Η Πάολα με μαύρη βενετσιάνικη μάσκα σε εξώφυλλο της LiFΟ, με κλασικό ταγέρ σε lifestyle εξώφυλλο, ανάμεσα σε αστυνομικούς να οδηγείται στα κρατητήρια, η άλλοτε φίλη του Δημήτρη Παπαϊωάννου, του Ταχτσή και του Αλέξη Μπίστικα, η δημοσιογράφος και εκδότρια του «Κράξιμο», η σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ όπου ανακατεύει εξομολογητικούς λόγους και καλιαρντά, η πρωταγωνίστρια σε εικαστικά εγχειρήματα της Breeder ή σε βόλτες κάτω από την Ακρόπολη.
Πέρα, όμως, και πάνω απ' όλα η Πάολα Ρεβενιώτη που πάσχισε με μοναδικά της όπλα το σώμα και την επιθυμία να αφήσει τους δρόμους ανοιχτούς γι' «αυτούς που θα καταλάβουν» – παραφράζοντας γνωστό της ποίημα. Μέσα από μια διαδρομή που δεν έγινε χωρίς πόνο, αλλά με απόλυτη δύναμη, φαίνεται να πρωταγωνιστεί σε έναν ανοιχτό δημόσιο λόγο που κάποτε αρθρωνόταν στις παρυφές της πόλης, σπάζοντας τους φραγμούς, και σήμερα διαχέεται μέσα από τη σελίδα της στο Facebook και το δυναμικό Paola Project.
Η ίδια, πάντως, εξακολουθεί να αναζητά τρόπους έκφρασης και να μην εφησυχάζει, έχοντας στα σκαριά ένα ακόμη ντοκιμαντέρ –μετά τα Καλιαρντά που είδαμε και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης–, με τους ίδιους πάντα συνεργάτες, όπου σκηνοθετώντας αναλαμβάνει να ξεναγήσει με τα μάτια της Εύας Κουμαριανού και της Μπέττυς Βακαλίδου τους θεατές στις περιοχές της τρανς Αθήνας. Ωστόσο, δεν το κάνει με νοσταλγία, μια λέξη που απεχθάνεται, ούτε επειδή θέλει να αναβιώσει το τρανς παρελθόν, αλλά επειδή επιδιώκει να αναγνωρίσει τις όψεις μιας πόλης που αξίζει να προσδιοριστεί γι' αυτό ακριβώς που ήταν.
Βγαίνοντας έτσι από τα σοκάκια της Πλάκας, εκεί όπου κάποτε μαζεύονταν τα τεκνά και μεσουρανούσαν τα πρώτα αυτοσχέδια γκέι μπαρ, η Μπέττυ και η Εύα μας ορίζουν, στο ντοκιμαντέρ της Πάολας, τη δική τους νυχτερινή Αθήνα. «Ακόμα και τις εποχές που δυσκολευόμουν να βρω σπίτι, η Αθήνα διατηρούσε τη γοητεία της» επιμένει εκ των υστέρων η Πάολα.
Είχα αναγκαστεί πολλές φορές να ξαπλώσω στο πάτωμα για να διεκδικήσω το αυτονόητο: από μια (ακόμα) παράνομη σύλληψη της αστυνομίας έως την κυρία που θα με κοίταζε άγρια στην ουρά για τον λογαριασμό της ΕΥΔΑΠ.
«Θυμάμαι να μένω στην Πλάκα σε ένα υπόγειο στη Λέκκα, δίπλα ακριβώς στο προπύργιο της ΑΣΔΕΝ και στο σπίτι του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, και όλα να λειτουργούν μια χαρά. Έβγαινα από το σπίτι με τις γόβες, ντυμένη, στολισμένη, να βρω τα τσολάκια, και με χαιρετούσαν οι γραμματείς του Προέδρου από το διπλανό ακριβώς, κτίριο. Τα πράγματα είχαν μια γοητεία». Από την Πλάκα έως το Ζάππειο, «όπου κυριαρχούσαν τα τεκνά και τα τσόλια, ο ερωτισμός ήταν διάχυτος, παντού. Και δεν ήταν μόνο καύλα.
