Εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '60 η πλειοψηφία των γκέι, κρυφοί και «φανεροί», όργωναν την Αθήνα μεταξύ Ομονοίας, Συντάγματος και Ζαππείου, μέσω Σταδίου και Πανεπιστημίου, προς άγραν παρτενέρ. Στην Ομόνοια περιφέρονταν φαντάροι, ναύτες και επαρχιώτες, στο Σύνταγμα σύχναζαν τουρίστες και τσολιάδες της προεδρικής φρουράς, στο Ζάππειο ενδιαφερόμενοι κάθε κοπής. Στέκια χαρακτηρισμένα δεν υπήρχαν, αλλά υπήρχε μια «φωλιά» που προστάτευε και μεριμνούσε για κάθε ξέμπαρκο αγόρι που αναζητούσε τους όμοιούς του και ίσως μια ερωτική αγκαλιά, μια ταβέρνα στην Αχαρνών, στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, με το όνομα Κωτσέας.
Κατεβαίνοντας κάτι σκαλάκια και ανάμεσα σε βαρέλια και τραπέζια, κάθε νέος που διέθετε νάζι και χάρη όλο και κάποιον θα έβρισκε να τον φιλέψει ένα πιάτο φασολάδα και μια ρετσίνα. Ένας μικρόκοσμος που αποτελούνταν από «αδερφές» και «κολομπαράδες», με τα φλερτ και τις κατακτήσεις, με τις ζήλιες και τους καβγάδες για τα παραστρατήματα. Ο ίδιος ο Κωτσέας συμπονούσε τα μικρά απροστάτευτα αγόρια και αν δεν είχαν ούτε χρήματα ούτε συντροφιά, δεν τα άφηνε να φύγουν πεινασμένα.
Γκέι μαγαζιά με τη σημερινή έννοια δεν υπήρχαν, εντούτοις, κάτω από το θέατρο Περοκέ, στην πλατεία Καραϊσκάκη, έβρισκες τη Χαβάη, ιδιοκτησίας των αδελφών Κατελάνων, για τους οποίους έλεγαν ότι δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις με τον νόμο – τον επίσημο, δηλαδή, γιατί ανεπίσημα θεωρούνταν «παρακράτος», αναλαμβάνοντας την αποκατάσταση της τάξης για λογαριασμό της εκάστοτε εξουσίας. Στο μαγαζί τους, πάντως, μέσα στο ημίφως και την κάπνα σύχναζαν νέοι και νέες του Κολωνακίου, όχι μόνο για να περιεργαστούν από κοντά τις πρώτες Ελληνίδες τραβεστί, όπως η θρυλική Τσιντσιλά. Μέχρι που ένα φονικό το έκλεισε.
Ακριβώς επειδή ήταν τα πρώτα χαρακτηρισμένα στέκια ομοφυλόφιλων και το καμάκι ήταν εύκολο, είχαν μπει στο στόχαστρο της αστυνομίας. Η οποία, όλως περιέργως, δεν ήταν τόσο αυστηρή κατά τη διάρκεια της χούντας –ίσως γιατί τους ενδιέφεραν περισσότεροι οι πολιτικοποιημένοι φοιτητές– όσο κατά τη Μεταπολίτευση, οπότε οι «επιχειρήσεις αρετής» ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Το πρώτο γκέι μπαρ, όπως τα ξέρουμε σήμερα, πιθανολογείται ότι ήταν το Flats στο Κολωνάκι, σε ένα αδιέξοδο της Καρνεάδου, που ανήκε στον Βαγγέλη Σκούρτη, αδελφό του γνωστού συγγραφέα. Καθώς τη δεκαετία του '70 η Πλάκα, με την έκρηξη του τουρισμού, μετατράπηκε σε επίκεντρο της νυχτερινής Αθήνας και τα μαγαζιά ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο, διατρανώνοντας στις ορδές των τουριστών το «greek kefi», αλλά κυρίως επιβεβαιώνοντας την υπεροχή του ελληνικού καμακιού, δεν ήταν δυνατόν σε αυτό το «ανεξίθρησκο» κομμάτι της πόλης να μην έχει το μερτικό της και η γκέι διασκέδαση. Βέβαια, ο όρος «γκέι» ακόμα ήταν σχετικά άγνωστος και τα μαγαζιά εκείνα τα αποκαλούσαν «τζιναβωτά» και «κωλάδικα», αφού εκεί συναντιούνταν κάθε καρυδιάς καρύδι, δηλαδή όχι απαραίτητα συνειδητοποιημένοι γκέι αλλά και στρέιτ νεαροί που εξασφάλιζαν σεξ, το οποίο συχνά γινόταν στα όρθια, στα γύρω σκοτεινά δρομάκια, αν δεν υπήρχε «γκαρσονιέρα», όπως έλεγαν τότε τα δυάρια.
