Όλοι ψιλοϋποφέρουμε καθημερινά λέγοντας κουβέντες που είναι λαϊκές ντίβες αλλά, φευ, δεν μας κάνουν τη χάρη να ξέρουμε την ιστορία τους. Τα λεξικά - τι να κάνουν κι αυτά; - βοηθάνε όσο μπορούν: ετυμολογούν, παρετυμολογούν, ανατρέχουν σε παλιές εποχές, σπάνε το κεφάλι τους για να μας κάνουν εξυπνότερους. Είναι γνωστή η κατάπληξη που νιώθει ο συνομιλητής όταν λέει «κάνανε ντου», για παράδειγμα, και τον σταματάς για να τον ρωτήσεις: ξέρεις τι σημαίνει αυτή η λέξη; Ο μοντέρνος γλωσσολόγος θεωρεί τη διακοπή του ομιλητή αθέμιτη. Η λέξη σημαίνει αυτό που έχει αποφασίσει η ομιλούσα κοινότητα, η ιστορία της είναι άλλο πράγμα. Εντούτοις κάθε λεκτικό παρελθόν στήνει μικρή γιορτή.
Τυχαία μάθαμε από έναν ταξιτζή ότι η λέξη «ντου» κρατάει από την Κατοχή και αφορούσε τις εφόδους των Γερμανών στα στέκια των χασικλήδων. Όταν ήθελαν να συλλάβουν κάποιον, τον έδειχναν και έλεγαν «ντού», δηλαδή γερμανιστί εσύ. Όσο για το ντουγρού (φουλαριστός τραβάει ντουγρού) είναι τούρκικο (πώς το 'παθε;), όπως και το «σαΐνι» βέβαια (που σημαίνει τουρκιστί γεράκι) και το τζάμπα (σάμπα).
Ψάξαμε χωρίς αποτέλεσμα να βρούμε την καταγωγή της φράσης «του κώλου τα νιάμερα»· ευτυχώς την απάντηση μας την έδωσε ένας τοκογλύφος που κάθε τόσο έλεγε: ξέρω καλά την ελληνική κοινωνία. Κατά τη γνώμη του τα «εννιάμερα» αφορούν τις ημέρες της εμμήνου ρύσεως, όταν δηλαδή ο άντρας αποφεύγει τη «μολυσμένη» ορθόδοξη πύλη και βολεύεται για λίγο με την πίσω πόρτα. Αυτοί δε που δεν λογαριάζουν την περίοδο, δηλ. τη βάζουν άσπρη και τη βγάζουν κόκκινη, έγιναν αφορμή για να πλαστεί η φράση «την έβαψες». Όσο για «της πουτάνας το κάγκελο», ανάγεται στην εποχή που ο αμερικάνικος στόλος ναυλοχούσε στον Πειραιά και οι ιερόδουλες παρατάσσονταν σε ειδική ξύλινη εξέδρα με κάγκελα, όπου το κάθε αγοραίο κορίτσι είχε το δικό του «κάγκελο».
Τυχαία μάθαμε από έναν ταξιτζή ότι η λέξη «ντου» κρατάει από την Κατοχή και αφορούσε τις εφόδους των Γερμανών στα στέκια των χασικλήδων.
Η φράση «γυρίζει σαν την άδικη κατάρα» - όπως λίγο πολύ γυρνάμε όλοι μας - δεν αφορά βέβαια τον ηλίθιο (από το αλάομαι: περιφέρομαι, περιπλανιέμαι) παρά δηλώνει ότι η κατάρα -όταν είναι άδικη- γυρίζει, γυρίζει, και τελικά επιστρέφει για να πλήξει αυτόν που την ξεστόμισε. Από κατάρα πάλι (αρά) προέρχεται και το «άρες μάρες κουκουνάρες», που λαϊκιστί πάντα σημαίνει κενότητα λόγων. Το αλαλούμ (κατά το γιουσουρούμ) παραφθείρει το άλλα αντ' άλλων και τα αλαμπουρνέζικα παραπέμπουν σε γλώσσα του Σουδάν (Μπουρνέζικα) ή στα λιβορνέζικα: αλά μπούρλα = στ' αστεία.
