Το ημερολόγιο είχε μόλις γυρίσει στην 31η Αυγούστου. Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα και η πριγκίπισσα λαχτάρησε μετά το δείπνο της μια βραδινή βόλτα με το αυτοκίνητο στο Παρίσι. Στις 00:18, γαντζωμένη στον ώμο του Ντόντι Αλ Φαγέντ, μπήκε στο ασανσέρ του ξενοδοχείου Ritz. Στις 00:20 έκλεισε την πόρτα της Μερσεντές και ο οδηγός Ανρί Πολ ξεκίνησε. Διέσχισαν τη rue Cambon και την πλατεία Concorde, πέρασαν από τους κήπους του Cours-la-Reine, χαζεύοντας τα φώτα στον Σηκουάνα. Στις 00:23 η ανηλεής καταδίωξη από τους παπαράτσι σταμάτησε στη 13η κολόνα του τούνελ Pont de l'Alma. Μια μέρα σαν τη σημερινή, πριν από 23 χρόνια, σκοτώθηκε η διασημότερη γυναίκα του πλανήτη.
Από τη 01:00, που την απεγκλώβισαν από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου, μέχρι τις 4 το πρωί που το τηλέφωνο χτύπησε στη Σκωτία και στο παλάτι του Μπαλμόραλ απλώθηκε μια πένθιμη βοή, η Νταϊάνα έπαιζε κρυφτούλι με τον θάνατο. «Δύο φορές σταμάτησε η καρδιά της στα χέρια μου. Της έκανα μαλάξεις, επανήλθε και όταν την έβαλα στο ασθενοφόρο, ήμουν σίγουρος ότι θα ζήσει. Ήταν η μόνη από τους τέσσερις επιβαίνοντες που είχε τις αισθήσεις της. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Σοβαρά εξωτερικά τραύματα δεν φαινόταν να έχει» είπε ο Γάλλος διασώστης Ξαβιέ Γκουρμελόν που μίλησε δημοσίως για το δυστύχημα 20 χρόνια μετά, αφού συνταξιοδοτήθηκε. Εκείνος την κράτησε στην αγκαλιά του, της χάιδευε το χέρι, τη διαβεβαίωνε ότι όλα θα πάνε καλά, την άκουγε να ανταποκρίνεται, ψελλίζοντας: «Θεέ μου, τι έγινε;», «Αφήστε με πια».
Σε αντίθεση με τη ζωή της, που ήταν διάφανη και μονίμως εκτεθειμένη σε εκατομμύρια μάτια, στον θάνατο η Νταϊάνα τους ξεγέλασε όλους. Η αρχικά ανυπολόγιστη εσωτερική αιμορραγία την έπαιρνε και την έφερνε ξανά στη ζωή, όσο οι γιατροί στο νοσοκομείο Pitié- Salpêtrière του Παρισιού έδιναν έναν άνισο αγώνα με τις ανανήψεις. Το κορμί της εσωτερικά ήταν σμπαράλια, η δε καρδιά της, από τη σφοδρή σύγκρουση, είχε φτάσει στη δεξιά άκρη του θώρακα. Πόσες συντριβές να αντέξει κι αυτή σε 36 χρόνια μυθιστορηματικής ζωής;
Υπήρξε η πλέον γοητευτική Βρετανίδα της εποχής μας, μια πρωταθλήτρια fund-raiser, μια ευεργέτιδα των φτωχών, η μητέρα του μελλοντικού βασιλιά της Αγγλίας και κυρίως ένα πρόσωπο που το κοινό κατανάλωνε με μια άρρωστη αδηφαγία.
Η Νταϊάνα έπαιζε συμπαθητικό πιάνο, λάτρευε το κολύμπι και ποτέ δεν ξεπέρασε ότι λόγω ύψους δεν κατάφερε να γίνει μπαλαρίνα. Το αγαπημένο της συγκρότημα ήταν οι ΑΒΒΑ, αλλά όταν έπρεπε να συντάξει επιστολές άκουγε το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ. Ήταν καταπληκτική μίμος, αφόρητα ντροπαλή και τα μάτια της ήταν μπλε και υγρά, σαν να ήταν πάντοτε έτοιμη να κλάψει. Μια πονεμένη ύπαρξη που περιέφερε τον εαυτό της παντού για να συμπαρασταθεί στα θύματα του πλανήτη.
