Ο Έλληνας διανοούμενος και η ελευθερία

Ο Έλληνας διανοούμενος και η ελευθερία Facebook Twitter
Διανοούμενοι σαν τον Τσακυράκη, πέρα από το αν συμφωνεί κανείς με τις επιμέρους τοποθετήσεις και τους συλλογισμούς τους, διασώζουν τον Λόγο στην εποχή του κλονισμού του. Τον Λόγο ως ακριβή απαίτηση κατανόησης και όχι δημαγωγικό χάδι. Τον Λόγο που απευθύνεται σε μια κοινότητα διαθέσιμη για αυτοκριτική και για έλεγχο στις πλάνες της.
1

Ο θάνατος του Σταύρου Τσακυράκη θύμισε ξανά τον ρόλο του δημόσιου διανοουμένου σε εποχές γενικευμένης αβεβαιότητας σαν τη σημερινή.

Την τελευταία δεκαετία γύρω από αυτό το θέμα έχουν συσσωρευτεί παρεξηγήσεις. Πολλοί συνεχίζουν να πιστεύουν πως η δημόσια κριτική παρέμβαση πρέπει να είναι πάντα είτε ένα κάλεσμα είτε μια προφητεία. Άλλοι αντιμετωπίζουν τον δημόσιο λόγο συγγραφέων και διανοουμένων ως θεραπαινίδα μιας κακής ποίησης, μιας «λυρικής» προσέγγισης στα δημόσια προβλήματα.

Κάποιοι, τέλος, διατηρούν την παλιά καχυποψία για τον διανοούμενο ως φορέα «ξενικών επιρροών» και ανίκανο να αισθανθεί τον πλούτο της ζωής, τις άπειρες αποχρώσεις της ελληνικής ζωής.


Φυσικά, αυτό που αποκαλώ εδώ «παρεξηγήσεις» μπορεί να είναι απλώς διαφορετικές και θεμιτές ερμηνείες για τον ρόλο των διανοουμένων. Ας πούμε, η κληρονομημένη ιδέα πως ο διανοούμενος υπερασπίζεται τους αδυνάμους εναντίον των ισχυρών δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο φαίνεται.

Όταν ο Εμίλ Ζολά υπερασπιζόταν τον λοχαγό Ντρέιφους είχε απέναντί του έναν διάχυτο αντισημιτισμό που ξεκινούσε από τη συνδικαλιστική αριστερά της εποχής (που θεωρούσε τον Ντρέιφους έναν αστό καραβανά που δεν έπρεπε να ενδιαφέρει το κίνημα) και έφτανε μέχρι τη μοναρχική άκρα δεξιά (που έβλεπε ιουδαϊκές συνωμοσίες). Ο Ντρέιφους ήταν μεν αδύναμος ως προς την ευάλωτη εβραϊκότητά του αλλά όχι ως προς την κοινωνική ή οικονομική του θέση.

Ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον που μπορεί να προκαλεί η παθιασμένη υπεράσπιση κλασικών αρχών, όπως η διάκριση των εξουσιών ή το κράτος δικαίου, όλα αυτά θεωρούνται, εν πολλοίς, «ξενέρωτα» πράγματα. Το βαθύ και το γνήσιο παραχωρούνται εύκολα σε αυτόν που ακουμπάει πάντα στο απόθεμα ενός ψευδο-αφυπνιστικού λυρισμού.


Επομένως, από την αρχή ο ρόλος του διανοουμένου, όπως και το αντικείμενο της παρέμβασής του, δεν ήταν κάτι ξεκάθαρο. Ούτε τότε ούτε τώρα είναι δεδομένο τι είναι πιο άδικο, ποια υπόθεση αξίζει τη δέσμευση και τη δημόσια μάχη και ποια όχι.

