ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΑΓΓΕΛΑΚΟ
Σήμερα δεν θα τεμαχίσω το χρόνο σε μέρες, ώρες, λεπτά. Οι είκοσι μέρες που βρίσκομαι στη Λέσβο μοιάζουν με μία τεράστια ημέρα. Στα κείμενά μου οι ίδιες λέξεις παίζουν κυνηγητό μεταξύ τους. Κατά καιρούς ο πρόσφυγας χάνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του: τα μάτια του γίνονται ίδια με των άλλων, το βλέμμα του ίδιο κι αυτό. Τον καταπίνει ένας πληθυντικός, μονόχρωμος και ασαφής όπως η θάλασσα: ο πρόσφυγας γίνεται «πρόσφυγες». Τότε εμφανίζεται ο μεγαλύτερος φόβος μου: μην τυχόν και συνηθίσω.
Σήμερα θα φτιάξω τρία πορτρέτα. Θα πω τρεις μικρές ιστορίες. Από αυτές που έμαθα στο νησί.
Παπα Στρατής
Ήρθα στην Καλλονή εφτά ημέρες μετά το θάνατό του. Πέθανε πρόωρα, στα 57 του, από καρκίνο στους πνεύμονες. Κυκλοφορούσε χρόνια με μπουκάλες οξυγόνου. Οδηγούσε ένα μηχανάκι και πήγαινε συνέχεια πάνω κάτω. Το αυτοκίνητό του μονίμως χαλασμένο. Στις 2 Σεπτεμβρίου, στις 10 πρωί, βγήκε για τελευταία φορά «Στο Κόκκινο»: μίλησε με αγωνία για τις μαζικές αφίξεις των πρσφύγων· ζήτησε κουβέρτες και σλίπινγκ μπαγκ· διέκοψε τη συζήτηση γιατί η δύσπνοια δεν τον άφηνε να συνεχίσει.
Η τελευταία του φίλη ήταν μια Σομαλή που νοσηλευόταν κι αυτή στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης. Καρκίνος, νομίζω, ή κάτι τέτοιο. Προσπάθησε να τη βοηθήσει: να της βρει χρήματα για να επιστρέψει με ταξί στον καταυλισμό. Δεν τα κατάφερε. Η Σομαλή έφυγε με τα πόδια μόλις πήρε εξιτήριο. Λίγες μέρες αργότερα πέθανε. Οι γιατροί είπαν πως δεν έπρεπε να περπατήσει. Στο νεκροταφείο του Αγίου Παντελεήμονα, στην πόλη, μου δείξανε τον τάφο της: ένα βουναλάκι από χώμα. Κάπου εκεί πάνω, ο παπα Στρατής στενοχωριέται ακόμα.
Ο γιος του κι εκείνοι που τον γνώρισαν καλά τον λένε «αντάρτη» ή «ανταρτόπαπα». Η παπα Στρατούλα μου έδειξε μια φωτογραφία του: ο νους μου πήγε στους καζαντζακικούς παπάδες. Δεν έχω ξαναδεί βλέμμα να τρυπάει τόσο ακαριαία τη φωτογραφία, να σε καρφώνει. Το πένθος της οικογένειας είναι άγριο ακόμα: δεν θα πω τίποτα απ' όσα μου εκμυστηρεύτηκαν. Δεν παίζω μ' αυτά.
Θα πω δυο τρία πράγματα από αφηγήσεις τρίτων. Ως αντάρτης ο παπα Στρατής δεν ήταν αρεστός σε όλους, δεν γινόταν να είναι. Η δυσμένεια με την οποία τον αντιμετώπιζε ο δεσπότης Μυτιλήνης είχε στείλει τον πιο άξιο παπά του νησιού στην πιο μικρή ενορία: στο Κεράμι, με τους 100 ενορίτες. Κι εκεί ακόμη, δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια: πήρε ΕΣΠΑ κι αναπαλαίωσε την εκκλησία. Τα απογεύματα καθόταν συχνά στο απέναντι σκαλί και κοίταζε ευχαριστημένος το έργο του.
