Στον δρόμο για τις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις, εκτός από τις δόλιες τις Ευρωεκλογές που δεν ενδιαφέρουν το ευρύ κοινό, βλέπουμε να πληθαίνουν οι απαιτήσεις υποταγής και συμμόρφωσης.
Δεν είναι απαιτήσεις από τους υποψηφίους προς τον κόσμο αλλά το αντίθετο, είναι διάφορες πιέσεις, εκβιασμοί και συναισθηματική βία εκ μέρους πολυάριθμων ομάδων πολιτών προς τους υποψήφιους δημοτικούς και περιφερειακούς άρχοντες.
Οι οπαδοί των ομάδων, ας πούμε, λειτουργούν σαν σκληρά λόμπι. Οι περισσότεροι βλέπουν στον εκάστοτε υποψήφιο κάποιον που οφείλει να απολογείται και να δίνει καθημερινά εξηγήσεις σε σωματεία, συλλόγους, οπαδούς.
Υπάρχουν, φυσικά, πολλές ισχυρές ομάδες στη χώρα. Δεν είναι μόνο τα αθλητικά σωματεία και ο κόσμος τους αλλά και σύνολα που τυχαίνει να μοιράζονται μια δημοφιλή στη χώρα συνήθεια (π.χ. καπνιστές) ή να ομονοούν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής που βαφτίζονται εθνικά και παρουσιάζονται ως τα «φρονήματα του Έλληνα πολίτη».
Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, πάντως, είναι ηγεμονικοί παίκτες στο πεδίο των λαϊκών συναισθημάτων. Συμβαίνει, βέβαια, σε πολλά σύγχρονα κράτη αυτό, δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα.
Στη Βρετανία μια Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, μια Άρσεναλ ή μια Τσέλσι, στην Ισπανία η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μπάρτσα, στη Ιταλία η Λάτσιο, η Ρόμα και η Γιουβέντους είναι άτυποι παραταξιακοί σχηματισμοί και συγχρόνως λατρευτικά είδωλα και στρατευμένες συλλογικότητες.
Τα πάθη και τα συμφέροντα των ομάδων είναι, λοιπόν, από τα πιο δύσκολα κεφάλαια στην ιστορία της πολιτικής και των μοντέρνων κοινωνιών μας. Εμφανίζεται σε δημοκρατίες και δικτατορίες (ας θυμηθούμε μόνο την ισχύ των ποδοσφαιρικών ομάδων επί χούντας), στη Δύση και σε πλείστα άλλα μέρη του κόσμου.
Οι δημοκρατικές κοινωνίες, από το αρχικό, ιδρυτικό τους συμβόλαιο, είναι συμφιλιωμένες με το γεγονός πως έχουν και θα έχουν διαιρέσεις, συγκρούσεις, πάθη, τα οποία είναι αδύνατο να εξαλειφθούν. Η κοινωνική συμβίωση, επομένως, δεν γίνεται ομοψυχία παρά μόνο σε κάποιες οριακές στιγμές της ζωής μιας χώρας.
Το γεγονός, όμως, πως κάτι είναι δεδομένο και πως έχει προφανώς τις εξηγήσεις του δεν σημαίνει πως πρέπει και να το αποδεχτούμε ως φυσιολογικό κανόνα. Η ιδέα πως ο/η υποψήφιος/-α για ένα αξίωμα (για τη δημαρχία μιας πόλης, για παράδειγμα) πρέπει διαρκώς να εξευμενίζει οπαδούς είναι εξευτελιστική για τον θεσμό.
Η αντίληψη πως ο πολιτικός λογοδοτεί στη μία ή στην άλλη μερίδα κάνει τεράστια ζημιά. Γιατί; Μα, γιατί οδηγεί την πολιτική σε περισσότερα ψέματα, σε μεγαλύτερη αυτολογοκρισία και σε πράξεις υποταγής στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο σκέφτονται τα πράγματα οι οπαδοί.