Βγαίναμε έξω και διεκδικούσαμε τον έρωτα με την ψυχή μας και το σώμα μας, ζούσαμε τις ιστορίες: τα αγόρια δεν γουστάρανε με το καυλί τους αλλά με την ψυχή τους, ήθελαν τον έρωτα ως το μεδούλι. Ακόμα και όταν ήμουν μικρούλα, η πουστοσύναξη στο Ζάππειο έμοιαζε να έχει μια αθωότητα. Μαζευόμασταν στον Εθνικό Κήπο, κάναμε βόλτες στην Αίγλη με τη φωνή της Σπεράντζας Βρανά να ακούγεται από τα μεγάφωνα, τα ζευγαράκια να βολτάρουν ανάμεσά μας χέρι με χέρι και τα στρέιτ τεκνά να με χαιρετάνε ανοιχτά χωρίς να ντρέπονται. Με μια έννοια, δεν κρυβόμασταν – προσωπικά, δεν έζησα ποτέ τίποτα κρυφά στη ζωή μου».
Ίσως γι' αυτό προτίμησε να φύγει νωρίς από το Κερατσίνι, όπου μεγάλωσε, εκεί γύρω στα 13, για να αποφύγει τα οικογενειακά δράματα. Πήγε στη Σχολή του Πολεμικού Ναυτικού, εκδιώχθηκε, έφυγε, έζησε στον δρόμο, εκπορνεύτηκε. Αλλά δεν την ενοχοποίησε τίποτα: τα αισθήματα ήταν στην κορυφή και πέρα από τον φασισμό της μικρο-λογοκρισίας, οι συνευρέσεις σε αφθονία και ο λόγος ορθωνόταν ακόμα και όταν η ίδια βίωνε την αγριότητα της καταστολής.
«Είχα αναγκαστεί πολλές φορές να ξαπλώσω στο πάτωμα για να διεκδικήσω το αυτονόητο: από μια (ακόμα) παράνομη σύλληψη της αστυνομίας έως την κυρία που θα με κοίταζε άγρια στην ουρά για τον λογαριασμό της ΕΥΔΑΠ. Όλες βιώναμε ακραία τα πράγματα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μας πιάνανε, μας φόρτωναν κατηγορίες, μας κρατούσαν σε κάτι άθλια κελιά και μετά μας άφηναν ελεύθερες – όπου πολλές αναγκάζονταν, μαζί με τον εξευτελισμό του κάθε αστυνόμου, να ανέχονται και την αξυρισιά! Φαντάσου πώς έφευγαν το πρωί! Έπρεπε να είσαι συνέχεια με το δάχτυλο στη σκανδάλη και να περνάς στην αντεπίθεση, ακριβώς επειδή τα σενάρια ήταν πάντοτε στα άκρα. Θυμάμαι να σκάω έξαλλη στην "Ελευθεροτυπία" επειδή ένας ανεκδιήγητος δημοσιογράφος είχε γράψει ότι "ο φονιάς ήταν ομοφυλόφιλος", να ξαπλώνω στο πάτωμα και ο Φυντανίδης να μένει έκπληκτος. Ήταν άγριες εποχές, αλλά γεμάτες ζωτικότητα».
