Γεννήθηκα στην οδό Θεμιστοκλέους 27 στα Εξάρχεια, σε μια ιδιότυπη πολυκατοικία που υπάρχει ακόμα. Οι γονείς μου ήταν οδοντίατροι, αν και η μητέρα μου σταμάτησε νωρίς να εργάζεται. Τα Εξάρχεια, που τότε τα έλεγαν Νεάπολη, ήταν μια αστική περιοχή όπου κυριαρχούσαν τα μεγάλα σπίτια. Η πλατεία ήταν πρωτόγονη, ένας χωματόδρομος με μια αποθήκη που πουλούσε κάρβουνα και ξύλα και μια ταβερνούλα με τραπεζάκια. Σχολείο πήγαινα στο Πειραματικό απέναντι από τον Άγιο Διονύσιο, αν και όλα τα χρόνια της Κατοχής και μέχρι το ’49 σχεδόν ήταν επιταγμένο. Κάθε χρόνο στεγαζόμασταν σε διαφορετικό κτίριο. Στο Δημοτικό είχα συμμαθητή τον Νίκο Κούρκουλο, τον οποίο ξαναβρήκα όταν έγινε ηθοποιός και έπαιξε στην ταινία Η κυρία δήμαρχος του φίλου μου Ροβήρου Μανθούλη. Συμμαθητής και φίλος μου ήταν και ο Σπύρος Σημίτης, αδελφός του Κώστα, ο οποίος ήταν δύο χρόνια μικρότερος και συμμαθητής με τον Νίκο Πουλαντζά.
• Ακριβώς μπροστά στο σπίτι μου κατέληγε η οδός Γραβιάς, όπου βρίσκονταν δύο από τα πιο διάσημα μπορντέλα της εποχής. Όποτε περνούσα απ’ έξω κοντοστεκόμουν και έριχνα μια ματιά. Δεν αισθάνθηκα ποτέ την εποχή μου συντηρητική γιατί ο κύκλος μας ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες και προηγμένοι άνθρωποι για τα δεδομένα της εποχής. Εξέφραζαν πράγματα που αργότερα αναπτύχθηκαν ακόμα περισσότερο. Οι φίλοι του πατέρα μου ήταν γιατροί, κάποιοι αριστεροί, και ο ίδιος φιλελεύθερος, παλιός βενιζελικός· εγώ, σιγά σιγά, έγινα πιο αριστερός, καθώς μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον διόλου καταπιεστικό, δεν μου έλεγαν προς τα πού να πάω.
• Θυμάμαι ότι την πρώτη μου ταινία δεν την είδα ολόκληρη. Ήμασταν διακοπές στην Αιδηψό με συγγενείς και ένα βράδυ, ήμουν δεν ήμουν έξι χρονών, με έβαλε η μητέρα μου να κοιμηθώ κι εκείνη βγήκε για φαγητό. Ήρθαν, όμως, τα μεγαλύτερα ξαδέλφια μου και με πήραν μαζί τους σε ένα θερινό σινεμά. Έπαιζε τους Λογχοφόρους της Βεγγάλης, μια ταινία στην αγγλική πολεμική παράδοση που εξελίσσεται στην Ινδία που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ξαφνικά εμφανίστηκε η μάνα μου, με άρπαξε από το αυτί και με πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι. Την είδα ολόκληρη πολύ αργότερα, σε DVD.
Η Βλάχου δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει την κριτική που έγραφα. Με φώναζε στο γραφείο της, εγώ πήγαινα και στεκόμουν όρθιος μπροστά της και μου έλεγε «κύριε Μπακογιαννόπουλε, γράφετε για τους φίλους σας, γιατί δεν γράφετε πιο απλά;». Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι που της είπα: «Αυτός είναι ο τρόπος μου, κάποιοι με εκτιμούν γι’ αυτόν τον τρόπο».