Ο Βαγγέλης του Flats μετέφερε το μαγαζί του εκεί όπου ξεφύτρωνε το ένα γκέι μπαρ μετά το άλλο. Ξαφνικά, εκεί ψηλά στην οδό Θόλου, παραδίπλα από το πρώτο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά και στην κάθετο της Μνησικλέους, όπως και στα γραφικά στενάκια, δημιουργήθηκε ένα γκέτο με συγκεκριμένη πελατεία. Αναφέρουμε μια σειρά από μαγαζάκια με ξένα κυρίως ονόματα, το Jagare, που το είχε ανοίξει ένας Αμερικανός, το υπόγειο Why not, το Seven, το Easygoing, το Christopher, το Pitt's, το 31, το Ζώδια, το ΠΕΚ, τον Υπερείδη, το Σκρίνιο, τις Εννέα Μούσες στην οδό Θρασυβούλου, τους Αστερισμούς, το V.O. σε μια υπέροχη ταράτσα όπου σύχναζαν λοκατζήδες και τσολιάδες, ναυτάκια και αξιωματικοί όλων των σωμάτων. Ανάλογους θαμώνες είχαν και τα δύο μπαρ όπου σύχναζαν οι τρανς της εποχής, το Rocambolle και το Tammy's Bar. Εκεί άκουγες καλιαρντά και τα αγόρια δεν πλησιάζονταν, καθώς καθένα «ανήκε» και σε κάποια. Αυτά ήταν μερικά από τα πιο διάσημα μπαρ που έπαιζαν ανάμεικτα ελληνική μουσική και διεθνείς επιτυχίες, ενώ στη μεγάλη ακμή της disco κάποια διέθεταν πίστα, όπου οι θαμώνες χόρευαν έξαλλα, μέχρι τελικής πτώσης, αγαπημένα άσματα της εποχής: Donna Summer, Bee Gees, Village People, Amanda Lear, το «I will survive» της Gloria Gaynor, το «Ring my bell» της Anita Ward, τραγούδια της ταινίας Saturday Night Fever. Για όσους μεράκλωναν μόνο με ελληνικά λαϊκά υπήρχε το μικρό μπουζουξίδικο Υδροχόος.
Απ' όλα αυτά ξεχώριζε το Mykonos Bar με την κυκλαδίτικη αισθητική στην οδό Κυρρήστου. Ήταν του Αλέκου Αμφιλόχιου και της φοβερής Νόρας, μιας Αιγυπτιώτισσας με έντονη προσωπικότητα, ιδιαίτερα καλλιεργημένης, που μιλούσε 3-4 γλώσσες, την οποία οι γκέι φίλοι της τη λάτρευαν, καθώς θύμιζε τη Μελίνα. Από κει λένε ότι πέρασαν μερικοί από τους πιο διάσημους γκέι διεθνώς, ο συγγραφέας Τρούμαν Καπότε, ο τραγουδιστής Φρέντι Μέρκιουρι, ο χορευτής Ρούντολφ Νουρέγιεφ, πιθανόν κι άλλοι, αφού η Ελλάδα ήταν δημοφιλής γενικά. Ειδικότερα για το Mykonos οι «New York Times» είχαν γράψει: «Η αυλή του είναι το πιο in γκέι μέρος στον κόσμο». Η αλήθεια είναι ότι ο Αλέκος και η Νόρα του προσέδιδαν έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και η υπέροχη Άτικα στο πιάνο μια ατμόσφαιρα που τα υπόλοιπα δεν διέθεταν.