Όπως λέει και η ίδια, «τότε είχαμε την πολιτική της επιθυμίας», ένα μότο που θα υιοθετήσει και αργότερα, στα αυτοσχέδια, γεμάτα πολιτική θέρμη, καύλα και ενθουσιασμό κείμενά της στο «Κράξιμο». «Δεν ξέρω πραγματικά πώς έγιναν όλα αυτά, μη με ρωτάς. Σίγουρα, πάντως, δεν έγιναν από στρατηγική, ούτε επειδή ήθελα να ανήκω κάπου. Ήταν ο τρόπος ζωής μου ή μάλλον, καλύτερα, ο τρόπος να υπάρχω» μου λέει τώρα καθισμένη απέναντί μου σε ένα υπαίθριο καφέ στον Σταθμό Λαρίσης, ανάμεσα σε ωραίους Σενεγαλέζους, νεαρούς από την Αλβανία, ξέμπαρκους ταξιδευτές, αστέγους, παιδιά που παίζουν με αυτοσχέδια παιχνίδια και ένα όμορφο γκαρσόνι που αστειεύεται μαζί της, χαϊδεύει το σκυλάκι που απέκτησε από μια φιλοζωική και φροντίζει να μας σερβίρει τον ωραιότερο και τον φθηνότερο φραπέ της πόλης.
«Αυτή είναι η δική μου Αθήνα. Δεν έχω συγκεκριμένη γωνιά, τις αγαπώ όλες. Τη βουή του κόσμου, το ανακάτεμα, τις πλατείες– όχι τα απρόσωπα σπίτια του Airbnb». Κάθε σημείο της Αθήνας έχει γι' αυτήν τη σημασία του: από τον λόφο του Στρέφη έως το Πεδίον του Άρεως, όπου είχε γίνει εκείνο το μεγάλο αξέχαστο Pride που οργάνωσε η ίδια το 1993 με τους Στέρεο Νόβα στη σκηνή, έως τα υπόγεια, στα οποία πήγαιναν παρέα με τον Μπίστικα και τον Παπαϊωάννου, αλλά και τον Ταχτσή, ο οποίος έμενε λίγο πιο κάτω από εκεί που καθόμαστε: «Τον αγαπούσα πολύ τον Ταχτσή. Αλήθεια. Θυμάμαι να τον βοηθάω να κουβαλήσουμε κάτι γλάστρες, να του ψήνω καφέ, να λέμε ιστορίες. Πολύ καλός άνθρωπος. Και δεν πιστεύω ότι δολοφονήθηκε!».
Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν πάντα εύκολα με τον Ταχτσή, ειδικά όσον αφορά τους τότε εκπροσώπους του ΑΚΟΕ, για τους οποίους ήταν το κόκκινο πανί, ειδικά μετά την περίπτωση του Λουζιτάνια, στα τέλη της δεκαετίας του '70. Ήταν η πρώτη φορά που οι τρανς βγήκαν μπροστά ως εκφραστές μιας παράδοξης συλλογικότητας που μπορεί να μην είχε οργανωμένα ακόμα χαρακτηριστικά, αλλά ήταν απολύτως πολιτική. Επρόκειτο για τη δημόσια εκδήλωση που οργανώθηκε στο θέατρο Λουζιτάνια το 1977 ως αντίδραση στο νομοσχέδιο «περί αφροδισίων» που προωθούσε η κυβέρνηση Καραμανλή και το οποίο προέβλεπε εκτοπισμό για όλες όσες συλλαμβάνονταν και είχαν προσβληθεί από αφροδίσια νοσήματα.
Σε εποχές που οι φουκοϊκές έννοιες περί βιοπολιτικής δεν είχαν καν επινοηθεί –περά από κάποιες σκόρπιες ιδέες του παρισινού Μάη–, ήταν η πρώτη φορά που δημόσια αντίδραση αφορούσε θέματα σεξουαλικότητας. Μαζί με τις δυνάμεις του ΑΚΟΕ συνασπίστηκαν και αρκετοί διανοούμενοι –από τον Μάνο Χατζιδάκι έως τον Παντελή Βούλγαρη και τον Γιάννη Τσαρούχη–, για να γνωρίσουν όμως την αντίδραση του Κώστα Ταχτσή, με τον οποίο άνοιξε μια αντιπαράθεση.