• Η Πανεπιστημίου, που δεν απείχε πολύ από το σπίτι μου, ήταν γεμάτη κινηματογράφους: το Τιτάνια, το Ρεξ, όπου στεγαζόταν το Σινεάκ για παιδικές ταινίες, μετά το Ιντεάλ, απέναντι το Πάνθεον, στην Ομόνοια το Κοτοπούλη και πολλά άλλα. Αποτελούσε βασική διασκέδαση και στην Κατοχή, η οποία δεν είχε μόνο τη ζοφερή όψη που ξέρουμε αλλά και καθημερινότητα, οι άνθρωποι πήγαιναν σινεμά. Θυμάμαι λίγο μεγαλύτερος ένα γεγονός. Το 1942 πήγα με τη μητέρα μου στο Ρεξ να δούμε τον Μινχάουζεν του Γιόζεφ φον Μπάκι, ταινία με τρομερά εφέ, και είχε τόσο πολύ κόσμο που μπήκαμε σπρώχνοντας.
• Η μεγάλη πείνα του ’43 χτύπησε κι εμάς. Διάβασα πολλά χρόνια αργότερα τις σπαρακτικές επιστολές του πατέρα μου στην αδελφή του στη Λαμία που της έγραφε να στείλει ό,τι μπορούσε γιατί δεν ήξερε αν θα επιβιώναμε, και ότι κινδύνευα να πεθάνω. Αλλά και πώς να στείλεις, η Αθήνα περιβαλλόταν από μπλόκα που έλεγχαν οι Ιταλοί. Δεν μπορούσες ούτε να μπεις ούτε να βγεις. Ο δρόμος για Λαμία και Θεσσαλονίκη ήταν η έξοδος από τα Λιόσια. Δεν μπορούσαν να διακινηθούν εμπορεύματα, έτσι δημιουργήθηκε η μαύρη αγορά. Κάποιοι Έλληνες, δίνοντας μίζα στους Ιταλούς, έβαζαν μέσα τρόφιμα τα οποία πουλούσαν σε εξωφρενικές τιμές.

• Ο πατέρας μου ήρθε από τη Λαμία να σπουδάσει οδοντίατρος, αλλά ήθελε να γίνει ηθοποιός και πήγε στη Σχολή του Εθνικού, όπου είχε συμμαθητές τον Ροντήρη και τον Γλυνό. Το έμαθε ο πατέρας του και του μήνυσε ότι δεν θα έπαιρνε από εκείνον ούτε δραχμή αν συνέχιζε. Στη βιβλιοθήκη του υπήρχε το εξάτομο γαλλικό Λαρούς, εγκυκλοπαίδειες και πολλά βιβλία. Ήταν μελετηρός και ήπιος άνθρωπος, εξού και βρέθηκε υπό τις διαταγές της μάνας μου, η οποία ήταν το ισχυρό πρόσωπο της οικογένειας. Ήμασταν μονίμως σε κόντρα. Ουδέποτε δέχτηκε την εξέλιξη της καριέρας μου. Ήθελε να είχα πάει στο διπλωματικό σώμα.
• Τα δύο τελευταία χρόνια του οκτατάξιου γυμνασίου άρχισα να βλέπω συστηματικά ταινίες. Ο Έσπερος απέναντι από το Αττικόν έπαιζε αποκλειστικά γαλλικό σινεμά. Τα μελοδράματα ήταν εκείνα που είχαν τη μεγαλύτερη επιτυχία. Θυμάμαι τα Παιδιά της αμαρτίας του Ραφαέλο Ματαράτσο, το οποίο είχε κάνει 330.000 εισιτήρια, τεράστιο νούμερο για την Αθήνα της εποχής εκείνης. Είχε κολλήσει για πέντε συνεχόμενους μήνες στο Τιτάνια, μια αίθουσα 1.300 θέσεων. Οι πρώτες ελληνικές ταινίες άρχισαν να γυρίζονται μέσα στην Κατοχή και μετά το 1945 μέχρι και δυο-τρεις τον χρόνο. Εμένα με ενδιέφερε το ξένο σινεμά, που ήταν πιο ανεπτυγμένο. Παράλληλα, διάβαζα πολλή λογοτεχνία. Από μικρός έκανα γαλλικά και από τα 16 μου, μετά από συνέντευξη με τον ίδιο τον Μιλιέξ, παρακολούθησα τις ανώτερες τάξεις του Γαλλικού Ινστιτούτου.
• Αποφάσισα να πάω στη Νομική, θεωρώντας ότι αποτελούσε μια λύση. Θα αφιέρωνα στη δικηγορία όσο χρόνο ήθελα και παράλληλα θα μελετούσα το σινεμά. Ήξερα ότι η οικογένειά μου, δηλαδή η μητέρα μου, δεν θα με άφηνε να ασχοληθώ επαγγελματικά με τον κινηματογράφο. Διάβαζα ήδη τις κριτικές του Μάριου Πλωρίτη στη φιλελεύθερη εφημερίδα «Ελευθερία», αλλά δεν είχα διανοηθεί τότε ακόμα ότι θα έγραφα και ο ίδιος κριτική.
• Λίγο πριν τελειώσω το γυμνάσιο άρχισα να πηγαίνω στην Κινηματογραφική Λέσχη στο Άστυ. Η Αγλαΐα Μητροπούλου είχε ιδρύσει το 1951 την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών (ΕΚΚΑ) και κάθε Κυριακή πρωί έβλεπα ταινίες. Ακολουθούσαν συζητήσεις στις οποίες σιγά σιγά άρχισα να συμμετέχω και να κάνω ερωτήσεις. Σε λίγο έγινα το χαϊδεμένο τους παιδί. Ήμουν πρωτοετής φοιτητής όταν μου έδωσαν την ευκαιρία να κάνω εισηγήσεις, ενώ καμιά φορά διηύθυνα τη συζήτηση που ακολουθούσε. Η Μητροπούλου έπαιζε ό,τι μπορούσε, ενώ της έστελνε ταινίες και ο Ανρί Λανγκλουά, ο διευθυντής της Ταινιοθήκης της Γαλλίας – βέβαια, υπήρχε το πρόβλημα των υποτίτλων. Οι μεγάλες εταιρείες διανομής είχαν την υποχρέωση, μετά τη λήξη της προβολής μιας ταινίας, να καταστρέψουν την κόπια. Υπήρχε και μια ιεροτελεστία καθώς έβαζαν τη μπομπίνα κάτω και την τσάκιζαν με τσεκούρι. Αυτοί παρανομούσαν και δεν το έκαναν, οπότε τις έκρυβαν στα υπόγεια του Χόλιγουντ της πλατείας Κάνιγγος. Κάποιες από αυτές, κλασικές, τις έπαιζε η Ταινιοθήκη που βρισκόταν στην Κανάρη, μέχρι που άρχισαν οι έλεγχοι και σταμάτησε.