Το πτυχίο του στη Θεολογική Σχολή τού εξασφάλισε δύο προτάσεις: Στρατιωτικός Ιερέας και μετάθεση στην Ουόσινγκτον. Τις αρνήθηκε και τις δυο. Αργότερα έλεγε, πως η παραμονή του στο νησί «ήταν θέλημα Θεού.» Μου λένε πως είχε μόνο ένα ράσο που το μπάλωνε μόνος του. Μου λένε πως κανείς ποτέ δεν έμαθε κι ούτε θα μάθει πόσο κόσμο βοήθησε. Με τα χρήματα από τα ευχέλαια αγόραζε κρέας για τις φτωχές οικογένειες. Έστελνε τις τσιγγάνες στο φαρμακείο να πάρουν γάλα για τα παιδιά τους και το πλήρωνε εκείνος. Ήταν φτωχός. Έφτιαξε ένα σπίτι με στεγαστικό δάνειο. Στην οικογένειά του άφησε μόνο χρέη. Το αυτοκίνητό του είναι χαλασμένο ακόμα.
Δεν υπήρχε τίποτα που να τον σταματήσει. Έφτιαξε την Αγκαλιά. Γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους. Η φήμη μου διαδόθηκε στο εξωτερικό. Τη μέρα του θανάτου του, το σκίτσο όπου κρατάει στα χέρια του τον μικρό Αϊλάν και κινούν για τον Παράδεισο, τον κάνει γνωστό και σ' αυτούς που αγνοούσαν μέχρι τότε την προσφορά του. Σε μια μικρή κοινωνία, όπως η Καλλονή, η φήμη προξενεί αντιπάθειες και φθόνο: είπαμε, ο παπα Στρατής ήταν αντάρτης.
Στη Σκάλα, η Ταξιαρχούλα, με τον παραδοσιακό φούρνο, με πρωτοείδε με τον γιο του, τον Μιχάλη· από τότε, κάθε μέρα με φιλεύει και κάτι. Μια φαρμακοποιός στην Καλλονή, με το που έμαθε πως είμαι εθελοντής στην Αγκαλιά του παπα Στρατή, μου χάρισε το δικό της αντισηπτικό, μιας και κάτι Ολλανδέζες ακτιβίστριες δεν είχαν αφήσει ούτε δείγμα. Η Αγλαϊα στο περίπτερο της Σκάλας μου λέει πόσο σοφά την καθοδήγησε στα αδιέξοδα της ζωής της. Το τελευταίο πρωινό, χωρίς καν να γνωρίζει πως ο πνευματικός της βρισκόταν στο νοσοκομείο, του τηλεφώνησε τρεις φορές: οι κλήσεις της έμειναν αναπάντητες. Η μάνα της λέει για τον γύφτο στην κηδεία που σπάραζε στο κλάμα. Τον ρώτησε γιατί κλαίει. Της απάντησε πως ο παπα Στρατής είχε φτιάξει όλα τα δόντια του γιου του.
Κανείς ποτέ δεν θα μάθει πόσα έκανε ο παπα Στρατής για τους αναγκεμένους. Τι έκανε. Ούτε καν η οικογένειά του. Ο ίδιος προφανώς θα μου θύμωνε για όσα γράφω εδώ. Ας τον είχα γνωρίσει, κι ας μου θύμωνε.
Χαμίντ
Eίναι βραχύσωμος και αδύνατος. Έχει μια γενειάδα που σε μπερδεύει ως προς την ηλικία του. Μιλάει καλά ελληνικά, λίγο διστακτικά. Μιλάει και αγγλικά. Είναι διερμηνέας για όσους μιλούν αφγανικά, φαρσί, αραβικά. Έφτασε στη Λέσβο το 2007. Ήρθε από το Αφγανιστάν: δεν ήταν η πρώτη φορά που προσπάθησε να περάσει την Ελλάδα.
Πέντε φορές, πέντε προσπάθειες: μόνο η τελευταία ήταν πετυχημένη. Την πρώτη τους βάλανε οι Τούρκοι διακινητές σ' ένα φουσκωτό. Δεν είχε εξωλέμβιο, τους δώσανε έξι κουπιά. Ο Χαμίντ και οι συμπατριώτες του βλέπανε για πρώτη φορά στη ζωή τους θάλασσα. Κουπί, για πρώτη φορά. Στα ελληνικά χωρικά ύδατα τους σταμάτησε το Λιμενικό. Ο Χαμίντ έπεσε στη θάλασσα, τον βγάλανε. Τους σκίσανε τις βίζες και ό,τι χαρτιά είχανε πάνω τους. Τους πήρανε όλα τους τα χρήματα, τα ρολόγια, τα δαχτυλίδια που είχαν από τις οικογένειές τους. Τους πήρανε τα κινητά τελευταίας τεχνολογίας, τα παλιά τα πετάξανε στη θάλασσα. «Ο βυθός ανάμεσα Τουρκία και Ελλάδα είναι στρωμένος με κινητά», αστειεύεται ο Χαμίντ. Οι άντρες του Ελληνικού Λιμενικού έκαναν μια τρύπα στο φουσκωτό. Τους πήρανε τα 5 από τα 6 κουπιά και τους αφήσανε να γυρίσουν στα τουρκικά παράλια με το ένα.