Το κίνημα, παρά την ενεργό δράση του, ατόνησε τη δεκαετία του '80, την εποχή του ΠΑΣΟΚ και του Χημείου, αλλά και της έκρηξης του lifestyle, με τις αυτοβιογραφίες των τρανς, όπως της Μπέττυς, να επισκιάζουν τις δημόσιες εκδηλώσεις και τα συγκροτημένα συλλογικά μορφώματα. Η ριζοσπαστικοποίηση που φάνηκε να αποκτά σάρκα και οστά τη δεκαετία του '70 αδυνατεί έτσι να βρει μια θέση Το στην αμήχανη δεκαετία του '80. Κι εκεί ακριβώς είναι που βρίσκουν χώρο και κάνουν τη δυναμική, ιστορική τους εμφάνιση η Πάολα και το «Κράξιμο».
«Το περιοδικό είχε ένα ετερόκλητο κοινό. Επώνυμοι και μη, αριστεροί, διανοούμενοι, φρικιά, λαϊκοί, περίεργοι, γκέι, τεκνά, αδερφές. Τα κέρδη, όποτε υπήρξαν, ήταν μηδαμινά» γράφει ο Θοδωρής Αντωνόπουλος, συνεργάτης του περιοδικού αλλά και επιμελητής του λευκώματος Το Κράξιμο.
Με ροζ εξώφυλλο, ως μια ειρωνική αντίδραση στην πολιτική σοβαροφάνεια των στρατευμένων εντύπων, με γυμνά αγόρια του εξωφύλλου –«τα περισσότερα από τα οποία τα είχα πάρει το προηγούμενο βράδυ», όπως λέει η ίδια– να δίνουν τον τόνο ανάμεσα σε σοβαρές παρεμβάσεις από καλλιτέχνες και ανθρώπους των γραμμάτων και μικρά μανιφέστα της Πάολας σε ρόλο εκδότη, το «Κράξιμο» είναι το πιο αξιόλογο δημιούργημα αυτής της παράξενης δεκαετίας.
Ευτυχώς, δεν χωρούσε σε συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους και, παρ' ότι κυκλοφόρησε ανάμεσα στους ψαγμένους των Εξαρχείων, σε καμία περίπτωση δεν ταυτίστηκε ακριβώς μαζί τους: «Πάντα ήμουν παιδί των Εξαρχείων, αλλά δεν ανήκα σε συγκεκριμένο χώρο, αφού απέναντί μου οι νεολαίοι στέκονταν πολύ αμήχανοι. Και, παρ' ότι συστρατεύονταν σε πολλές περιπτώσεις, δεν με αναγνώριζαν δημόσια. Θυμάμαι, αντίστοιχα, να μου αγοράζουν τεύχη σε φεστιβάλ του ΚΚΕ Εσωτερικού, αλλά να μη με αφήνουν να περάσω μέσα. Να περιμένω στην είσοδο».
Τότε ήταν που τα πρόθυμα παιδιά των Εξαρχείων υιοθέτησαν την εκρηκτική Πάολα και τις αταξινόμητες φωνές της επιθυμίας οι οποίες αντηχούσαν κάτω από τον λόφο του Στρέφη, όπου οργανώνονταν τα πρώτα Pride. Λίγοι αναρχικοί, κάτι φιλοπερίεργοι θα τολμούσαν έτσι την πρώτη διοργάνωση, εμπνευσμένοι από τα συνθήματα του άκρως ερωτικού παρισινού Μάη και των παρελάσεων περηφάνιας του εξωτερικού. Η Κατερίνα Γώγου, «την οποία είχα πολλές φορές παρεξηγήσει», όπως μου λέει σήμερα η Πάολα, έσπευσε να της αφιερώσει ένα από τα πιο όμορφα ποιήματά της: «Η αφίσα του Καραμανλή / τα μάτια σας καμιά φωτογραφία / κλωστές από κεντήματα / περούκες καραφλές μελανιασμένες ρώγες / εξώσεις σφίγγουν τα μαλλιά και τον λαιμό / δένουνε χέρια και πόδια στα κρεβάτια / εσάς κι εμάς μαζί / ο τρόπος και η ταρίφα αλλάζει / ο τόπος και το όνομα αλλάζει...».