Ανάμεσα στις περσόνες με την ιδιαίτερη προσωπικότητα που ξεχώρισαν στην Πλάκα των '70s ήταν και ο Τσιν Τσιν, που δούλευε στα Ζώδια. Μια φιγούρα αλλόκοτη, φαλακρός, με λεπτό μουστάκι και γυαλιά, με γαρδένια πάντα στο πέτο. Τα ρούχα που φορούσε ήταν τα πιο παράξενα –α έραβε η γυναίκα του, η κυρία Ερικαίτη–, μιλούσε τέσσερις γλώσσες, ενώ στα λαϊκά τεκνά απευθυνόταν στην καθαρεύουσα. Επίσης, μυθική ήταν και η περίφημη Ραχήλ, κατά κόσμον Γιώργος Χάλαρης, που έκανε shows «στου Γιάννη» και υπήρξε από τα πρώτα θύματα του AIDS.
Φυσικά, δεν ήταν όλα ρόδινα. Ακριβώς επειδή ήταν τα πρώτα χαρακτηρισμένα στέκια ομοφυλόφιλων και το καμάκι ήταν εύκολο, είχαν μπει στο στόχαστρο της αστυνομίας. Η οποία, όλως περιέργως, δεν ήταν τόσο αυστηρή κατά τη διάρκεια της χούντας –ίσως γιατί τους ενδιέφεραν περισσότεροι οι πολιτικοποιημένοι φοιτητές– όσο κατά τη Μεταπολίτευση, οπότε οι «επιχειρήσεις αρετής» ήταν καθημερινό φαινόμενο. Μπούκαραν στα μαγαζιά χωρίς καμία αιτία και έσερναν τους πελάτες στην Ασφάλεια για εξακρίβωση στοιχείων. Αυτό συχνά διαρκούσε ολόκληρη νύχτα, δημιουργώντας προβλήματα σε πολλούς που το πρωί δούλευαν, ενώ για τους νεότερους, των οποίων οι γονείς δεν γνώριζαν πάντα τη σεξουαλική τους ταυτότητα, ξεσπούσαν δράματα.
Ένα μαγαζί που έγραψε τη δική του ξεχωριστή ιστορία ήταν το Αλκαζάρ του χορευτή Γιώργου Δαρζέντα και της καλλιτεχνικής του παρτενέρ Ντόροθι, που λειτούργησε για μερικά χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση κοντά στην πλατεία Λυσικράτους. Εκεί έκανε show μεταμφιέσεων και ο γνωστός κομμωτής Δημήτρης Σουλελές. Εκεί συναντιόταν μέρος της κοσμικής Αθήνας και μπορούσες να πετύχεις ακόμα και την Αλίκη ή τη Μελίνα.
Τα μαγαζιά αναγκάστηκαν να κλείσουν αρχές της δεκαετίας του '80 με την πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, καθώς ο Αντώνης Τρίτσης, ως υπουργός Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, έθεσε όρους για την αναβάθμιση της ιστορικής γειτονιάς. Ο Αλέκος μεταφέρθηκε στο Κολωνάκι, πίσω από το ιερό του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, τέρμα Τσακάλωφ. Σε ένα ισόγειο το Aleko's Island έμελλε να γράψει ιστορία με το πιο διεθνές προφίλ που λάνσαρε (εκεί, ας πούμε, σύχναζαν οι αποκαλούμενοι τότε «leather»), ενώ η Νόρα ανέλαβε ένα παλιό λεσβιάδικο στην Αναπήρων Πολέμου, το Snob, όπου τραγουδούσε η Νινή Ζαχά. Κατέληξε σε ένα λιλιπούτειο μπαράκι, το 21, κάτω από την πλατεία Δεξαμενής, στη στροφή της Ηρακλείτου, και το έκανε ιδιαίτερα αγαπητό.