Τα παιδιά στα νοσοκομεία ήθελε να τα αγκαλιάζει και μόχθησε να διδάξει στους γιους της τη συμπόνια και την ενσυναίσθηση. Τον Ουίλιαμ τον αποκαλούσε wombat (φασκωλόμυς). Οι φίλοι της επιμένουν πως είχε χιούμορ και πως όταν έμπαινε σε ένα δωμάτιο ήταν σαν να ανοίγουν οι στρόφιγγες του οξυγόνου.
Υπήρξε η πλέον γοητευτική Βρετανίδα της εποχής μας, μια πρωταθλήτρια fund-raiser, μια ευεργέτιδα των φτωχών, η μητέρα του μελλοντικού βασιλιά της Αγγλίας και κυρίως ένα πρόσωπο που το κοινό κατανάλωνε με μια άρρωστη αδηφαγία. Έκανε παρέα με τον Έλτον Τζον, τον Τζορτζ Μάικλ, την Τίλντα Σουίντον, τη Λάιζα Μινέλι, τους χολιγουντιανούς αστέρες. Έκανε τις πιο ωραίες χορευτικές φιγούρες με τον Τραβόλτα στον Λευκό Οίκο και δεν άφησε ηγέτη στον πλανήτη που να μην τον γοητεύσει. Νίκησε τη στείρα μεγαλοπρέπεια με οικειότητα. Εμπιστεύτηκε και ταυτίστηκε με τους κορυφαίους μόδιστρους (από τον βλάσφημο Γκαλιάνο έως τον πράο Βερσάτσε). Ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου και ένιωθε δεύτερο σπίτι της την Αμερική.
Η Νταϊάνα διεκδίκησε την εκτίμηση ενός βασιλικού περίγυρου που τη χρησιμοποίησε κατά περίσταση. Διεκδίκησε την ελευθερία της από έναν σύζυγο που την έβλεπε πάντα ως την αιτία του προσωπικού του αδιεξόδου και πηγή του συναισθηματικού του μαρασμού. Διεκδίκησε τα παιδιά της από μια συντηρητική οικογένεια που της όριζε μέχρι και πού θα τα βλέπει. Και εν τέλει διεκδίκησε τη ζωή της από τους ηδονοβλεψίες παπαράτσι που την καταδίωκαν ανελέητα. Με όλους αναμετρήθηκε και απ' όλους ηττήθηκε. Ως εκ τούτου, καμία από τους τόνους πληροφοριών που έχουμε ακούσει και διαβάσει για εκείνην δεν ήταν αρκετά υπερβολική για τα μέτρα της, καμία ακρότητα δεν γεννούσε καχυποψίες, καμία παράφορη ιστορία δεν αμφισβητήθηκε.
Η ζωή της υπήρξε συναρπαστική, ερεθιστική, επιπόλαιη, γεμάτη απίθανες κατακτήσεις, τάσεις αυτοκαταστροφής και δυσβάσταχτη μοναξιά που μόνο μια συνήθειά της μπορεί να περιγράψει: στις στιγμές του αφόρητου πόνου, ανήμπορη να μοιραστεί με κάποιον ό,τι την βασάνιζε, πατούσε το πλήκτρο record και μιλούσε σε μαγνητοφωνάκια. Από εκείνες τις κασέτες που κατά καιρούς είχαν διαφορετικούς παραλήπτες γεννήθηκαν οι ψίθυροι για την απαξίωση του Καρόλου, την αίσθηση προδοσίας, τις προσπάθειες αυτοκτονίας, τα οργισμένα γράμματα που έστελνε στη βασίλισσα Ελισάβετ, τη μάχη με την αχαλίνωτη βουλιμία, τον τρελό έρωτα που ένιωθε για τον υπεύθυνο ασφαλείας της Μπάρι Μανάκι (που πέθανε το 1987, σε ένα πολύ μυστηριώδες δυστύχημα με τη μοτοσικλέτα του).