Οι ποιητές/ποιήτριες την αγαπούσαν και τα αγόρια με τα μαύρα ρούχα στα Εξάρχεια έμπλεκαν πολιτικά συνθήματα με το όνομά της. Οι αστυνομικοί άλλοτε κορόιδευαν και άλλοτε έτρεχαν να συλλάβουν την Πάολα με τους νόμους περί ασέμνου, και όχι μόνο. Δικαστήρια, τρεξίματα, αλλά και ωραίες στιγμές στο περιοδικό με τις διάσημες συνεντεύξεις – από τη Μαίρη Χρονοπούλου, που κοσμούσε το εξώφυλλο και ήταν φίλη του περιοδικού, έως τον συγγραφέα Μανουέλ Πουίγκ, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και τον Χρόνη Μίσσιο. Όλοι χωρούσαν στις αυτοσχέδιες σελίδες ενός εντύπου που έφερε την αλλαγή.
«Τολμώ να πω σήμερα πως δίδαξε την αριστερά. Τους έμαθε πράγματα που ούτε φαντάζονταν την εποχή εκείνη» μου λέει τώρα η ίδια, ρουφώντας την καύτρα από το στριφτό τσιγάρο. Ομολογεί πως ούτε ξέρει πώς τα κατάφερνε να κόβει με το ψαλίδι και να κολλάει τα κείμενα, αναλαμβάνοντας έναν παράξενο ρόλο μεταξύ άγριου θηλυκού Μπάροουζ και τρανς Χάντερ Τόμσον. Ήταν, άλλωστε, οι διανοούμενοι που την ενέταξαν στις παρέες τους, ανταλλάσσοντας μαζί της απόψεις για την ποίηση του Καβάφη και τα πλάνα του αγαπημένου της Φασμπίντερ.
Τα βράδια έτρεχε στις πιάτσες «περισσότερο, μπορώ να σου πω, για τη φάση και το κλίμα, αφού θα μπορούσα να κλειστώ σε σπίτι», αλλά και για τις χαρές της συλλογικότητας, ενώ τα πρωινά έπαιρνε συνεντεύξεις από στοχαστές πρώτης γραμμής, όπως ο Γκουαταρί, που τότε γράφει μαζί με τον Ντελέζ τις πρώτες θεωρητικές μελέτες μιας άλλης, αντι-φροϊδικής σεξουαλικότητας. Η Πάολα φτάνει σταδιακά να αναχθεί στο συμβολικό ισοδύναμο της εξεγερμένης επιθυμίας ή στο αντίθετο κάτοπτρο της ομο-κανονικότητας. Παρ' ότι είδε φίλες και φίλους της να καίγονται από τις ουσίες και άλλες να πεθαίνουν από το AIDS, δεν το έβαλε κάτω. Ήξερε ότι δεν είχε άλλο περιθώριο από το να παλέψει.
Tότε ήταν που ήρθαν τα τραύματα από τους πρώτους έρωτες – μαζί και τα ποιήματα, που έγιναν συλλογικός τόμος με τον τίτλο Σαλτάρισμα από τις εκδόσεις Σιγαρέτα. «Κάποια νύχτα η αξιοπρέπειά σου δηλητηριάζεται από τα πρέπει / και οι αισθήσεις σε οδηγούν / σε κύματα ερωτικά / κοίτα τα μάτια που ποθείς / και τότε χάρισε στο διάβολο λίγη από τη φθορά σου. Αυτός θα καταλάβει» γράφει σε ένα από τα πιο όμορφα ποιήματα, το «Χάρισε».
