Παρότι ο Μάριος Χάκκας έγραφε και ποιήματα –το πρώτο βιβλίο του από το 1965 ήταν ποιητικό– εντούτοις δεν γνώριζα πως θα μπορούσε να είχε γράψει λόγια με στόχο να γίνουν τραγούδι.
Έτσι ένιωσα μια κάποια έκπληξη, όταν ξεφυλλίζοντας ένα παλιό βιβλίο, τον τόμο «Χρονικό ’72» του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου Ώρα, είδα ανάμεσα ένα μελοποιημένο ποίημά του.
Ο Χάκκας είχε πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα, την 5η Ιουλίου 1972 στα 41 χρόνια του και το συγκεκριμένο ποίημα αφορούσε στην τελευταία βασανιστική περίοδο της ζωής του, όταν ο συγγραφέας του «Μπιντέ» και του «Κοινοβίου» μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία βιώνοντας, με το δικό του σπαρακτικό τρόπο, το επερχόμενο τέλος.
Το ποίημα είχε τίτλο «Η πόλη» και ήταν μελοποιημένο από τον κουνιάδο του Λάζαρο Κουζηνόπουλο. Όπως διαβάζω στον τόμο… ήταν γνωστό μόνο στο στενό οικογενειακό κύκλο του Χάκκα, ενώ και σήμερα ελάχιστοι φαίνεται να το γνωρίζουν ή να το θυμούνται.
Οι στίχοι, που σχετίζονται κατά πάσα πιθανότητα με την Καισαριανή, την πόλη στην οποία έζησε και δημιούργησε ο συγγραφέας, χρίζοντάς την διαρκή πρωταγωνίστρια του έργου του, ήταν οι εξής (διατηρώ την πρωτότυπη ορθογραφία):
Η πόλη
Σ’ αυτή την πόλη π’ όλο βρέχει
ελπίδα πια κανείς δεν έχει.
Διαλυμένη τρύπια ομπρέλλα
σώσε με συ από την τρέλλα.
Από την πόλη να γλυτώσω
πουλώ τα νειάτα μου όσο-όσο.
Σαν θα γυρίσεις απ’ τα ξένα
θα τα ’βρεις όλα πεθαμένα.
Μ’ ένα φτηνό καπαρτινάκι
δίχως δουλειά δίχως μεράκι
στέκομαι κάτω απ’ την αστρέχα
στο καφενείο παίζουν πρέφα.
Σ’ αυτή την πόλη π’ όλο βρέχει
ελπίδα πια κανείς δεν έχει.
Διαλυμένη τρύπια ομπρέλλα
σώσε με συ από την τρέλλα.
Αυτή είναι η μελοποίηση…
σχόλια