Η σχέση της με την απόλαυση ‒κάθε είδους‒ ήταν αμφίθυμη και βαθιά ενοχική. Φθονούσε το κυνηγητό με τους φωτογράφους, αλλά, όταν μυήθηκε στο παιχνίδι με τη δημοσιότητα, ο τρόπος που επέλεγε την τέλεια λήψη έπαιρνε διαστάσεις Ιεράς Εξέτασης. Έβρισκε παρηγοριά στη λατρεία που της έτρεφε ο κόσμος παγκοσμίως και συγχρόνως απειλούσε (και έκανε τελικά πράξη στις 3 Δεκεμβρίου 1993) πως θα αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Της άρεσε να χαμηλώνει τα ντεκολτέ στα φορέματα και μετά έτρεμε μήπως φανεί λίγο μπούστο παραπάνω (εξού και όταν έσκυβε για να βγει από τα αυτοκίνητα χρησιμοποιούσε τα μικροσκοπικά της τσαντάκια για να κρύβει το στήθος). Η σχεδιάστρια μόδας Anya Hindmarch, που επιμελούνταν συχνά την εμφάνισή της, έλεγε πως στις πρόβες οι δυο τους γελούσαν, αποκαλώντας τις τσάντες της «clutches του ντεκολτέ».
Εξαντλούσε το πρωτόκολλο όταν έπρεπε να ευχαριστήσει κάποιον (λέγεται πως δεν υπήρξε ούτε μία φορά που να μην έστειλε την κλασική κάρτα με το «Ευχαριστώ» της για δώρο που δέχτηκε) και συγχρόνως σόκαρε το σύμπαν γεννώντας σε νοσοκομείο και όχι στο παλάτι, φωτογραφιζόμενη να κρατά το χέρι ασθενούς με HIV χωρίς να φοράει γάντια. Κατηγορούσε το αδιαπέραστο βασιλικό πλέγμα για τα δεινά της, αλλά όταν ανακάλυπτε τις απιστίες του Καρόλου έπεφτε στα πόδια της βασίλισσας, εκλιπαρώντας για βοήθεια.
Η Νταϊάνα Φράνσις Σπένσερ γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1961 στο Παρκ Χάους του Νόρφολκ και το μαύρο σύννεφο κάθισε πάνω από την κούνια της με το «καλημέρα». Ο πατέρας της Τζον Σπένσερ και η μητέρα της Φράνσις είχαν δύο κόρες, τη Σάρα και την Τζέιν, και μια αποτυχημένη προσπάθεια να αποκτήσουν διάδοχο, καθώς το τρίτο παιδί, που ήταν αγόρι, πέθανε λίγες ώρες μετά τη γέννησή του. Η Νταϊάνα, λοιπόν, ήταν η τέταρτη προσπάθεια της οικογένειας να ξαναπροσπαθήσει για τον γιο. Σύμφωνα με αναλυτές, η απογοήτευση από την τρίτη κόρη τής χάρισε εξ απαλών ονύχων τον τίτλο της ανεπιθύμητης ή της περιττής ‒ τουλάχιστον μέχρι που ήρθε ο μικρότερος αδελφός της Τσαρλς.
Οι γονείς της χώρισαν όταν εκείνη ήταν μόλις επτά χρονών, καθώς η ταραχώδης σχέση τους είχε γενναίες δόσεις απιστιών, καβγάδων, μέχρι και σωματικής κακοποίησης. Η φυγή του πατέρα, που εξέλαβε ως απόρριψη, και η μεταξύ τους συμφιλίωση, που καθυστέρησε πολύ, υπήρξε άλλη μια πηγή ψυχικής αστάθειας για την Νταϊάνα. Σύμφωνα με τους βιογράφους της, συγχώρησε τον πατέρα της μόνο όταν μπήκε κι εκείνη στη δίνη των αποτυχημένων ερώτων και απιστιών.
Η οικογένεια Σπένσερ ήταν στενά συνδεδεμένη με τη βρετανική βασιλική οικογένεια για αρκετές γενιές (και οι δύο γιαγιάδες της Νταϊάνα είχαν εργαστεί στο υπηρετικό προσωπικό της βασίλισσας Ελισάβετ) κι έτσι τα καλοκαίρια βρίσκονταν όλοι μαζί στο βασιλικό εξοχικό του Σάντριγχαμ. Πριν από την Νταϊάνα, ο Κάρολος είχε ένα φλερτ με την αδελφή της Σάρα, αλλά φαίνεται πως η μικρή, ανυποψίαστη, ανασφαλής ξανθούλα είχε μεγαλύτερη ανάγκη να χωρέσει κάπου.
Όταν της έγινε η πρόταση γάμου στο παλάτι του Μπάκιγχαμ στις 3 Φεβρουαρίου 1981 εργαζόταν ως νταντά και βοηθός σε παιδικούς σταθμούς. Πληρωνόταν μόλις 5 δολάρια την ώρα, ποσό που όμως αρκούσε για να της χαρίσει τον τίτλο της πρώτης βασιλικής νύφης που είχε δουλέψει και πληρωθεί για κάποια εργασία στη ζωή της. Έφεση στη μάθηση και αγάπη για τα γράμματα δεν είχε ιδιαίτερη ούτε έλαμψε ποτέ στον ακαδημαϊκό χώρο (δύο φορές απέτυχε σε σχετικές εξετάσεις). Η ίδια έλεγε πως αποδέχτηκε νωρίς τη μοίρα της, υπηρέτησε το κοινό καλό με ταπεινοφροσύνη και ως σύγχρονη Σταχτοπούτα περίμενε καρτερικά τον πρίγκιπα.
Βεβαίως, εκείνος που εμφανίστηκε ήταν ένας ώριμος άνθρωπος, 13 χρόνια μεγαλύτερός της (εκείνη 19, ο πρίγκιπας της Ουαλίας 32), πιεσμένος από τον πατέρα του να κάνει το καθήκον του, καθώς είχε βρεθεί με τη μέλλουσα νύφη 12 φορές, και ο οποίος δυστυχώς είχε γράψει ήδη την ιστορία του, με πρώτο και σημαντικότερο κεφάλαιο τα εννέα χρόνια γνωριμίας του με την Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς.
Μετά τους αρραβώνες στο χέρι της Νταϊάνα μπήκε ένα δαχτυλίδι στο οποίο 14 διαμάντια περιέβαλλαν ένα οβάλ, μπλε ζαφείρι (είναι το ίδιο που φορά σήμερα η νύφη της, Δούκισσα του Κέιμπριτζ) και έξι μήνες μετά, με έναν παραμυθένιο γάμο στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου, η βρετανική μοναρχία έβλεπε πως μια σοφή κίνηση ξανάβαζε μπρος τη μηχανή της δημοφιλίας. Περί τα 750 εκατομμύρια άνθρωποι παρακολούθησαν την τελετή παγκοσμίως και 600.000 θεατές πλημμύρισαν τους δρόμους του Λονδίνου για να δουν τους νεόνυμφους.
Το ζευγάρι των σχεδιαστών David και Elizabeth Emanuel τύλιξαν, έπειτα από 15 πρόβες, τη νύφη με μπόλικα μέτρα ταφτά, δαντέλες και 10.000 πέρλες, αλλά τίποτα δεν κατάφερε να σκεπάσει την ασυμβατότητα του ζευγαριού. Έπειτα ήρθαν και οι μοιραίες αναποδιές: πριν φύγει από το σπίτι, η νύφη έριξε το μισό μπουκάλι της κολόνιας της πάνω στο νυφικό. Έπειτα μπέρδεψε τη σειρά των ονομάτων του γαμπρού (τον αποκάλεσε «Φίλιπ Τσαρλς» αντί για «Τσαρλς Φίλιπ»). Στην ανταλλαγή όρκων παρέλειψε εντέχνως να παραδεχτεί ότι θα τον «υπακούει», αλλά «δεσμεύτηκε» να τον «αγαπά, να τον παρηγορεί, να τον τιμά, να του στέκεται στην ασθένεια και στην υγεία» (τόσο η Kέιτ Μίντλετον όσο και η Μέγκαν Μαρκλ ακολούθησαν το παράδειγμά της στις γαμήλιες τελετές τους).
Σε ένα έξοχο κείμενο με αφορμή τα 20χρονα από τον θάνατό της η συγγραφέας Χίλαρι Μάντελ (που ουδέποτε χαρίστηκε στο βασιλικό περιβάλλον) έγραψε στην «Guardian»: «Μιλάμε ακόμα για εκείνη σαν να βγήκε μόλις από το δωμάτιο. Εξακολουθούμε να συζητάμε για το πώς, το 1981, μια χαριτωμένη 20χρονη με βλέμμα κουταβιού μπήκε στο παλάτι. Την παγίδευσαν από την αρχή; Ήξερε ότι ο αρραβωνιαστικός της αγαπούσε άλλη γυναίκα; Ήταν αθώα ή μήπως συνεργός;».
Μπορεί ο Κάρολος να μην αναγνώρισε ποτέ καμία γοητεία στην Νταϊάνα, αλλά τουλάχιστον υπήρξε τρομερά χρήσιμη στη βρετανική κοινωνία. Ένωσε με το χαμόγελο, την αμεσότητα, τη θέρμη και την ανεξίτηλη εγκαρδιότητά της τις ρωγμές που είχε αποκτήσει με τον χρόνο η βρετανική μοναρχία. Έγινε η μεταμοντέρνα ενσάρκωση της πριγκίπισσας του παραμυθιού. Κατάργησε τις αποστάσεις των βασιλέων με το κοινό, πασπάλισε με δόσεις ανθρωπιάς τα πρόσωπα του παλατιού και βροντοφώναξε πως στους ατελείωτους διαδρόμους του βίωσε τα σκοτάδια και τα δεινά ενός σύγχρονου θρίλερ. Εξέφρασε τη συντριβή της σε εθνικό δίκτυο, εμφανιζόμενη νευρική και διαλυμένη στη συγκλονιστική συνέντευξη του 1995 στο BBC, όπου κάρφωσε σε 21 εκατομμύρια τηλεθεατές τον επικρατέστερο τότε για διάδοχο του θρόνου με τη φράση: «Σε αυτόν τον γάμο ήμασταν τρεις...»
Το απόσπασμα της συνέντευξης με τις δηλώσεις της Νταϊάνα για την Καμίλα
Και αυτό το επισημαίνει η Χ. Μάντελ στο ίδιο κείμενο: «Η Νταϊάνα απέσπασε την προσοχή του έθνους από τη δική του σκληρότητα. Ο βρετανικός λαός χρειαζόταν κάποιον να του χαρίσει αγάπη. Μια χαμηλόφωνη, γόνιμη ξανθούλα, που αντιπροσώπευε τη συζυγική και μητρική αγάπη ήταν ό,τι καλύτερο είχαμε. Μέχρι να αναλάβει καθήκοντα ο Τόνι Μπλερ, ως πρωτοεμφανιζόμενος πρίγκιπας, είχαμε γυναίκες ηγέτιδες, αλλά ηλικιωμένες, και μια βασίλισσα που, ακόμα και στον θάνατο της Νταϊάνα, ήταν απρόθυμη να κατέβει στο Λονδίνο από τον κρύο Βορρά».
Σήμερα τα παιδιά της στολίζουν τους προσωπικούς τους σταθμούς με τα διαμάντια και τα κοσμήματά της και τα φορέματά της υπάρχουν ακόμα στις προθήκες για να καθορίζουν το μέτρο, την υπέρβαση, το καλό γούστο, την απειθαρχία απέναντι στο πρωτόκολλο, ενίοτε και την αμετροέπεια. Όμως, όλα αυτά που σήμερα προβάλλονται ως επαναστατική ανυπακοή υπήρξαν για εκείνην ένας διαρκής εφιάλτης. Όπως έχει γράψει το «Vanity Fair»: «Πίσω από κάθε διαμαντένιο της περιδέραιο και χειροποίητη δαντέλα θα ξεπηδά πάντα ο δράκος του παραμυθιού, μια λογομαχία με τον Κάρολο, μια μόνιμη αναστάτωση στα στρατόπεδα των αυλικών της, μια αδιέξοδη, παγερή στάση από την αδυσώπητη πεθερά της».
Αλλά μήπως οι έρωτες τής χαρίστηκαν; Και ποιοι ήταν αυτοί; Ο δεινός παίχτης του πόλο και στρατιωτικός Τζέιμς Χιούιτ, ο κορυφαίος έμπορος έργων τέχνης Όλιβερ Χορ, ο διαπρεπής Πακιστανός καρδιοχειρουργός Χασνάτ Καν (ο «έρωτας της ζωής της», όπως έλεγε), ο ευγενής, αλλά μοιραίος bon viveur Ντόντι Αλ Φαγέντ. Κακά τα ψέματα, η συνειδητοποίηση ότι ο Κάρολος ήταν άπιστος από τα πρώτα, άγουρα χρόνια του γάμου τους την έβαλε σε έναν φαύλο κύκλο ανέξοδων σχέσεων. Για καθέναν από τους συντρόφους της έχει γραφτεί τουλάχιστον ένα βιβλίο, εκατοντάδες ρεπορτάζ και μπόλικα δακρύβρεχτα ‒πάντα από την ίδια‒ γράμματα. Ωστόσο, στο τέλος της μέρας, οι φήμες και η σκόνη που σηκώνονταν ήταν πολλαπλάσιες της ουσίας. Οι εραστές της τής πρόσφεραν μια μικρή ανακούφιση, μια ολιγόμηνη παρηγοριά, αλλά ποτέ τη σωτηρία που απεγνωσμένα ζητούσε.
Η τελευταία φορά που τόσο ειλικρινά αποκαλύφθηκε σε κάποιον ήταν μπροστά στον φακό του Mάριο Τεστίνο, σε αυτήν τη μνημειώδη φωτογράφιση για το «Vanity Fair» τον Ιούλιο του 1997. Έναν μόλις μήνα πριν από τον θάνατό της η Νταϊάνα, στο εξώφυλλο του περιοδικού, καθιστούσε σαφές ότι η μεταμόρφωσή της δεν περιοριζόταν στην εξωτερική εμφάνιση αλλά έφτανε ως το μεδούλι.
Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε σε στούντιο του νότιου Λονδίνου και ήταν η πρώτη συνεργασία των δυο τους. Για να καταφέρει να την «υποτάξει», ο μέγας φωτογράφος έβαλε να παίζει Dalida, την απολάμβανε να χαλαρώνει στους καναπέδες, παρακολουθούσε τον τρόπο που παιχνίδιζε με το κεφάλι και τα μαλλιά της, την πείραζε όταν εκείνη προσπαθούσε να μυηθεί στα μυστικά του catwalk και άφησε τη μεταξύ τους ενέργεια να κάνει τη δουλειά της.
Έκανε, βέβαια, κι εκείνη τις δικές της μικρές θυσίες: έδιωξε τη φρουρά της, ζήτησε από τον Τεστίνο να την αποκαλεί με το μικρό της όνομα και να αφήσει τα «ma'am» και «ma'am», άναψε φωτιές στα μάτια της, κλείδωσε στην ντουλάπα τα βαρετά ρούχα, άφησε στο κομοδίνο τα βασιλικά κοσμήματα. Γυμνή από στολίδια, φορώντας μόνο ευτυχία, απλότητα, γενναιόδωρα χαμόγελα και υπέροχες τουαλέτες, ξάπλωνε νωχελικά στο ασπρόμαυρο φόντο του φωτογράφου. Τα βλέμματα που του χάρισε όχι μόνο ξεχείλιζαν ζεστασιά κι εμπιστοσύνη για ένα μέλλον που δεν πρόφτασε να ζήσει, αλλά, σε συνδυασμό με τον τίτλο «Η Νταϊάνα ξαναγεννιέται», συνέντευξη και φωτογράφιση πήραν διαστάσεις statement κι έγιναν οι πιο αποκαλυπτικές της δηλώσεις από το διαζύγιο και μετά.
Ακόμα και όσοι ουδέποτε γοητεύτηκαν από την ευαίσθητη, κλαψιάρα, βαρετούλα πριγκίπισσα, έβλεπαν να θεριεύει μπροστά τους η αυτοπεποίθηση μιας καταπιεσμένης επί δεκαετίες γυναίκας. Οι πιο οικείοι της, μάλιστα, παραδέχονταν πως μέσα σε ένα απόγευμα η Νταϊάνα έμαθε να κοιτά τον κόσμο κατάματα, σαν να έσκισε όλες εκείνες τις λήψεις που για χρόνια την έδειχναν με το κλασικό, σκυφτό, δειλό, πλάγιο βλέμμα της. «Κοίτα να δεις! Μοιάζω με τη Μέριλιν Μονρόε. Είμαι όντως εγώ;» φώναζε, αποχαιρετώντας πανευτυχής τον Τεστίνο.