• Ως καλλιεργημένος θεατής ήθελα να πάω στο Παρίσι για να χωθώ στο μαγικό σύμπαν του κινηματογράφου. Δεν είχα στο μυαλό μου κάτι επαγγελματικό. Βρήκα ένα φτηνό εισιτήριο, το οποίο πλήρωσα χάρη στις πρώτες μου μεταφράσεις στον Γκοβόστη. Έφυγα με μια επιστολή της Μητροπούλου προς τον Λανγκλουά για να με αφήσει να παρακολουθώ προβολές στη Γαλλική Ταινιοθήκη. Ήταν καλοκαίρι του 1956, μετά τις εξετάσεις μου στη Νομική. Φτάνω στη Cinémathèque και ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν η Μαίρη Μερσόν, βοηθός του Λανγκλουά. Λέω ότι έχω μια συστατική για εκείνον, αλλά έλειπε. Ενθουσιασμένος, τη ρωτάω ποια η σχέση της με τον σπουδαίο σκηνογράφο του Ρενέ Κλερ, Λαζάρ Μερσόν – ήταν η γυναίκα του. Τότε έρχεται μια άλλη μικροκαμωμένη γυναίκα, η οποία μου συστήθηκε ως Μαρί Έπσταϊν. Ρωτάω αν συνδεόταν με τον σκηνοθέτη. Ήταν η αδελφή του. Τέλος, εμφανίστηκε και μια τρίτη κυρία, η Λότε Άισνερ. «Α, μόλις τέλειωσα το βιβλίο σας για τον γερμανικό εξπρεσιονισμό!» της είπα εκστασιασμένος. Μετά και από αυτό η Μερσόν με προσκάλεσε σε γεύμα για να περιμένουμε να γυρίσει ο Λανγκλουά. Όταν εμφανίστηκε, του είπε: «Αυτός ο νεαρός ξέρει τα πάντα για το σινεμά, αλλά δεν έχει δει καμία ταινία».
• Στο Παρίσι έμεινα δύο μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Λανγκλουά με αντιμετώπισε με μεγάλη συμπάθεια. Είχε γεννηθεί στη Σμύρνη και καθώς είχε Ελληνίδα νταντά, μιλούσε λίγα ελληνικά. Όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψω στην Ελλάδα, μου ζήτησε να κάνω ένα σύντομο ντοκιμαντέρ, «making of», όπως θα λέγαμε σήμερα, με τον Ντασέν που γύριζε στην Κρήτη το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (Celui qui doit mourir). Δέχτηκα, έχοντας στο μυαλό μου τον φίλο κινηματογραφιστή Φώτη Μεσθεναίο. Μου έδωσε χρήματα για το ταξίδι και υψηλής ποιότητας φιλμ. Φυσικά, τις εξετάσεις του φθινοπώρου τις αγνόησα για να πάμε στα γυρίσματα, όπου γνώρισα τη Μελίνα και τον Ντασέν. Αμέσως μετά επέστρεψα στη Γαλλία. Αυτήν τη φορά η Cinémathèque μου πρόσφερε ένα επιμίσθιο με υποχρέωση δουλειές γραφείου. Η διαμονή μου, όπως και την πρώτη φορά, ήταν υπό δύσκολες συνθήκες, καθώς με φιλοξενούσε μια μακρινή μου ξαδέλφη στο ελάχιστων τετραγωνικών διαμέρισμα στον 6ο όροφο μιας παλιάς οικοδομής, όπου κοιμόμουν στο πάτωμα.
• Συνδέθηκα φιλικά με τον Αμερικανό θεωρητικό Τζέι Λέιντα που μετέφρασε όλα τα βιβλία του Αϊζενστάιν, του οποίου ήταν μαθητής. Τότε έγραφε το περίφημο «ΚΙΝΟ - Μια ιστορία του ρωσικού και σοβιετικού φιλμ» και κάθε πρωί έβλεπε σε ειδικές προβολές ρωσικές ταινίες. Κόλλαγα κι εγώ από δίπλα και όσες δεν είχαν υπότιτλους μου τις εξηγούσε εκείνος.
• Έπρεπε να επιστρέψω και να πάρω πτυχίο. Το πήρα, αλλά δεν το είδα ποτέ. Γνωρίζω τον Γρηγόρη Γρηγορίου, που ήταν διευθυντής σπουδών στη Σχολή Σταυράκου, και μου προτείνει να διδάξω τρία κρίσιμα μαθήματα: θεωρία, ιστορία και κριτική του κινηματογράφου. Ξεκίνησα το 1958 και έμεινα μέχρι το 1976. Όλη πρώτη γενιά του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου ήταν μαθητές μου. Ο Κολλάτος, που μόλις πέθανε, ήταν μαθητής μου. Ο Βούλγαρης με φωνάζει ακόμα «δάσκαλε».