Αλλά αυτή δεν ήταν η χειρότερη φορά. Η σύλληψή του από την Τουρκική αστυνομία στον Έβρο, η κράτησή του στις συνοριακές φυλακές, 300 άτομα σε δυο δωμάτια, το σταμάτημα του χρόνου, το φαγητό που του γυρνούσε τα σωθικά με την μπόχα του και η επακόλουθη απέλασή του, τον στοιχειώνουν ακόμη. Για να επιβιώσει υποκρίθηκε τον κωφάλαλο. Το έκανε τόσο καλά που ως και οι φίλοι του πίστεψαν πως το είχε πάθει από το σοκ.
Η πέμπτη του απόπειρα οδήγησε ξανά στη σύλληψή του: οι Έλληνες αστυνομικοί τον πέρασαν από τη Μυτιλήνη και τον μετέφεραν στην Παγανή. Μου περιγράφει το συναίσθημα του να μην ξέρεις πού σε πηγαίνουν. Στην Παγανή, ένας διερμηνέας που δεν ξέρει καλά τα αραβικά, καταγράφει λάθος την ηλικία του Χαμίντ, και από 21 χρονών τον κάνει 17. Τον φορτώνουν και πάλι σ' ένα λεωφορείο της αστυνομίας και τον στέλνουν στο κέντρο υποδοχής ανηλίκων στην Αγιάσο: στο πρόσωπο μιας Ιταλίδας, της κυρίας Άννας, ο ανήλικος-ενήλικος Χαμίντ θα βρει μια μητέρα. Και ίσως στο πρόσωπο του παπα Στρατή, έναν πατέρα.
Ενηλικιώνεται, για τα καλά αυτή τη φορά. Δεν έχει μία, δεν μπορεί να φύγει απ' το νησί. Αποφασίζει να δουλέψει. Για να δουλέψει πρέπει να μάθει Ελληνικά. Πηγαίνει στο σχολείο. Κάνει ό,τι δουλειά τού τυχαίνει: στα χωράφια, στις οικοδομές. Τα χρήματα που μαζεύει τα στέλνει στον κολλητό του στη Γερμανία και στους άλλους φίλους του στην Ευρώπη. Εκείνοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Κι ύστερα, η Μυτιλήνη είναι η μοίρα του.
Βρίσκει μια Aγγλίδα. Στο τέλος του καλοκαιριού, εκείνη γυρίζει στη χώρα της. Επικοινωνούν μέσω skype. Του μαθαίνει αγγλικά, της μαθαίνει αραβικά. Τον γνώρισα στην Αγκαλιά. Αργότερα συναντηθήκαμε στο Μουσικό Καφενείο στην πόλη. Όποιος περνούσε μπροστά από το τραπέζι μας, τον χαιρετούσε. Ο Χαμίντ είναι η μασκώτ της Μυτιλήνης.
Μιλάει καθημερινά με διεθνείς ΜΚΟ. Ενημερώνει, δουλεύει ως διερμηνέας, συνοδεύει αποστολές. Βοηθάει τους πρόσφυγες, θα τον δεις στα πιο καίρια σημεία από τη Συκαμιά μέχρι τα κέντρα υποδοχής. Μου λέει για τον παπα Στρατή που τον έλεγε «Ταλιμπάν». Τον είδε για τελευταία φορά, λίγες μέρες προτού πεθάνει. Ο παπάς τον κοίταξε και του είπε χαμογελώντας του: «Ταλιμπάν, καμιά μέρα θα με βάλουν φυλακή για χάρη σου.»