Το γεγονός είναι ότι πολύς κόσμος ταυτίζει τον διανοούμενο με ένα είδος κοσμικού ιερέα που πρέπει να κάνει το κήρυγμά του και κατά βάση να κολακεύει το κοινό του. Ας πούμε, στον 20ό αιώνα και ιδίως στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου ο συμβατικός «προοδευτικός διανοούμενος» ήταν αντιφασίστας, φιλικά προσκείμενος στη Σοβιετική Ένωση (ακόμα και αν είχε ενστάσεις για κάποιες πλευρές της εκεί ζωής), ενώ έπρεπε να απεχθάνεται βαθιά τη μαζική κοινωνία, την αμερικανική (υπο)κουλτούρα και όλες τις απατηλές ελαφρότητες του δυτικού τρόπου ζωής.


Αργότερα, ήρθαν τα μίντια, η διαμόρφωση μιας δημοκρατίας της γνώμης, όπου όλες οι φυλές των πνευματικών ανθρώπων μπορούσαν να έχουν το μερίδιό τους στην αγορά: υπολείμματα της φιλελεύθερης διανόησης στον Τύπο, νέοι ριζοσπάστες στις σχολές ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, κάποιοι συντηρητικοί και δεξιοί διανοούμενοι σε περιοδικά και απομονωμένες «δεξαμενές σκέψης».

Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα έχουμε το στερεότυπο του προοδευτικού διανοουμένου ή τα είδωλα του προοδευτικού «πνευματικού ανθρώπου». Με μια λέξη: στην αριστερά ανήκει η διανόηση, στη δεξιά η αστυνομία, το δικαστικό σώμα και το βαθύ κράτος. Αυτή ήταν η συνείδηση τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας. Μέχρι που η κρατικοποίηση του προοδευτικού αντιφασισμού μετά το 1981 άνοιξε τον δρόμο για νέες συμμαχίες της διανόησης με το κράτος.

Το μαζικό πανεπιστήμιο, η ΕΡΤ, ένας ορισμένος Τύπος και από δίπλα οι μηχανισμοί των επιχορηγήσεων των «πολιτιστικών εκδηλώσεων» άλλαξαν το τοπίο. Το προοδευτικό έγινε ένας μεγάλος κοινωνικός και κρατικός τομέας με τους ωφελούμενους, τους κατά καιρούς δυσαρεστημένους, τους οπορτουνιστές του.


Έτσι, φτάσαμε στο σημείο βρασμού των τελευταίων χρόνων και στη διαίρεση Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο που έφερε ξανά στον αφρό όλη την αντιπάθεια για τον ψυχρό, υπερβολικά ορθολογιστή και πάντως αποκομμένο από τα λαϊκά συναισθήματα «Καθηγητή».

Για ένα μεγάλο κοινό –πολύ μεγαλύτερο από την αριστερά φυσικά– ο κόσμος της διανόησης χωρίστηκε σε δύο ημισφαίρια. Οι θερμοί και οι ψυχροί, αυτοί που «νιώθουν» τον πόνο και οι άκαρδοι, το κόμμα της ανάγκης και το κόμμα των αριθμών, οι άνθρωποι της Ζωής και τα Πιόνια του Συστήματος. Όσο παράξενα απλουστευτική και αν ηχεί αυτή η διαίρεση μεταξύ των δύο «διανοητικών σφαιρών», πιστεύω πως με αυτούς τους όρους την κατάλαβε ένας ευρύτερος κόσμος.

Δημοσιογραφικά σχήματα λόγου, στιχάκια έντεχνων τραγουδιών ή στάτους του Facebook και άλλα τεκμήρια της κοινωνικής ομιλίας έδειξαν πως αυτό που συμβόλισε ο Τσακυράκης δεν «έχαιρε εκτίμησης». Είχε, βεβαίως, μια αντήχηση, έναν τιμητικό αντίλαλο, μια ορισμένη συμβολική και πολιτική αύρα.

Αλλά, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ο τύπος διανοουμένου που κέρδισε στην κρίση (σε ακροατήριο και επίδραση) είναι ο άλλος: αυτός που το καλοκαίρι του 2015 είπε μεγαλοφώνως «όχι» και το διάνθισε με μια ρητορική της αντίστασης στο κακό.

