Αυτό τον Αύγουστο μετράμε εβδομήντα τρία χρόνια από τη ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Έπεσε το μάτι μου σε κάποια επετειακά δημοσιεύματα, ξαναείδα εκείνες τις φριχτές φωτογραφίες με τις καμένες σάρκες και τα ερείπια, έκανα υπομονή διαβάζοντας και αναλύσεις για το αν ήταν «δικαιολογημένη στρατιωτικά» ή όχι αυτή η απόφαση του Αμερικανού Προέδρου Χάρι Τρούμαν.
Νομίζω όμως ότι κι αυτή η ιστορία όπως και όλο το θέμα των πυρηνικών όπλων απασχόλησε μόνο τη γενιά των γονιών μου και, επιδερμικά, τις δικές μας, μέχρι και τη δεκαετία του '80. Μοιάζει με ένα επεισόδιο (μείζον και παραδειγματικό βέβαια) από τον αιώνα των άκρων, κατεξοχήν ακραίο και το ίδιο αλλά αδιάφορο για τον κόσμο του 2000 και τις δικές του συλλογικές αγωνίες.
Ο φόβος της βόμβας ή το άγχος της πυρηνικής εποχής δεν έγινε ποτέ κάτι πραγματικό και μαζικό. Για δεκαετίες λειτούργησε σαν σύνθημα και ευκαιρία κινητοποίησης ενός «φιλειρηνικού ακτιβισμού» που στην Ελλάδα υπήρξε απλώς ένα όχημα αντιαμερικανισμού.
Ο φόβος της βόμβας ή το άγχος της πυρηνικής εποχής δεν έγινε ποτέ κάτι πραγματικό και μαζικό. Για δεκαετίες λειτούργησε σαν σύνθημα και ευκαιρία κινητοποίησης ενός «φιλειρηνικού ακτιβισμού» που στην Ελλάδα υπήρξε απλώς ένα όχημα αντιαμερικανισμού.
Για τη γενιά των αριστερών του '60 ή του '70, το Ναγκασάκι και η Χιροσίμα ήταν απλώς μαζικά εγκλήματα των Αμερικανών και πράξεις απειλής εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Πολύ λιγότεροι ήταν όσοι αισθάνθηκαν την πυρηνική εποχή ως γενικότερο οντολογικό κίνδυνο μέσα από ασύλληπτης έντασης τεχνολογικές προκλήσεις στην ανθρωπότητα. Και μόνο μετά το 1989 ήρθαν καθυστερημένα τα έργα ενός Γκίντερ Άντερς ή ενός Χανς Γιόνας για να φωτίσουν πλευρές αυτού του οντολογικού κινδύνου πέρα από τη συνθηματολογία και τις ευκολίες της πολιτικής ρητορικής.
Αυτό όμως που με εντυπωσιάζει είναι η κατοπινή πλήρης αδιαφορία γι' αυτή τη διάσταση της σύγχρονης πλανητικής πολιτικής. Με μια έννοια συνέβη το εξής: μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά. Μαζί με τους στρατευμένους φιλειρηνισμούς και τους παλιάς κοπής «αντιαμερικανισμούς» συρρικνώθηκε και η ευαισθησία για τους κινδύνους της πυρηνικής εποχής.
Και δεν είναι μόνο το τέλος του ψυχρού πολέμου, η κατάρρευση του κομμουνισμού και η άνοδος νέων τεχνολογικών προκλήσεων που το έφεραν αυτό. Δεν είναι μόνο η αίσθηση πως η αποτροπή και οι αμοιβαίοι υπολογισμοί των κρατών θα κρατούν πάντα υπό έλεγχο τα «κλειδιά των πυρηνικών».
Είναι το βαρύ και ανησυχαστικό ότι έχει σχεδόν χαθεί η αίσθηση της ευθύνης για τέτοια μεγάλα ζητήματα. Το τέλος του εικοστού αιώνα συνοδεύτηκε από την αυταπάτη πως το μεγάλο Κακό εξέλιπε, ότι θα ζήσουμε στο εξής μόνο με περιορισμένα γεγονότα και τοπικής εμβέλειας θανατικά. Ο κόσμος έμπαινε στην τροχιά της προφύλαξης, των έγκαιρων προειδοποιήσεων, της αμοιβαίας ανοχής ή έστω της μάχης κάποιων κανονικών πλειοψηφιών με ασήμαντες αριθμητικά ομάδες τρομοκρατών (που μπορεί να προκαλέσουν εκατοντάδες ή χιλιάδες θύματα αλλά όχι τα νούμερα μιας Χιροσίμα).