Στο Κολωνάκι υπήρχε και η ντίσκο Paramount, στην Αλεξάνδρου Σούτσου, που ανήκε στη Λίτσα Διαμάντη και μουσική έβαζε ο γνωστός στυλίστας φωτογράφος Τάκης Τσαντίλης. Ίσως το πιο κοσμικό της εποχής ήταν το The Ρlace επί της Τσακάλωφ, κοντά στην πλατεία, ενώ με το που άνοιξε το Alexander's, τέρμα Αναγνωστοπούλου, μια ολόκληρη γενιά γκέι αγοριών το έχρισε στέκι της και την πρώτη απελευθερωμένη σαββατιάτικη έξοδό της. Με εξωτερική είσοδο στο ισόγειο πολυκατοικίας, διέθετε δύο επίπεδα, ένα μεγάλο στρογγυλό μπαρ στον επάνω όροφο, του οποίου τους τοίχους κοσμούσαν μεγεθυμένες φωτογραφίες της Λάσκαρη, της Βουγιουκλάκη, της Μερκούρη, και ντισκοτέκ στο υπόγειο, όπου οι disco ήχοι μέσα σε μερικά χρόνια αντικαταστάθηκαν από τη Mαντόνα, τους Pet Shop Boys, την Taylor Dayne, τα all time classic τραγούδια της Barbra, το «It's raining men» των Weather Girls.
Στα τέλη της δεκαετίας του '80, με το AIDS να έχει σπείρει τον τρόμο και τον φόβο, οι γκέι δεν έπαψαν να βγαίνουν, να διασκεδάζουν και να φλερτάρουν, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι κινδύνευαν να κολλήσουν έναν θανατηφόρο ιό. Τότε ήταν που άνοιξε και ένα από τα πιο ξεχωριστά γκέι κλαμπ που είχε ποτέ η Αθήνα, το Graffiti. Σε μια «υποβαθμισμένη» περιοχή, στο στενάκι της Ξούθου, κάθετο στην οδό Σωκράτους, στο ύψος του Αστυνομικού Τμήματος Ομονοίας, στον 3ο και 4ο όροφο ενός κτιρίου γραφείων, αντικριστά σχεδόν με τα λουτρά Athens Relax, ανέβαινες με το ασανσέρ στον 4ο, όπου ήταν η είσοδος. Εκεί, μαζί με την γκαρνταρόμπα, υπήρχε ένα μικρό μπαρ από λαμαρίνα και μερικά ψηλά σκαμπό και η μουσική ακουγόταν από κασετόφωνο. Όταν κατέβαινες στον 3ο, αντίκριζες μια απίστευτη έκρηξη αδρεναλίνης και κεφιού. Χαμηλοτάβανο, με όχι ιδιαίτερα μεγάλο βάθος, με τα παράθυρα κλειστά από πάνω έως κάτω με λαμαρινένια στόρια, όταν χόρευες ένιωθες σαν να αιωρείσαι στο κενό.