• Άρχισα να χώνομαι όλο και πιο πολύ στο σινεμά. Υπήρχε μια διαφημιστική εταιρεία των Μαρσέλ Γιοέλ και Γεράσιμου Αποστολάτου που ήθελε να κάνει ένα κινηματογραφικό περιοδικό. Μου ζήτησαν να το φτιάξω εγώ. Έτσι βγήκε το 1960 το «Κινηματογράφος - Θέατρο», αλλά κυκλοφόρησαν μόλις τέσσερα τεύχη γιατί δεν ήρθαν διαφημίσεις. Στο πρώτο τεύχος δημοσίευσα την πρώτη μου συνέντευξη με τον Μιχάλη Κακογιάννη που τότε γύριζε την Ερόικα. Είχα στο πλευρό μου τον Λέοντα Λοΐσιο.
• Φυσικά, εξακολουθούσα να ζω στο σπίτι των γονιών μου. Τότε γνώρισα τη γυναίκα μου, Νατάσα, κόρη του Γιώργου Αποστολόπουλου, αρχισυντάκτη τότε στο «Βήμα». Είχαμε μια χαλαρή σχέση, ήμασταν ανήσυχα πρόσωπα, αλλά κάποια στιγμή η μητέρα μου μού έβαλε την ιδέα του γάμου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου. Παντρευτήκαμε 1η Απριλίου του 1962. Έπρεπε να βρω δουλειά. Συμμετείχα σε διαγωνισμό του ΕΛΚΕΠΑ όπου πέρασα πρώτος. Επειδή είχα αναλάβει να κάνω ένα ντοκιμαντέρ μαζί με τον Λοΐσιο, που μου ανέθεσε ο Ρούσσος Κούνδουρος για το υπουργείο Τύπου σχετικά με την ανάπτυξη της Ελλάδας, τους είπα ότι θα έπιανα δουλειά τον Σεπτέμβριο και δέχτηκαν! Αργότερα ήρθα σε σύγκρουση με το διοικητικό συμβούλιο και παραιτήθηκα.
• Είχα αρχίσει να γίνομαι γνωστός, συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να ζήσω από τον κινηματογράφο. Έχοντας γνωρίσει τον Μάριο Πλωρίτη, έγραφα ήδη κάποιες φορές κριτική στη θέση του υπογράφοντος ως intern. Στο μεταξύ γνωρίστηκα και με τον κύκλο των ανθρώπων του «Ταχυδρόμου». Τότε ήταν που βγήκαν οι «Εποχές» με διευθυντή τον Τερζάκη και γραμματέα σύνταξης τον Κωστή Σκαλιόρα. Εκεί δημοσιεύτηκε η μεγάλη μελέτη μου «Μια φαινομενολογία της αλλοτρίωσης» για την τριλογία του Αντονιόνι. Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύτηκε η Κάθοδος των εννιά του Θανάση Βαλτινού.
• Το διάστημα μέχρι τη χούντα ήταν μια χρυσή περίοδος για μένα. Καταρχάς, γνώρισα έναν κύκλο διανοουμένων γύρω από τον καθηγητή Άγγελο Αγγελόπουλο, ο οποίος εξέδιδε ένα εξαιρετικό περιοδικό που λεγόταν «Νέα Οικονομία». Μου ανέθεσε να γράφω κάθε μήνα ένα μεγάλο άρθρο γενικού ενδιαφέροντος. Παράλληλα, ανέλαβα στις «Εποχές» μια στήλη διεθνών καλλιτεχνικών γεγονότων και τέλος μια ραδιοφωνική εκπομπή για τον κινηματογράφο. Εν τω μεταξύ ο Πλωρίτης άφησε την «Ελευθερία», γιατί η εφημερίδα πήρε θέσει υπέρ των «Αποστατών», και πρότεινε εμένα να συνεχίσω στη θέση του. Γίνεται η 21η Απριλίου και χάνω όλες μου τις δουλειές. Από εκεί που ζούσα την ευδαιμονία του να κάνω ό,τι αγαπούσα, βρέθηκα άνεργος. Άρχισα να γράφω στη «Γυναίκα» του Τερζόπουλου, όπου δούλευε η γυναίκα μου. Άρεσαν πολύ τα κείμενά μου στον Τερζόπουλο και με πήρε βοηθό αρχισυντάκτη. Το 1969 μου ανέθεσε να σχεδιάσω και να διευθύνω το «Φαντάζιο» για νεανικό κοινό. Ξεκινήσαμε με τους σταρ: άνοιγες το περιοδικό και γινόταν αφίσα, βάλαμε μέχρι και ποδόσφαιρο. Οργανώναμε και κυριακάτικες συναυλίες νεανικών συγκροτημάτων στον Ορφέα. Ένα διάστημα, μέχρι που έκλεισε, έγραφα κριτικές και στο «Έθνος».