Πολύ πιο σημαντική είναι η γενικότερη χαλάρωση και ατομική λήθη που συνοδεύει τη ζωή στις σημερινές δυτικές κοινωνίες. Παρά τα προβλήματα, τις οικονομικές κρίσεις ή τις ταυτοτικές και εθνικιστικές συσπειρώσεις, η αποσυσπείρωση είναι ο κανόνας: η αβεβαιότητα ρυθμίζεται με δόσεις αδιαφορίας, ρουτινιάρικης επιμονής, ψηφιακού περιηγητισμού. Πολιτικά, έχει γίνει αδιανόητο το ενδεχόμενο να «αντιταχτεί κανείς» στα πυρηνικά ή σε άλλα τέτοιας κλίμακας δεδομένα της πλανητικής πολιτικής.
Η ισχύς, η πολυπλοκότητα, η σχεδόν υπερβατική διάσταση των πλανητικών προβλημάτων υπενθυμίζει την πολιτική μας ασημαντότητα. Οι άνθρωποι απλώς δεν θέλουν να βάζουν και άλλα στο κεφάλι τους και ιδίως πράγματα για τα οποία «δεν γίνεται τίποτα».
Πάλι λοιπόν συναντούμε την ειρωνεία της Ιστορίας. Κάποτε, λίγες γενιές πριν, περίσσευε η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της ανθρώπινης πολιτικής βούλησης. Όλο το ιδεολογικό πάθος παιζόταν γύρω από την πίστη πως «μπορούμε να μετακινήσουμε βουνά».
Σήμερα, αυτή η πίστη έχει εκπέσει ως πολιτική φιλοδοξία. Έχει διαλυθεί στους αυτοματισμούς και στις άπειρες πράξεις δημιουργικότητας στην επιστήμη, στις τεχνολογίες, στις πρακτικές. Δεν είναι πια φλογερή πίστη αλλά cool εμπιστοσύνη ότι βρισκόμαστε μέσα σε ένα δημιουργικό χάος, σε μια κατάσταση περιδίνησης όπου δεν βρίσκεις νόημα αλλά, σε τελική ανάλυση, όλα λειτουργούν. Ή θα λειτουργήσουν σε λίγη ώρα.
Γι' αυτό τον λόγο μας απορυθμίζουν τα ατυχήματα και οι φυσικές καταστροφές. Και οποιαδήποτε ρήξη στους ιστούς της καθημερινότητας, οποιαδήποτε ιώδης προσβολή ή αιμορραγικό επεισόδιο (στους αρμούς της συνήθειας) μας βγάζει εκτός εαυτού και μας πανικοβάλει.
Αντιθέτως, τα μεγάλα δεινά φαίνονται απρόσβλητα. Είναι εκεί, καρφωμένα στις επετείους τους, σκοτεινά άστρα που εκπέμπουν τρόμο και θλίψη – κάπου πίσω, αλλά όχι πια μέρος των δικών μας προβλημάτων.
Η Χιροσίμα, το Ναγκασάκι, τα πυρηνικά μανιτάρια πάνω από τα νησιά Μπικίνι έχουν ταριχευτεί στο Μουσείο της Φρίκης του εικοστού αιώνα. Όπως το Άουσβιτς, το Γκουλάγκ, οι Μένγκελε και οι Πολ-Ποτ μιας εποχής όπου ο ακραίος πειραματισμός περνούσε μέσα από το κράτος, την ιδεολογία και την πολιτική.
Εμείς απλώς έχουμε ξεχάσει ότι κατοικούμε ακόμα σε μια πυρηνική εποχή. Μας το θυμίζει ένας Κιμ ή ο αμερικανο-ιρανικός λεκτικός πόλεμος αλλά μέχρις εκεί. Ο κίνδυνος «ρυθμίστηκε» με κάποια πρωτόκολλα ασφαλείας και την απόφαση των περισσότερων παικτών της διεθνούς ζωής να μην παίξουν αυτό το χαρτί.
Σαν να αποφασίσαμε στα κρυφά αυτό που έλεγε ο Χάιντεγκερ στην περίφημη συνέντευξή του στο Spiegel: ότι μόνο ένας θεός μπορεί να μας σώσει. Και αυτή η «απόφαση», ανομολόγητη και ηττοπαθής, δείχνει πόσο πολύ μας τρομάζει η ευθύνη ως συγκεκριμένη δέσμευση και πόσο μας ευχαριστεί και μας βολεύει να τη σκεφτόμαστε σαν ένα αφηρημένο καλό.
σχόλια