Το πρωινό που τον συναντάμε με τη Βάνια, ο Χαμίντ έχει ραμαζάνι. Δεν τρώει τίποτα, δεν πίνει ούτε νερό. Το απόγευμα ετοιμάζεται να τρέξει 20 χιλιόμετρα, προπονείται για τον Μαραθώνιο της Αθήνας. Τον ρωτάω αν θ' αντέξει, νηστικός καθώς είναι όλη μέρα. Μου λέει «πάω πιο γρήγορα έτσι».
Χανίμ
Το όνομά της σημαίνει κάτι τρυφερό, όπως μια αγκαλιά ή ένα φιλί. Με μαθαίνει να το προφέρω: το «Χα» χτυπάει στον ουρανίσκο, και τραβάς μαλακά το «ι» μέχρι να σβήσει. Είναι 19 χρονών, με καταγωγή από τη Συρία και το Κουρδιστάν. Έφτασε με μια παρέα αγοριών, το μακιγιάζ της βαρύ, το χτένισμά της αντιστεκότανε στον αέρα και στο αλάτι. Μιλούσε αγγλικά, μας βοήθησε στη συνεννόηση με τους άλλους Σύριους. Γνωρίστηκε με τη Λιάνα. Εκείνη την «υιοθέτησε». Την πήρε στο σπίτι των φίλων της, στην Πέτρα. Την άλλη μέρα περάσανε με το αυτοκίνητο από την πλατεία για να με πάνε στην Αγκαλιά. Δεν την αναγνώρισα. Ήταν φρεσκολουσμένη και άβαφη. Ένα κοριτσάκι.
Έμεινε κάμποσες μέρες μαζί μας. Μας βοηθούσε. Μετά την έπιασε αδημονία να φύγει. Τα αδέρφια της ζουν στη Νορβηγία. Εκείνη θέλει να πάει στη Δανία. Κλαίει δυο τρεις μέρες συνέχεια. Κλαίει γιατί φοβάται. Γιατί δεν μπορεί να σταματήσει το φόβο.
Μου δείχνει ένα μήνυμα στο κινητό της. Κάποιος φίλος της την ειδοποιεί στα αγγλικά για τους κινδύνους του ταξιδιού. Της ζητάω να μου προωθήσει το sms στο κινητό μου. Γράφει: «Από τη Λέσβο στην Αθήνα, την πρωτεύουσα, κι από κει ένα δύσκολο ταξίδι με λεωφορείο για την Ειδομένη. Εκεί σε βάζουν σε στρατιωτική αμαξοστοιχία για τα σύνορα της Σερβίας. Στη Σερβία μένεις σε ένα στρατόπεδο, 12 ώρες, οι στρατιώτες σου κάνουν σωματικό έλεγχο, παίρνουν τα χαρτιά σου και σε αφήνουν να φύγεις, δεν έχεις πουθενά να κοιμηθείς, ο σταθμός των λεωφορείων είναι κοντά. Φτάνεις στα σύνορα της Κροατίας και παίρνεις το τρένο για την Ουγγαρία. Υπάρχει μόνο ένα τρένο τη μέρα, ο κόσμος είναι πάρα πολύς, κι αυτό είναι πρόβλημα. Από την Ουγγαρία με άλλο τρένο στη Βιέννη, κι από κει πάλι με τρένο στη Γερμανία.»
Είναι 19 χρονών. Το όνομά της σημαίνει κάτι τρυφερό. Καταλαβαίνω γιατί φοβάται.
Η Λιάνα βοήθησε τη Χανίμ να συντομεύσει τη διαδρομή της. Βγάλανε αεροπορικό εισιτήριο για τη Θεσσαλονίκη. Όταν φτάσανε για τσεκ ιν, οι κυρίες στο γκισέ διαπίστωσαν ένα λάθος γράμμα στο όνομά της, ανάμεσα στη βίζα της στα ελληνικά χαρτιά που της έδωσαν στο Καρά Τεπέ. Την ανάγκασαν να ξαναβγάλει εισιτήριο. Μυτιλήνη-Θεσσαλονίκη, 200 ευρώ.
Τα τελευταία της νέα είναι πως συνάντησε στην Ειδομένη μια οικογένεια προσφύγων από την Αγκαλιά. Την πήρανε μαζί τους. Τώρα μπορεί να είναι στη Σερβία. Ή στην Κροατία. Δεν ξέρω πού. Ίσως να φοβάται λιγότερο.
σχόλια