Νόστιμη, νοστιμότατη είναι η εισαγωγή της λέξης τραγιάσκα στα καθ' ημάς. Ο Μπαμπινιώτης τη χρονολογεί από κάποια εκδρομή Ρουμάνων στη χώρα μας, οι οποίοι κραύγαζαν «τραγιάσκα Γκρέτσια» (ζήτω η Ελλάδα) και ταυτόχρονα πέταγαν τα σκουφιά τους στον ουρανό. Ωστόσο ένας φίλος, που τώρα πια ζει στα Χανιά, μας είπε κάτι πολύ πιο ευφάνταστο. Κάποτε στον Πειραιά το πλήρωμα ενός πλοίου είχε εξέλθει στην προβλήτα πετώντας τα καπέλα του με την ιαχή «τραγιάσκα ρεπούμπλικα Παναμά» (ζήτω η δημοκρατία του Παναμά). Τυχαία μήπως και οι τρεις λέξεις βάπτισαν στη νεοελληνική τρία καπέλα; Έχουμε την τραγιάσκα, το παναμαδάκι και τη ρεπούμπλικα. Σι νον ε βέρο ε μπεν τροβάτο.
Οι γαλλομαθείς γνωρίζουν βέβαια την ετυμολογία της λέξης σαμποτάζ. Κρατάει από τα σαμπό, τα περίφημα ξυλοπάπουτσα που τα φορούσαν και οι εργάτες στα εργοστάσια· όποτε λοιπόν ήθελαν να κάνουν απεργία, τα πετούσαν μέσα στις μηχανές για να σταματήσουν. Γαλλιστί η απεργία λέγεται «γκρέβ» -που σημαίνει «ακτή»- για τον απλούστατο λόγο ότι οι απεργοί συγκεντρώνονταν στις ακτές του Σηκουάνα. Αφού λοιπόν μιλήσαμε για παπούτσια, καλό θα ήταν να αναφέρουμε ότι και η λέξη γαλότσα παραφθείρει τα αρχαϊκά ξυλοπάπουτσα των Γαλατών.
Γρίφος κανονικός είναι οι διπλές λεξούλες που επανέρχονται μηχανικά στις συζητήσεις και θεωρούνται ορφανές· το μάνι μάνι προέρχεται από το ιταλικό ντι μάνο ιν μάνο (από χέρι σε χέρι), το φιρί φιρί από το τουρκικό φίριλ φίριλ (κυκλικά) και κατ' άλλους από το θυρί θυρί (από πόρτα σε πόρτα)· το αμέτι μουχαμέτι είναι κι αυτό της απέναντι ακτής, το κούτσα κούτσα μπορεί να μιμείται το γαλλικό κλοπέν κλοπάν· όσο για το τσί(ύ)μα τσί(ύ)μα, παραπέμπει στο ιταλικό βλαστός (σίμα) και πιθανότατα είναι αντιδάνειο από το αρχαιοελληνικό κύμα.
Όσοι έχουν ελεύθερο χρόνο και τους αποφεύγουν οι σκοτούρες, όλες τις γνωστές φράσεις που κυκλοφορούν ατελώνιστες από στόμα σε στόμα (πέθανε στην ψάθα, ψώνισε από σβέρκο, όποτε του καπνίσει, έφαγε τη χυλόπιτα, έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας κ.λπ. κ.λπ.), μπορούν να τις αναζητήσουν στο γνωστό βιβλίο του Τάκη Νατσούλη - και βέβαια να έχουν παρά πόδας το λεξικό του Μπαμπινιώτη.
_____
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2007
σχόλια