Το «Vanity Fair» κυκλοφόρησε παραμονή των 36ων και τελευταίων γενεθλίων της. Στο βιβλίο της «The Diana Chronicles» η Τίνα Μπράουν περιγράφει πως εκείνο το πρωινό που ο πλανήτης γέμισε με το λαμπερό, νέο της χαμόγελο, η εορτάζουσα αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα από φιλανθρωπίες και υποχρεώσεις κι έμεινε σπίτι να εισπράττει ευχές και αγάπη που έρχονταν κατά κύματα. Ο 11χρονος Χάρι μάζεψε τους συμμαθητές του και όλοι μαζί της τηλεφώνησαν νωρίς το πρωί από το σχολείο για να της τραγουδήσουν «Happy birthday», ενώ στο σαλόνι είχαν μαζευτεί από νωρίς μπαλόνια, κάρτες, λούτρινα και 90 ανθοδέσμες από φίλους και θαυμαστές που της υπενθύμιζαν πως μπορεί να είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος από το επίσημο διαζύγιο με τον Κάρολο, αλλά η λατρεία του κόσμου παρέμενε ανόθευτη. Σε ένα από τα πολλά κουτιά ο Μαροκινός σχεδιαστής Jacques Azagur είχε κλείσει ως δώρο γενεθλίων ένα μαύρο, δαντελένιο, αστραφτερό μακρύ φόρεμα.
Με αυτό έκανε το ίδιο βράδυ μια ακόμα επική εμφάνιση στο δείπνο για την 100ή επέτειο της Tate Gallery, με καλεσμένους την Καρόλ Μπουκέ, την Ιμάν, τον Στιβ Μάρτιν. Συνοδευόταν από τον αδερφό της, φορούσε πράσινα σμαράγδια (που ανάθεμα κι αν της έφεραν ποτέ καλοτυχία και καλή υγεία) και η αγκαλιά της ήταν γεμάτη λουλούδια. Κι όμως, τη στιγμή που το κοινό την αποθέωνε στην είσοδο του γκαλά, το μυαλό της βασανιζόταν ξανά από το φάντασμα της ανασφάλειας και η σκέψη της γύριζε σε έναν ακόμα σύντροφο που της είχε αρνηθεί την αφοσίωση. «Λες να άρεσα στον Χασνάτ με αυτό το φόρεμα;» ψιθύριζε στον προσωπικό της μπάτλερ Πολ Μπάρελ, αρνούμενη να αποδεχτεί ότι ο κορυφαίος καρδιοχειρουργός την είχε μόλις εγκαταλείψει μετά από δύο χρόνια σχέσης.
Κοίτα να δεις, σχεδόν ενάμιση μήνα μετά, τα ίδια σχεδόν πρόσωπα ήταν καλεσμένα σε μια άλλη τελετή στο αβαείο του Γουέστμινστερ. Εκείνη «πρωταγωνιστούσε» και πάλι. Μόνο που το κοινό είχε απλωθεί ως τα πέρατα του κόσμου. Όπως και το πένθος. Περίπου 32 εκατομμύρια Βρετανοί κατέρρεαν στη θέα της νεκρής τους πριγκίπισσας και 2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο την αποχαιρετούσαν με ανείπωτες εκδηλώσεις λύπης.
Στο φέρετρο επάνω είχε τοποθετηθεί μια ανθοδέσμη με τα αγαπημένα της ιβουάρ τριαντάφυλλα και μία μόνο κάρτα που έγραφε τη λέξη «Mummy», τη μόνη ίσως ιδιότητα που δεν της αμφισβήτησε κανείς ποτέ. Κι εκείνη, όμως, πάλι μαύρο φορούσε, ένα μακρυμάνικο φόρεμα που είχε διαλέξει μόνη της από το ατελιέ της αγαπημένης της Catherine Walker λίγες εβδομάδες πριν, σκούρο καλσόν, μαύρες γόβες και στα χέρια της ήταν τυλιγμένο ένα ροζάριο που της είχε χαρίσει η Μητέρα Τερέζα. Το τι θα ζητούσε στις προσευχές της μάλλον το υποψιαζόμαστε όλοι. Άλλο πράγμα δεν μάθαμε ποτέ. Άρεσε, τελικά, στον Χασνάτ το φόρεμα που φόρεσε στα τελευταία της γενέθλια; Την βρήκε, τέλος πάντων, κάποιος, έστω σε αυτό το βάρβαρο φινάλε, ακαταμάχητη;
Elton John - Candle in the Wind/Goodbye England's Rose (Live at Princess Diana's Funeral - 1997)
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 31.8.2019