• Το 1968 κυκλοφόρησε ο «Σύγχρονος Κινηματογράφος» στην πρώτη μορφή μικρού σχήματος. Συλλογική δουλειά μιας εκπληκτικής συντακτικής ομάδας που κατά «σατανική» σύμπτωση ήταν οι εισαχθέντες του 1966 της Σταυράκου που εξελίχθηκαν όλοι σε πετυχημένους σκηνοθέτες και ανθρώπους του σινεμά. Εμένα με θεωρούσαν πνευματικό τους πατέρα, αλλά έγραφα σποραδικά. Μέσα από αυτό αναδείχτηκε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση σύνταξης. Το ’66 είναι και η χρονιά της γέννησης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ, αλλά δεν πρόλαβε να αναπτυχθεί γιατί αμέσως μετά ήρθε η χούντα. Τα επόμενα χρόνια βγήκαν πολύ λίγες νέες ταινίες. Μετά από ένα κενό τριών ετών, βγαίνει το 1970 η Αναπαράσταση και γίνεται έκρηξη. Ήταν η φυσική εξέλιξη μιας καινούργιας γενιάς που ζητούσε την ελευθερία. Όλος ο νέος κινηματογράφος που ήταν πολιτικοποιημένος αναπτύχθηκε κάτω από τον μανδύα της χούντας.

• Υπήρχαν κινήσεις αντίστασης μιας πνευματικής Ελλάδας η οποία πορευόταν και διαμόρφωνε την ιδεολογία, το πνεύμα και την καλλιτεχνική ποιότητα που απαιτούσε η νέα εποχή, όπως το Χρονικό του Μπαχαριάν, στο οποίο ήμουν υπεύθυνος του κινηματογραφικού τομέα. Υπήρχε συνείδηση του πράγματος και όλοι συνέβαλαν σε αυτό.
• Στην «Καθημερινή» πήγα όταν ξαναβγήκε, τον Σεπτέμβριο του ’74, και το πρώτο μου άρθρο ήταν ρεπορτάζ από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στις κριτικές για τις ταινίες είχα επιβάλει τη δική μου γραμμή. Έγραφα την κυρίως κριτική για μία καλλιτεχνική ταινία και τις άλλες τις περνούσα με μια μεγάλη παράγραφο. Η Βλάχου δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει την κριτική που έγραφα. Με φώναζε στο γραφείο της, εγώ πήγαινα και στεκόμουν όρθιος μπροστά της και μου έλεγε «κύριε Μπακογιαννόπουλε, γράφετε για τους φίλους σας, γιατί δεν γράφετε πιο απλά;». Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι που της είπα: «Αυτός είναι ο τρόπος μου, κάποιοι με εκτιμούν γι’ αυτόν τον τρόπο». Τελικά, έμεινα μέχρι το 2003 όταν και μου ζήτησαν να βγω στη σύνταξη.