Από το 1987 που άνοιξε, και για μια πενταετία, θεωρούνταν το πιο ενδιαφέρον underground μαγαζί που συγκέντρωνε κάθε ψαγμένο/-η νέο/-α που ενθουσιαζόταν με την ιδέα μιας τέτοιας κατάστασης. Παρόλο που ήταν δηλωμένο γκέι κλαμπ, με drag shows και ξέφρενα αποκριάτικα πάρτι, δεν υπήρχε στρέιτ ζευγάρι της νυχτερινής ζωής που να μην πέρασε ή, ακόμα ακόμα, να μην το έκανε στέκι του, ίσως χαζεύοντας τους αστυνομικούς που στις 2:30 τα ξημερώματα, που έκλεινε, έβλεπαν να ξεβράζει η Ξούθου ορδές έξαλλα ντυμένων αγοριών.
Κι εκεί, γύρω στο 1993, λίγο πριν κλείσει και ενώ κυριαρχούσε πια η techno, ανοίγει το θρυλικό Factory της Εμμανουήλ Μπενάκη 3, δημιούργημα μιας παρέας που αποτελούνταν από τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο, τον Άλκη Ευθυμιάδη, τον Γιώργο Καπετανάκη, τον Mikee και τον Λορέντζο. Ένα κλαμπ που αποτέλεσε σταθμό, σηματοδοτώντας το πέρασμα στο ξέφρενο κλάμπινγκ και στον lifestyle ευδαιμονισμό του τέλειου, σούπερ γυμνασμένου look και του απύθμενου κυνισμού. Όσοι και όσες το έζησαν θυμούνται τις δυνατές μουσικές, τα ασυγκράτητα πάρτι, τους επηρμένους celebrities, το dance stage του Λορέντζο, τα flyers, τις θεματικές βραδιές, τον γενικότερο εκτροχιασμό που απογείωνε τον κόσμο ο οποίος ζούσε πια εντελώς απενοχοποιημένα τις νύχτες του. Τίγκαρε το μαγαζί με γκέι και στρέιτ που πήγαιναν όχι απλώς για το στυλ αλλά κυρίως για τις μουσικές του Mikee. Όποιος ήθελε, δε, και δεν φοβόταν την επέλαση του AIDS, κατέβαινε στα σκοτάδια του υπογείου, όπου παλιά ψυγεία είχαν μετατραπεί σε dark rooms.
Από το Factory ξεκίνησαν το 1995 και οι μεταμεσονύχτιες διαδηλώσεις εναντίον του νόμου Παπαθεμελή, που ήθελε τα μαγαζιά να κλείνουν στις 2:30, ενώ ήταν γεμάτα ακόμα! Η μεγάλη επιτυχία του ήταν τα Factory Parties που ταξίδευαν και εκτός Αθήνας, ενώ στην πορεία η επιτυχία του dancing show του Λορέντζο και των μουσικών επιλογών του Mikee τούς άνοιξε τον δρόμο αρχικά για το Dome και γι' αυτό που εξελίχθηκε σε QBase.
Παράλληλα, στην άλλη πλευρά της πόλης, πέριξ της Αχαρνών, και καθώς οι ερωτικές συνευρέσεις έπαψαν να είναι το ίδιο εύκολες όσο την προ-AIDS εποχή, άνοιγαν μαγαζιά με σκοπό την ανεύρεση αγοραίου έρωτα. Με αυτόν τον στόχο άνοιξε το Taste me στην οδό Πιπίνου, λίγο αργότερα το Fantastico στην Αριστοτέλους, το Φυλής 21 σε όροφο. Ένα ιδιαίτερο μαγαζί με show από τον παλιό χορευτή Τάκη Σαγιώρ, επίσης στη Φυλής, που το είχε ονομάσει «Κλουβί με τις τρελές», λίγο αργότερα μετατράπηκε στο γνωστό σήμερα Sammy's. Οι πελάτες ήταν συνήθως μεσήλικες και τα αγόρια που τα επισκέπτονταν διαφόρων εθνοτήτων, ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις της εκάστοτε εποχής.