Για να το πω αλλιώς: ανεξάρτητα από τον σεβασμό που μπορεί να απολαύει κάποιος που γράφει ότι «δεν είναι όλοι οι αγώνες δίκαιοι», ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον που μπορεί να προκαλεί η παθιασμένη υπεράσπιση κλασικών αρχών, όπως η διάκριση των εξουσιών ή το κράτος δικαίου, όλα αυτά θεωρούνται, εν πολλοίς, «ξενέρωτα» πράγματα.

Το βαθύ και το γνήσιο παραχωρούνται εύκολα σε αυτόν που ακουμπάει πάντα στο απόθεμα ενός ψευδο-αφυπνιστικού λυρισμού. Η δημαγωγία, η μαγεία των μεγάλων λέξεων και τα ιδεολογικά άμπρα κατάμπρα διατηρούν την ισχύ τους, ακόμα και αν έχουν αυξηθεί οι δόσεις ρεαλισμού και η επιφυλακτικότητα των ανθρώπων που αισθάνονται εξαπατημένοι.


Με μια έννοια, όμως, διανοούμενοι σαν τον Τσακυράκη, πέρα από το αν συμφωνεί κανείς με τις επιμέρους τοποθετήσεις και τους συλλογισμούς τους, διασώζουν τον Λόγο στην εποχή του κλονισμού του. Τον Λόγο ως ακριβή απαίτηση κατανόησης και όχι δημαγωγικό χάδι. Τον Λόγο που απευθύνεται σε μια κοινότητα διαθέσιμη για αυτοκριτική και για έλεγχο στις πλάνες της.


Μια άλλη, εξίσου πολύτιμη πλευρά αυτής της κληρονομιάς είναι το θέμα της ελευθερίας και των ελευθεριών. Το ότι το πιο δύσκολο είναι πάντα να αφήνουμε χώρο για τους άλλους και η μία γνώμη να μην πνίγει την άλλη, την αντίπαλη. Αν η διαμάχη και η κριτική συζήτηση είναι το αλάτι της δημοκρατίας, ο πόλεμος και η βία είναι η παρακμή και ο θάνατός της.


Αυτός ο Ιούλιος θύμισε ξανά μερικά ουσιώδη πράγματα – κι ας είναι ο μήνας που, από διάφορες πλευρές, η προτροπή είναι να μη σκεφτόμαστε. Και, βεβαίως, «να περνάμε καλά»

Δεύτερες Σκέψεις
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ελληνικές πιάτσες και ανεξαρτησία γνώμης

Δεύτερες Σκέψεις / Ελληνικές πιάτσες και ανεξαρτησία γνώμης

Το κακό με τις μικρές πιάτσες είναι ότι η κίνηση των ιδεών και η αντίκρουση απόψεων παίρνει έναν χαρακτήρα «προσωπικής επίθεσης». Οι άνθρωποι μπερδεύουν την κριτική που τους ασκείται με προσωπικούς λογαριασμούς ή ψυχολογικά απωθημένα
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Ν. Σεβαστάκης / Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Τερατώδη ψέματα έχουν ειπωθεί στο όνομα της ιδεολογίας, με τους διανοούμενους να φέρουν σοβαρότατες ευθύνες για το τείχος προστασίας σε διάφορες πολύ σκοτεινές περιπτώσεις
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ

σχόλια

1 σχόλια
Ο κ. Τσακυράκης υπήρξε καθηγητής μου στη Νομική Σχολή Αθηνών σε διάφορα μαθήματα (Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, Ιστορία Πολιτικών Ιδεών κ.ά.). Η αλήθεια είναι ότι δεν συμφωνούσα πάντα με όσα έλεγε - είχε μάλιστα έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο να εκφράζει τις απόψεις του, που είτε τον λάτρευες, είτε τον σιχαινόσουν και δεν ξαναπάταγες στα μαθήματά του. Αν, όμως, έκανες τον κόπο να (προσπαθήσεις να) αποκωδικοποιήσεις τα όσα έλεγε ο Τσακυράκης, γινόσουν πλουσιότερος όχι τόσο σε γνώσεις, όσο σε νέους τρόπους σκέψης και επίλυσης ζητημάτων. Αυτή ακριβώς είναι κατ' εμέ η πνευματική προσφορά του Τσακυράκη.