Σκέφτομαι, λόγου χάριν, κάποιον υποψήφιο που θα έκανε το σφάλμα ή θα είχε την αφέλεια να έχει για προσωπικό φίλο έναν «εχθρό» μιας ισχυρής ομάδας, για παράδειγμα έναν διαιτητή-μαύρο πρόβατο ή κάποιον αντιστοίχως προγραμμένο από το πλήθος: πολύς κόσμος θα αποφάσιζε αμέσως για την ανεπάρκεια και την ακαταλληλότητα του συγκεκριμένου πολιτικού με κριτήριο αυτήν του την αισχρή «προδοσία». Δεν θα του συγχωρούσαν πως δεν συμμορφώθηκε με το κοινό περί δικαίου αίσθημα των οπαδών της λαοφίλητης ομάδας.
Η ιδέα ότι ο πατριωτισμός περνάει από την υποχρεωτική ταύτιση με σύμβολα που έχουν επιλέξει κάποιοι πολίτες για να λατρεύουν τους θεούς τους οδηγεί αναπόφευκτα στην ασφυκτική εξάρτηση της πολιτικής από κοινωνικές ορέξεις και καπρίτσια.
Προφανώς κάποιος που θέλει να εκλεγεί, ιδιαίτερα στην αυτοδιοίκηση, πρέπει να υπολογίζει όλα τα πάθη, τα συμφέροντα, τις αξιώσεις και τις διεκδικήσεις ομάδων, συλλόγων ή σωματείων.
Οι δημοκρατικές κοινωνίες, από το αρχικό, ιδρυτικό τους συμβόλαιο, είναι συμφιλιωμένες με το γεγονός πως έχουν και θα έχουν διαιρέσεις, συγκρούσεις, πάθη, τα οποία είναι αδύνατο να εξαλειφθούν. Η κοινωνική συμβίωση, επομένως, δεν γίνεται ομοψυχία παρά μόνο σε κάποιες οριακές στιγμές της ζωής μιας χώρας.
Τι σχέση έχει, όμως, η αναγκαία ευαισθησία του πολιτικού για τις διαφορετικές ταυτότητες των ανθρώπων με τη συμμόρφωση στα καπρίτσια των αγανακτισμένων οπαδών ή των κάθε είδους ένθερμων πιστών σε μια Ιδέα; Πώς μπερδεύεται πια ο σεβασμός στην ύπαρξη πολλών κοινοτήτων και ιστοριών με την εξωφρενική απαίτηση ότι ο πολιτικός πρέπει να ζητάει την ευλογία όλων αυτών των «εκκλησιών»;
Για χρόνια ζήσαμε με μια πολύ βολική εξήγηση για τα δεινά της χώρας: ότι για όλα φταίνε κάποιοι πολιτικοί που δεν άκουγαν τον λαό. Φυσικά, αυτό δεν ισχύει.
Χιλιάδες τροπολογίες σε άσχετα νομοσχέδια πέρασαν μεταμεσονύχτιες ώρες, ρυθμίζοντας απίθανες ανάγκες και επιθυμίες. Χιλιάδες πίτες συλλόγων και σωματείων κόπηκαν, αναρίθμητα συγχαρητήρια και έπαινοι ανταλλάχθηκαν. Οι αξιωματούχοι έκλειναν τα μάτια και ο λαός μπορούσε να τους αποθεώνει και έπειτα, την εποχή της πτώσης και της καχεξίας, να τους ρίχνει πέτρες και να τους φτύνει στον δρόμο και στο Διαδίκτυο.
Ξέρουμε, όμως, πως η φωνή του λαού δεν είναι ενιαία. Ο λαός προπαντός δεν είναι η θύρα μιας ομάδας που εκτοξεύει απειλές στον εκάστοτε «εχθρό» της. Όσοι τον αντιμετωπίζουν έτσι, ακόμα και όταν διακηρύσσουν πως συντάσσονται με τα δίκαιά του, στην πραγματικότητα τον περιφρονούν.
Η μεγαλύτερη περιφρόνηση στον λαό προέρχεται από εκείνες τις ελίτ που τον αντιμετωπίζουν σαν να έχει πάντα όλο το δίκιο με το μέρος του. Σε τελική ανάλυση, σε μια ελεύθερη κοινωνία κανένας δεν έχει όλο το δίκιο με το μέρος του και καμία αγανάκτηση δεν είναι ιερή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO