Ανέβηκε. Κατάφερε να ανέβει στο ψηλό δέντρο. Απο εκεί πάνω θα μπορούσε να δει, να παρατηρεί τα πάντα. Για να το καταφέρει καλύτερα έκλεισε τα μάτια της.
Το πρώτο που είδε, που παρατήρησε, που ένιωσε καλύτερα, είναι αίμα. Αίμα πολύ να τρέχει. Κόκκινα ριάκια, πορφυρά ποτάμια, κεραμιδί ωκεανούς με μυρωδιά σιδήρου. Σίγουρα δεν ήταν δικό της, αφού είχε τόσο ακατάστατο κύκλο που είχε πάψει να ελπίζει ότι θα μπορούσε κάποτε, κάπως να τεκνοποιήσει.
Το ψηλό δέντρο, πλατάνι ήταν αλλά μπορεί και βελανιδιά, παρόλα αυτά της έδινε μια αξιοσημείωτη προοπτική γονομότητας.
-Πιθανόν τα διακοσιαπενηνταπέντε χιλιάδες χρόνια ζωής του δέντρου να το έχουν προικίσει με σοφία ζωής, σκέφτηκε φευγαλέα μα δυναμικά.
Με κλειστά βλέφαρα κάθισε σε έναν κορμό πέντε μέτρα απο το έδαφος. Άκουσε με τα αυτιά της. Με τα αυτιά της άκουσε κραυγές. Παρόλα αυτά δεν απασφάλισε τα βλέφαρα της. Οι κραυγές συνεχίστηκαν και ήταν πια σίγουρη ότι τις άκουγε μέσα της. Μέσα της και βαθιά και χαμηλά, εκεί κάπου κάτω απο τον αφαλό της.
Ανέπνεε και παρακολουθούσε την διαφραγματική αναπνοή της. Η καρδιά της ήταν τόσο σπασμένη. Τόσο σπασμένη ήταν η καρδιά της που άφησε τα κομμάτια της να κυλίσουν στον κορμό και απο εκεί στις ρίζες του δέντρου.
Το ψηλό, σοφό δέντρο άρχιζε να κλαίει. Να συγκρατηθεί δεν μπόρεσε. Δεν μπόρεσε γιατά απλά δεν ήθελε. Έκλαψε. Και το κλάμα του έγινε βροχή. Αλμυρή βροχή και έτσι γέμισαν οι θάλασσες και έγιναν ωκεανοί.
Αυτή δεν άνοιξε τα μάτια της. Οι κραυγές της-τα μπουμπουνητά και οι κεραυνοί-έγιναν κραυγή. Μια μονάχα κραυγή έγιναν. Κραυγή που δεν την φώναξε. Ούτε την έφτυσε. Την άφησε μέσα της να γυροβολά και να καθαρίζει σαν σε έκτρωση τα σάπια κομμάτια αίματος της σπασμένης της καρδιάς.
Άφησε η γυναίκα τότε το βάρος της πάνω στην ρυτιδωμένη επιδερμίδα του δέντρου, που κάτι της θύμισαν. Ναι, της θύμιζαν το δέρμα ενός Τυρρανόσαυρου. Ή μπορεί και το δέρμα της γέρικης μάνας της. Αυτής που την δίδαξε να αντέχει στην αντρική βια.
Και τώρα η γυναίκα αρχίζει να δακρύζει σταγόνες περιόδου. Αρχίζει πάλι να νιώθει την δύναμη του δέντρου.
Το δέντρο γνωρίζει πως να βοηθά. Γνωρίζει γιατί τα δέντρα πάντα-από πολύ, πολύ παλιά- με κοινωνική συνείδηση ζούσαν. Τα δέντρα είναι οι φορείς της αέναης συμπαντικής προσφοράς.
Αγκαλιάζει την γυναίκα με τα πλατιά του φύλλα και αφού την ξεπλένει με τα δάκρυα του, την αφήνει να ξαπλώσει πάνω του.
Αυτή απασφαλίζει τότε τα βλέφαρά της και το κοιτά. Η ερωτευμένη γυναίκα παραδίδεται στο δέντρο. Και αυτό της χαρίζει το δώρο της τεκνοποίησης.
Η γυναίκα με μάτια γεμάτα κοιτά το δέντρο.
Αφιερωμένο σε όλες τις γυναίκες που διδάχτηκαν να υπομένουν την βια και που παρόλα αυτά καταφέρνουν να τεκνοποιούν αγάπη. Ελπίδα και προοπτική μιας ανώτερης συνειδητότητας όταν οι γυναίκες του κόσμου μας, της εύθραυστης γης μας, αφεθούν χωρίς βια να τεκνοποιούν δάση ωκεανούς, βουνά και κοιλάδες.
Το μουσικό κομμάτι της Bjork, εκφράζει όλο τον πόνο της βίας που συνεχίζεται να επιβάλλεται στις γυναίκες της εύθραυστης γης μας. Μια γη που και αυτή γυναίκα είναι και γι αυτό ανάγκη έχει από μη βια.
σχόλια