• Καλή είναι η κριτική όταν ξεκινά με ένα επαρκές φορτίο γνώσεων που προέρχεται από όλες τις ανθρωπιστικές επιστήμες κι εσύ το έχεις μηρυκάσει και αφομοιώσει· όταν αυτό το φορτίο έχει ωριμάσει πηγαίνεις ταπεινά προς την ταινία, έχοντας αποκτήσει μακρόχρονη τριβή με το φαινόμενο «καλός κινηματογράφος», αφού έχεις στο μυαλό σου 3-4.000 καλές ταινίες πάνω στις οποίες έχεις προβληματιστεί και τις έχεις δει με την οπτική του θεατή που θέλει να συμμετάσχει στη μυσταγωγία όχι να επιβάλει στην ταινία τον δικό του εαυτό. Γιατί ο δημιουργός προηγείται, ο κριτικός είναι παράγωγος, δουλεύει χάρη στο δημιουργό. Η κριτική είναι γόνιμη όταν ασκείται με την αίσθηση της βαριάς ευθύνης, με γνώση και θητεία, με σοβαρότητα, ιδίως όταν δεν επηρεάζεσαι από φαινόμενα επιπολαιότητας και μόδας.
• Επί Λαμπρία διευθυντής τηλεόρασης γίνεται ο Φώτης Μεσθεναίος και μου πρότεινε να αναλάβω μια εκπομπή για τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε ως «Κινηματογραφική Βραδιά» κάθε Κυριακή βράδυ, όπου έγραφα έναν πρόλογο τον οποίο διάβαζε η Κέλλυ Σακάκου. Μετά μου λέει «δεν δοκιμάζουμε να προλογίζεις εσύ;». Επέμενε και με έπεισε. Βγαίνει το ’81 το ΠΑΣΟΚ και αναλαμβάνει τον τομέα του κινηματογράφου ο Μισέλ Δημόπουλος, ο οποίος μου προτείνει την «Κινηματογραφική Λέσχη». Ήταν το κοινό μας παιδί, το οποίο ξεκίνησε το Μάρτιο του ’82 και ο Μισέλ την άφησε μόνο όταν ανέλαβε το Φεστιβάλ. Εγώ συνέχισα μέχρι το 2010, ενώ, παράλληλα, από το 1993 μέχρι το 2004 ήμουν σύμβουλος κινηματογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού.
Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος προλογίζει την ταινία «Σινεμά ο Παράδεισος»
• Σήμερα πιστεύω ότι υπάρχει μια λατρεία στον συνδυασμό κατανάλωσης και ταχύτητας. Όλα πρέπει να συνδυάζουν την τεράστια καταναλωτικότητα με τις τεράστιες ταχύτητες, το ένα να διαδέχεται το άλλο όσο γρηγορότερα γίνεται. Αυτό μέσα στον οπτικοακουστικό χώρο, στην τηλεόραση αλλά και στα social media, έχει γίνει κανόνας που είναι εξοντωτικός. Δεν προλαβαίνει το φυτό να μεγαλώσει και να βγάλει κλαδάκια, έρχεται το επόμενο που σε σφυροκοπάει ακαριαία. Από τη μια υπάρχει η επέκταση των μέσων επικοινωνίας, που είναι δημοκρατικότατο πράγμα –οι άνθρωποι μπορούν να αποκτούν γνώσεις και συγχρόνως να εκφέρουν απόψεις πολύ περισσότερο απ’ ό,τι πριν– και σε θέματα πολιτικά και κοινωνικά έχει τεράστια σημασία, αλλά, από την άλλη, η τρομερή επιτάχυνση κάθε στιγμή το αναιρεί. Μέχρι να εμπεδώσεις το θετικό έρχεται κάτι άλλο και ούτω κάθε εξής. Είναι το καινούργιο που στην ουσία είναι όμοιο. Παίζει το όμοιο με πρόσχημα το καινούργιο. Ο φετιχισμός του καινούργιου, αυτός είναι ο κίνδυνος.
