνθρωποι που χορεύουν butoh προέρχονται από διάφορους χώρους και πολλές φορές δεν έχουν ασχοληθεί με το χορό στο παρελθόν. Μια πολύ συχνή ερώτηση που μου κάνουν μαθητές είναι το αν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του χορού αυτού. Η απάντηση που δίνω είναι πως και βέβαια δεν είναι προαπαιτούμενη η εμπειρία σε κάποιο χορό, ενίοτε η έλλειψη αυτής λειτουργεί και θετικά.
Αυτό που έχω εισπράξει ως δασκάλα είναι πως, για τους περισσότερους, αποτελεί μια πολύ θετική και ενδιαφέρουσα εμπειρία που τους κάνει να έρχονται ξανά για να προχωρήσουν την εξερευνητική διαδικασία στην οποία μπαίνουν. Ο καθένας ψάχνει κάτι βαθιά προσωπικό και αυτό που βρίσκει είναι κάτι καινούριο ή μια επιβεβαίωση για ό,τι ήδη γνωρίζει.
Συχνά, όταν επανέρχονται μετά από κάποιο μάθημά μου αναφέρουν το πόσο ιδιαίτερα και διαφορετικά ένιωθαν στη συνέχεια της ημέρα τους και πόσο αλλάζει ο τρόπος που παρατηρούν τα πράγματα γύρω τους. Ακόμα και ο τρόπος που παρακολουθούν μια παράσταση χορού ή θεάτρου, μια εικαστική έκθεση ή μια ταινία, αλλάζει.
Όπως ισχύει για κάθε μεταμορφωτική εμπειρία πριν από ένα μάθημα butoh χρειάζεται να αφήσουμε στην άκρη τις προσδοκίες και την κριτική ώστε να δημιουργηθεί ο απαραίτητος εσωτερικός κενός χώρος, το ουδέτερο πεδίο που θα γεμίσει από κάτι νέο και συχνά αναπάντεχο.
Η έκπληξη, η αλλαγή και ο χορός στα άκρα είναι στοιχεία αλληλένδετα με το butoh και η διαρκής αναζήτησή τους θα αποτελεί για εμένα πάντα πρόκληση και ζητούμενο.
Info:
H Αλίκη Γεωργουλοπούλου παραδίδει προσωπικά μαθήματα και συνεργάζεται με τη χορεύτρια και χορογράφο Μαριάννα Τσαγκαράκη διοργανώνοντας τρίωρα εργαστήρια butoh. Ονομάζονται Butoh Sundays-Inner Landscapes, γίνονται μια Κυριακή κάθε μήνα και είναι ανοιχτά για όλους. Επίσης, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Xορού στις 29 Απριλίου 2018 είναι στα σκαριά μία ευρύτερη συνεργασία με άλλους Έλληνες butoh performers.