Σήμερα δεν θέλει να θυμάται τις μελαγχολικές εποχές που γέννησαν εκείνη την ποίηση και κοιτάζει μπροστά. «Έζησα τους έρωτες, αλλά δεν ήθελα ποτέ να γεράσω μόνο με έναν. Γιατί να το κάνω, αφού ήξερα ότι αρκεί μια βόλτα στο Μεγάλο Πεύκο, όπου με περιμένανε ακόμα ωραιότερα τεκνά;» Ήταν τότε που στολιζόταν, έκανε τη βόλτα της ανάμεσα στα φαντάρια, παιρνόταν και, το κυριότερο, περνούσε ωραία.
Περιγράφει πάντα με αγάπη εκείνες τις εποχές και μιλάει με ενθουσιασμό για την αποδοχή που εισέπραττε, και κυρίως τον σεβασμό, ακόμα και από τους αξιωματικούς, που έβαζαν τους στρατιώτες να κάνουν πους απς στα πόδια της. «Γι' αυτό και πάντοτε λέω στους ακτιβιστές να μη μιλάνε μόνο για ομοφοβία, γιατί είναι ωραία η ζωή ενός γκέι, μια ζωή με καύλα, αρκεί να τη διεκδικήσει, να περάσει καλά και να φτιάξει έναν κόσμο με πρώτα υλικά τα πάθη. Δεν αρκεί απλώς να μιλάει κανείς για τα δικαιώματα».
Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι οι αγώνες ήταν παραπάνω από απαραίτητοι, γι' αυτό και έδωσε μάχη σ' εκείνα τα πρώτα Pride – πολύ πριν διεκδικήσουν την αιγίδα επίσημων θεσμών και πολύ προτού αγόρια, λεσβίες και τρανς ανεμίσουν περήφανα μπροστά από την ελληνική Βουλή τις σημαίες με τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ειδικά στο κενό που υπήρξε τη δεκαετία του '90, οπότε τα τρανς άτομα αντιμετωπίζονταν ως περιθωριακά ή γραφικά, κυρίως στις διάφορες μεταμεσονύχτιες εκπομπές της τηλεόρασης, ο ρόλος της Πάολας, όπως τονίζει και ο Δημήτρης Παπανικολάου στο βιβλίο του Κάτι τρέχει με την οικογένεια (εκδόσεις Πατάκη), ήταν παραπάνω από καίριος:
«Ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η πολύ εγκλωβιστική εικονογραφία της τραβεστί που χαρακτηρίζει τη δεκαετία του '90, αξίζει να δούμε πώς ανατρέπεται, ακόμα μια φορά, στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Η Πάολα μπορεί να λειτουργήσει και πάλι ως ένα εντυπωσιακό παράδειγμα. Γιατί προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, και καθώς η κρίση στην Ελλάδα είναι πια πολύ απτή, αρχίζει να μεταμορφώνεται ξανά, κυρίως μέσω του προσωπικού της λογαριασμού στο Facebook, αλλά και της επίμονης προσπάθειάς της να δημιουργήσει εκ νέου έναν δοκιμιακό/αυτο-ιστορικό λόγο, τούτη τη φορά βασισμένη στην τεχνολογία των νέων μέσων».
Και, όντως, έτσι γίνεται: με λόγο παρεμβατικό, άκρως πολιτικό μερικές φορές, η Πάολα συντάσσει στο Διαδίκτυο μικρά μανιφέστα ή αυτοσαρκαστικά κείμενα που υπονομεύουν την επίσημη σκηνή. Άλλοτε ορθώνει ανάστημα στον φασιστικό λόγο της Χρυσής Αυγής, άλλοτε παίρνει θέση σε ομοφοβικές, μαύρες αντιδράσεις ή στέκεται με σθένος, όπως συνέβη στην πρόσφατη υπόθεση του Ζακ. Πολλές φορές βέβαια βαριέται, μετατρέποντας την καθημερινότητα σε εργαλείο επανανάγνωσης του αστικού ή μικροαστικού λόγου, ανακοινώνοντας την πρόθεσή της να φτιάξει γεμιστά ή να επιστρέψει σε κάποια παλιά πιάτσα.