Η πιο συμβατική γκέι νυχτερινή ζωή σταδιακά μετακόμισε στην αρχή της Συγγρού, όπου στην κάθετη σε αυτήν οδό Λεμπέση λειτουργούσε ήδη από το 1983 το πιο δημοφιλές γκέι ελληνάδικο, το Γρανάζι, αλλά και τα Απρόοπτο και τα Παιδιά, το ένα πάνω στο άλλο. Τότε ήρθε και προστέθηκε το περίφημο Λάμδα, το οποίο, με ατραξιόν τα drag shows, τα Go Go Boys στο ισόγειο και τα dark rooms στο υπόγειο, έγινε το πιο δημοφιλές μαγαζί των '90s. Η περιοχή, όπως είναι φυσικό, είναι κοντά στην πιάτσα των τρανς: το 1994 άνοιξαν πιο κάτω οι Κούκλες, υπήρχε και το Strass, που για ένα φεγγάρι το ανέλαβε η Μπέττυ Βακαλίδου, ενώ μεταφέρθηκε από τη Μύκονο το χειμερινό City, όπου έκανε show ο Λεν. Το παζλ συμπλήρωσαν και δύο πιο σκοτεινά μαγαζιά, η Κουρτίνα και το Trap, έτσι η περιοχή ήταν πια σαν γκέτο. Μέχρι που η μόδα τους εξέπνευσε και άρχισαν όλοι να κατευθύνονται προς το Γκάζι.
Παράλληλα, οι γκέι γυναίκες είχαν τα δικά τους στέκια, που συχνά αλώνονταν από τους άντρες, αλλά διατηρούσαν τη δική τους ταυτότητα. Τα πρώτα λεσβιάδικα που άνοιξαν αρχές '80 ήταν το «Σύρε κι έλα» στο Γαλάτσι και το Dolly's στην Κυψέλη. Ακολούθησαν το Ornela's και το Different στο Κουκάκι, όπως και το Άλλοθι στην πλατεία Ασωμάτων, στην Ερμού. Στον Πειραιά υπήρχαν τα Ταβάνια, το Ciao και το Flying In, όλα αποκλειστικά με ελληνική μουσική, ενώ ένα από τα ωραιότερα μπαλκόνια της πόλης με θέα την Ακρόπολη ήταν εκείνο του Lizard, στον 1ο όροφο νεοκλασικού στο Θησείο. Από το 1989 που άνοιξε και για αρκετά καλοκαίρια ήταν το απόλυτο must τόσο για γυναίκες όσο και για άντρες. Μέχρι που έβαλε air condition κι έκλεισε τις πόρτες, περιορίζοντας τη μοναδική θέα.
Μια επιχειρηματίας που συνέβαλε καθοριστικά στον χώρο της διασκέδασης είναι η Μαίρη Ψαρουδάκη, η οποία άνοιξε το 1993 στην Καλλιθέα το Mexico και λίγα χρόνια αργότερα, το 1996, ανέλαβε το Different, μετονομάζοντάς το σε Πόρτα. Η τρομερή εξέλιξη των μαγαζιών αλλά και η μεγάλη ζήτηση για νυχτερινή διασκέδαση την έκανε να ψάξει νέες πιάτσες. Έτσι, το 1999, εποχή έκρηξης στου Ψυρρή με το gay friendly Bee ως απόλυτο γκέι στέκι, ανοίγει ένα νεανικό κλαμπάκι, το Sodade, το πρώτο σε μια ερημική και ξεπεσμένη ακόμα τότε περιοχή, όπου υπήρχε μόνο μια μεταμοντέρνα ταβέρνα με γκέι προφίλ, το Mamaca's. Η επιλογή της να κατέβει σε μια απομονωμένη και λαϊκή γειτονιά έμελλε να αλλάξει το νυχτερινό τοπίο, μετατρέποντας την πιο σκοτεινή πλευρά της πόλης στην πιο γκέι της Αθήνας. Μετά άνοιξε το μετρό, και όλα πια είναι ιστορία. Το νέο millennium ανήκει στο Γκάζι.