• Η κινηματογραφική αίθουσα έχει μια ιερότητα, την αίσθηση ότι είμαστε όλοι μαζί και ζούμε μέσα στο σινεμά. Τώρα το ζεις μόνος σου, στο σπίτι σου. Αγαπώ να βλέπω μια ταινία παρέα με φίλους και να τη σχολιάζουμε όπως στην αίθουσα. Έχει αλλάξει το πράγμα, υπάρχει μια αφόρητη πίεση η οποία εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες που έχει κάθε άνθρωπος, και μέσα από αυτό σε αιχμαλωτίζει και σε καταδυναστεύει. Γιατί, πάνω απ’ όλα, είναι το χρήμα.

• Το σινεμά σήμερα υποχωρεί πάρα πολύ. Έχει χαλάσει η αισθητική μας από την επιμονή να μας επιβάλουν κάτι καινούργιο που όμως δεν είναι καινούργιο, αφού όλα μέσα από το ίδιο καλούπι βγαίνουν. Το μόνο αλλιώτικο που μπορούμε να δούμε είναι αυτό που έρχεται μέσα από την κοινωνία, τα κινήματα και οι ιδεολογίες. Κλασικό παράδειγμα το LGBTQΙ+ και ο φεμινισμός. Αυτό είναι το θετικό κομμάτι, το οποίο όμως, όταν φτάνει και μπαίνει μέσα στον κινηματογράφο, αρχίζει να γίνεται αρνητικό γιατί γίνεται μέρος του συστήματος που είναι η πώληση του αντικειμένου. Αυτό έχει περάσει στα σενάρια που γράφονται μέσα σε μια νύχτα. Η κυρία Φαρζά που έκανε το Substance είναι ικανή μεν, απατεώνισσα δε. Φτιάχνει ταινίες σαν να ανακατεύει τον καφέ, μια δόση από εδώ, μια δόση από αλλού.
• Ο έρωτας είναι ένας βασικός άξονας της ζωής των ανθρώπων και ομολογώ ότι έχω ζήσει μια τέτοια πλευρά, αλλά, όπως κάθε οδοιπόρος που πηγαίνει στην πηγή να πιει νερό, πάντα είναι λιγότερο απ’ όσο θα θέλαμε. Η διάθεση δεν στερεύει ποτέ. Έχω ζήσει με γυναίκες μεγάλα διαστήματα, πέρα από τον γάμο μου, που δεν κράτησε, από τον οποίο όμως απέκτησα δύο κόρες και τέσσερα εγγόνια. Είμαστε δεμένη οικογένεια και όλοι μας έχουμε μέσα μας την έννοια της ελευθερίας του ανθρώπου, αντίθετα από αυτό που ήταν η μάνα μου.
• Θεωρώ ότι η δημοσιότητα που έχω είναι μεγαλύτερη από την αξία μου. Το σημαντικότερο πρόσωπο είναι αυτός που λαξεύει το μάρμαρο αν δεν είναι απατεώνας. Σήμερα υπάρχουν πάρα πολλοί απατεώνες. Ένιωσα μεγάλη τιμή με την ανακήρυξή μου σε επίτιμο καθηγητή και συγκινήθηκα που στο τέλος όλοι με χειροκροτούσαν όρθιοι. Ίσως αυτό ξεκινάει από την αναγνώριση της αφοσίωσης σε αυτό που αγαπάς. Αλλά αυτό είναι που εκτιμoύν και οι γυναίκες σ’ εμάς, πόσο δίνεσαι. Αυτό πράγματι το έκανα. Αν το αποτέλεσμα ήταν όσο χρειαζόταν, δεν ξέρω. Όπως είπα στην ομιλία μου, είναι σαν τον Πίθο των Δαναΐδων, αυτό που κάνεις είναι πάντα λιγότερο από εκείνο που θα έπρεπε.
O Γιάννης Μπακογιαννόπουλος στις 29/1 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.