Ακόμα όμως κι αν είναι ανακόλουθη, όπως τονίζει ο Παπανικολάου, αυτό δεν είναι χωρίς λόγο: «η ανακολουθία είναι μέρος των δικών της στρατηγικών διαχείρισης λόγου. Είναι αυτοαναφορική και αυτοβιογραφική όσο αυτή θέλει, και με αφορμή αυτή την αυτοβιογραφικότητα καλεί, συμμετοχικά, σε μια συλλογική άσκηση ιστορικής έρευνας, μια από τα κάτω εξιστόρηση που είναι προσωπικά και συλλογικά αρχειακή όσο είναι και αντικανονική». Η πολιτική στράτευση αποκτά ως εκ τούτου διαστάσεις καθολικότητας, διεκδικώντας ακόμα έναν χώρο στον πολυδιάστατο λόγο της queer κοινότητας.
Ενίοτε ανακτά και αισθητικά δεδομένα, μέσα από τις φωτογραφίες που η Πάολα τραβάει όλα αυτά τα χρόνια και που βρίσκουν τη θέση τους σε μια μεγάλη έκθεση που διοργανώνεται στην καρδιά του Λονδίνου. Μία από τις επισκέπτριες είναι και η Μπιόρκ, η οποία κινητοποιεί, με τη σειρά της, ακόμα περισσότερες συνεντεύξεις και δημοσιεύσεις, με τη βρετανική προσοχή να στρέφεται σε άλλο ένα αξιοπρόσεκτο στοιχείο της άλλης ελληνικής ματιάς, μετά τις ταινίες του Λάνθιμου.
Σε όλα αυτά, πάντως, η ίδια απαντάει με παραδείγματα από τη ζωή της, από περιστατικά, μνήμες, εικόνες, φλογερά ενσταντανέ και περιστάσεις. Δεν πτοείται, ούτε αναθυμάται με στενοχώρια, αλλά χαίρεται: «Ήχους, μυρωδιές και εικόνες, όπως τον θόρυβο από τα παπάκια με τα οποία έρχονταν τα τεκνάκια στο σπίτι. Ακόμα και τώρα, όταν ακούω μηχανάκι, ταράζομαι» ομολογεί.
Όσο κι αν έχουν αλλάξει τα πράγματα, όσο κι αν οι εποχές απαιτούν εικόνα και απρόσωπες επιδόσεις μέσα από το Ίντερνετ, η Πάολα θα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ερωτικής έκφρασης. Τη ρωτάω αν αυτό που την κινούσε ήταν η περιέργεια: «Δεν ξέρω τι με κινητοποιούσε, δεν έχω ιδέα. Μη νομίζεις ότι δεν φοβόμουν, η καρδούλα μου το ξέρει, αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Ήταν μονόδρομος: τότε, ή θα διεκδικούσες ή θα σ' έπαιρνε η μπάλα και θα σ' έτρωγαν λάχανο».
Στο μπράτσο της ακόμα και σήμερα ξεχωρίζουν δύο τριαντάφυλλα, όμορφα και θαλερά και με αιχμηρά αγκάθια στην άκρη. «Τα χτύπησα για να καλύψω τις δυο καρδιές που μου είχε χαράξει με αυτοσχέδιο τατουάζ ο Μάκης, ο γιος μιας πόρνης, όταν εγώ ήμουν 16 κι αυτός 19. Με είχε ερωτευτεί παράφορα σε μία από τις επισκέψεις του, όταν ερχόταν να δει τη μάνα του στην πιάτσα». Δεν θέλησε ποτέ να χτυπήσει τίποτε άλλο: μονάχα αυτά τα λουλούδια, σύμβολα μιας ομορφιάς που δεν λέει να παραδοθεί ή να σβήσει. Άλλωστε η Πάολα ξέρει καλύτερα από τον καθέναν πως η ζωή πέρα και πάνω απ' όλα είναι πάντοτε ωραία. Όπως και να 'χει. Και με όλα πάνω της τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO