Γιάννη, αντίο κι ευχαριστώ

Γιάννη, αντίο κι ευχαριστώ Facebook Twitter
Φανταστικό τοπίο. Ζωγραφισμένο στο εφηβικο λεύκωμα της Ευφροσύνης Δοξιάδη, Αθήνα 1960. Η φωτογραφία είναι του Γιώργου Τουρκοβασίλη, Κηφισιά 1985.
0

Τον ήξερα από παιδί. Όμως από τα δεκάξι μου χρόνια, το 1962, θυμάμαι τον Τσαρούχη σαν αναπόσπαστο και κρυφό μέρος του εαυτού μου. Κάθε φορά που συναντιόμασταν, ζωντάνευα. Τον άκουγα ατέλειωτες ώρες να μου περιγράφει τις εικόνες και όλα τα μαγικά πράγματα που είχε μέσα στην ψυχή του. Και η ψυχή του ήταν αστείρευτη και βυθό δεν είχε. Ενώ μπαίναμε κάθε μέρα και βαθύτερα στον κόσμο του, εγώ ένιωθα ότι πετούσα μαζί του και φύτρωναν φτερά στην πλάτη μου και πέταγα, πέταγα με τον ήχο της φωνής του, που τόσο με μάγευε. Με έπαιρνε μαζί του και όλο έλεγα με τον νου μου εγώ: «Να! Τώρα πια θα τελειώσει η διήγηση, γιατί δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν κι άλλα μέσα του που δεν έχω δει και δεν έχω ακούσει». Όμως πάντα έβγαινα λανθασμένη.

Ο φίλος μου ο Τσαρούχης ήτανε πράγματι αστείρευτη πηγή! Είχε τόσο χάρισμα επάνω του, από τον Θεό δοσμένο απλόχερα, που όταν σε έκανε παρέα ερωτευόσουνα την ίδια τη ζωή! Με αυτά που σου 'δειχνε και μ' αυτά που σου 'λεγε έμπαινες κι εσύ στον κόσμο του. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, μετά από τόσα χρόνια, καταλαβαίνω πως όλα αυτά που μου έδειχνε και που μου έλεγε ήσαν όσα ο ίδιος αγαπούσε. «Ο ενδιαφέρων άνθρωπος είναι εκείνος που ενδιαφέρεται για πράγματα» του άρεσε να λέει. Κι αν είχε ενδιαφέροντα ο Τσαρούχης! Τίποτα δεν ήταν πολύ ταπεινό γι' αυτόν. Αντιμετώπιζε τον καθένα σαν αδελφό του. Όλους τους έβλεπε καλούς. «Αν σου ζωγραφίσω φτερά, θα το δεις ότι είσαι άγγελος!» τον είχα δει να λέει σε ανθρώπους που τον κοιτούσαν έκπληκτοι.

Είχα τόση τύχη που με έκανε παρέα! Για να μου εξηγήσει πώς ο Καραβάτζιο και ο Τιέπολο ζωγράφιζαν αγγέλους στα ουράνια, ξάπλωνε ανάσκελα πάνω σε κρεβάτια με το ένα πόδι σηκωμένο και ακίνητο και τα χέρια ανοιγμένα: «Δες, έτσι τους πόζαραν τα μοντέλα. Η ζωγραφική έχει τα μυστικά της». Είδα δέρματα από λεοπαρδάλεις ζωγραφιστά να λικνίζονται μπροστά μου πάνω σε θεϊκά ωραία σώματα χορευτών στην οδό Ομήρου. Ήταν το καλοκαίρι που πρωτοδούλεψα μαζί του ζωγραφίζοντας λεοντές για ένα χορόδραμα της Ματέυ. Είδα ζωντανεμένο τον Πανσέληνο να ζωγραφίζει στον τοίχο του Πρωτάτου το πορτρέτο του Άγιου Μερκούριου με ζωντανό μοντέλο μπροστά του και τις φυλλωσιές να ρίχνουν τις πρασινωπές σκιές τους στο πρόσωπό του: «Μόνο εκ του φυσικού μπορεί να γίνει τόσο μεγάλη ζωγραφική σαν του Πανσέληνου». Μου έμαθε ότι «Ποτέ δεν είναι νωρίς για να κάνεις κάτι». Μου έμαθε να γελάω αλλά να σέβομαι και τα δάκρυά μου. Όταν έκλαιγα διηγούμενη τη ζωή μου, βράδια του 1967 στο Παρίσι, ενώ τρώγαμε οι δυο μας στο φθηνότερο κινέζικο του Μονπαρνάς, μου έλεγε πως είμαι «Των δυνατών γελώτων, των σκοτεινών δακρύων!». Και διευκρίνιζε πως πρόκειται για στίχο του Μπωντλαίρ σε δική του μετάφραση. «Μα εσύ είσαι η Θαΐς του Ανατόλ Φρανς!». Την Τραβιάτα την τραγουδούσε στα ελληνικά σε μια καθαρεύουσα που θυμότανε από παράσταση που είχε δει πολύ παλιά στη Λυρική Σκηνή. «Τι θέλεις τάχα; Μόνη, έρημη, στην πολυπληθή έρημο που ονομάζουν Παρίσι!» και κατέληγε τραγουδώντας το ρεφραίν της Βιολέττας, «Εις ηδονάς να ζω! Ναιαιαιαιαι... να Ζω!». Στο τέλος κατέληγε με ένα «ου!», που ήταν κάτι μεταξύ έντονης εκπνοής και γαλλικής προφοράς τού γαλλικού γράμματος «u».

Θυμάμαι εκείνα τα μεσημέρια στην αγροικία των γονιών του Τεριάντ στη Βαριά της Μυτιλήνης, όπου ατέλειωτες ώρες ζωγραφίζαμε πλάι πλάι, αυτός κι εγώ, στο τραπέζι της οικογενειακής τραπεζαρίας. Κλειστά τα παντζούρια και τα τζιτζίκια να χαλάνε τον κόσμο έξω στον ελαιώνα. Αυτός ζωγράφιζε μικρές ακουαρέλες ολοφώτεινες σαν τα πρωινά στους γύρω όρμους, φρέσκιες σαν τα λουλούδια του «κήπου που έμπαινε στη θάλασσα». Καμιά φορά τρώγαμε παρέα με τον Ελύτη, στο λευκό παραθαλάσσιο σπίτι του «στ' Ακλειδιού», κι άλλες φορές τον παίρναμε μαζί μας τα βράδια στις νυχτιάτικες βόλτες μας, σ' αυτό που η κυρία Αλίς Τεριάντ ονόμαζε χαριτωμένα «διπλή σας ζωή». Ο Τσαρούχης έτρεφε βαθύ σεβασμό για τον Τεριάντ. Ό,τι ζωγραφίζαμε όλη τη μέρα του το δείχναμε το απογευματάκι. Του Γιάννη του έλεγε πάντα μεγάλα εγκώμια και εμένα με ενθάρρυνε έντονα, λέγοντάς μου συχνά για το παραμικρό μου σχέδιο «Μα είναι ένα αριστούργημα!». «Μais c'est un chef d' oeuvre!». Το ίδιο αυτό σπίτι είχε ανοίξει την αγκαλιά του στον κατατρεγμένο Μεγαλέξανδρο, τον ταπεινό μα τεράστιο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ. Ο Τεριάντ είχε καλέσει τον Τσαρούχη για να τον βοηθήσει να κρεμάσουν τα έργα στο νεόχτιστο πέτρινο Μουσείο Θεόφιλου, μέσα στα ελαιόδεντρα, δυο βήματα από την αυλή του σπιτιού. «Γιάννη, φέρε μαζί σου εκείνο το κορίτσι που ζωγραφίζει σαν άντρας» είχε πει ο Τεριάντ για μένα. Έτσι βρέθηκα μαζί τους στη Μυτιλήνη εκείνο το καλοκαίρι του 1965. Ήμουν δεκαεννιά χρόνων, «επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας», και με συνόδευαν αυτοί οι τρεις ημίθεοι.

Ο Τσαρούχης ήταν ο πιο γενναιόδωρος άνθρωπος που συνάντησα. Χάριζε αφειδώς τα μυστικά της τέχνης του, τις πολύτιμες γνώσεις, αλλά και τα έργα των χεριών του - δεν υπήρχε άνθρωπος, φίλος ή ξένος, άντρας, γυναίκα ή μικρό παιδί που να τον συναντούσε και να μην του χάριζε ένα σχέδιο, μια ακουαρέλα. Προσωποποιούσε τα δώρα αυτά γράφοντας επάνω στο έργο ιδιαίτερα ταιριαστές αφιερώσεις και ευχές. «Στον Γιώργο που είναι ρόδο» έγραψε κάτω από ένα ζωγραφισμένο τριαντάφυλλο.

Θεωρώ τον Γιάννη Τσαρούχη τον άξονα της ελληνικής ζωγραφικής του εικοστού αιώνα. Χωρίς τον Τσαρούχη δεν υπάρχει αυτό που ονομάζουμε ελληνική ζωγραφική. Κατάλαβε πώς ζωγράφιζαν οι αρχαίοι. Μαθήτευσε στη βυζαντινή τεχνική και κατάλαβε ότι τα μυστικά των αρχαίων ζωγράφων ήσαν κρυμμένα κάτω από τις στυλιζαρισμένες μορφές των αγίων. Διαπίστωσε πως η ελληνική ζωγραφική διέπεται από δικούς της κανόνες και γι' αυτό γύρισε την πλάτη στην ακαδημαϊκή ζωγραφική των δασκάλων του στην ΑΣΚΤ, που μιμούνταν τον ευρωπαϊκό τρόπο. Έψαξε και βρήκε τους χυμούς της ζωής στα έργα λαϊκών ζωγράφων όπως ήταν ο Θεόφιλος και ο Σωτήρης Σπαθάρης. «Ήταν οι δάσκαλοί μου» δεν κουραζόταν να λέει. Μας άνοιξε τα μάτια να δούμε για πρώτη φορά στη ζωγραφική την αλήθεια αυτού εδώ του τόπου, και ότι δεν είναι καθόλου σύμπτωση πως η μεγάλη δυτική ζωγραφική παράδοση γεννήθηκε στην Ελλάδα τον 5ο αι. π.Χ. Το επάγγελμα του ζωγράφου στην Πομπηία ή στην Αίγυπτο το ασκούσαν Έλληνες. «Ο ζωγράφος ζωγραφίζει τη σχέση του με τα πράγματα», έλεγε. Η σχέση η δική του με τα πράγματα ήταν ερωτική. Όντας σε απόλυτη επαφή με τα συναισθήματά του, το έργο του όλο συνιστά «τον θρίαμβο της αισθησιακής ζωγραφικής», σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ιστορικά τη σωστή και κρίσιμη στιγμή βρέθηκε αυτός να μας δείξει τον ενθουσιασμό του με αυτό που κάποτε ονόμαζαν Ελλάδα.

Σε μια εποχή που ήταν επικίνδυνο και απαγορευτικό να μιλήσει κάποιος θαρραλέα για τις επιθυμίες του μέσα από την τέχνη του, σε εποχές που δολοφονούνταν ομοφυλόφιλοι καλλιτέχνες (Ρωσία, Ισπανία κ.λπ.), ο Τσαρούχης από τη δεκαετία κιόλας του '30, σε μια στραγγαλιστική Αθήνα, μίλησε με σαφήνεια και επιμονή για τις επιθυμίες του. Όλο του το έργο είναι ένας ύμνος στον ανδρικό έρωτα, που ανάλογό του σε μέγεθος, ένταση και πανανθρώπινη σημασία είναι μόνο το ποιητικό έργο του Καβάφη. Τα καφενεία που ζωγραφίζει, τα τοπία με βράχια, οι λόφοι, είναι τόποι προσμονής και ερωτικών συναντήσεων. Από την αρχαιότητα είχε να υμνηθεί το ανδρικό σώμα σαν σάρκα και σαν τραγούδι. (Εξάλλου, κ. Μαθιόπουλε, οι δηλώσεις στη ζωγραφική δεν γίνονται με λέξεις αλλά με χρώματα και με σχήματα. Πιο εξομολογητικός, πιο θαρραλέος, πιο τολμηρός στο έργο του και στη ζωή του καλλιτέχνης υπάρχει άλλος από τον Γιάννη Τσαρούχη; Μήπως το επόμενο μελέτημά σας θα είναι μια πονεμένη κλαψούρα γιατί ούτε ο Καβάφης, με τη σειρά του, δεν έκανε επαρκείς, για το γούστο σας, δηλώσεις πως ήταν gay; Και το βρίσκετε δεοντολογικό, κομψό και οικολογικά ορθό να δαπανάτε 50 ολόκληρες σελίδες γυαλιστερό χαρτί για να παραπονιέστε που αυτός ο Τιτάνας δεν κατέθεσε στον ελληνικό Τύπο υπεύθυνη δήλωση ερωτικών φρονημάτων; Και να φανταστεί κανείς πως το κείμενό σας αποτελεί το βασικό κείμενο του επίσημου καταλόγου της πρώτης αναδρομική έκθεσης του Τσαρούχη στην Αθήνα...)

Είναι υπέροχο που το Μουσείο Μπενάκη και το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη οργάνωσαν μια τόσο ποιοτική και πλήρη έκθεση. Είναι θαυμάσιο που κάθε μέρα, για τρεις μήνες, γεμίζουν οι αίθουσες με κόσμο που βλέπει τα επτακόσια έργα με σεβασμό και κατάνυξη (αριθμητικά το έργο του Τσαρούχη είναι τριπλάσιο περίπου σε όγκο). Την έκθεση αυτή όφειλε να την είχε οργανώσει η Εθνική Πινακοθήκη εδώ και πολλά χρόνια. Δεν το έκανε. Τουλάχιστον να ευχηθούμε να συμμεριστεί επιτέλους τη ρήση του David Hockney: «Μετά τον θάνατο του Joan Miro, ο Τσαρούχης είναι ο σημαντικότερος εν ζωή ζωγράφος στον κόσμο». Και αφού συμμεριστεί τη φράση, να δείξει στις αίθουσές της τον Τσαρούχη με τρόπο που να είναι αντάξιος του μεγέθους του.

Αγία Ειρήνη, 8 Μαρτίου 2010

__________

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 10.03.2010 στην έντυπη LIFO, με αφορμή την μεγάλη αναδρομική έκθεση του Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σοπέν

Πέθανε Σαν Σήμερα / «Κύριοι, ιδού μια μεγαλοφυΐα!»: Πώς ο Σοπέν άνοιξε νέα εποχή στη μουσική για πιάνο

Σαν σήμερα, στις 17 Οκτωβρίου 1849, πεθαίνει από φυματίωση στο Παρίσι ο Πολωνός Φρεντερίκ Φρανσουά Σοπέν, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Ρομαντισμού και κορυφαίος πιανίστας.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